Του ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ*
Πολιτικοί και αναλυτές σε ολόκληρη την Ευρώπη έχουν
στραμμένα τα μάτια στη Γερμανία εν αναμονή των βουλευτικών εκλογών της 22ας
Σεπτεμβρίου. «Η Ευρωζώνη χρειάζεται ένα γερμανικό θαύμα» ήταν ο τίτλος
πρόσφατου άρθρου της ισπανικής εφημερίδας El Pais. Ο αρθρογράφος συνόψιζε τον
μακρύ κατάλογο ευσεβών πόθων και μάταιων ελπίδων που ευδοκιμούν αυτήν την
εποχή, ιδίως στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας,
όπου συνηθίζεται να πιστεύει κανείς ό,τι τον συμφέρει να πιστέψει:
απελευθερωμένη από τις εσωτερικές πιέσεις της προεκλογικής περιόδου η νέα
γερμανική κυβέρνηση μπορεί να χαλαρώσει τα μνημονιακά λουριά, να στραφεί σε
περισσότερο αναπτυξιακές πολιτικές, να συναινέσει σε μερική διαγραφή χρεών,
ευρωομόλογα και πάει λέγοντας. Ολα αυτά «για το καλό της ίδιας της Γερμανίας»,
τονίζουν οι καλοπροαίρετοι συμβουλάτορες, ωσάν να γνωρίζουν καλύτερα από τους
Γερμανούς πολιτικούς και ψηφοφόρους τι πραγματικά συμφέρει το Βερολίνο.
Δυστυχώς, οι ρεαλιστές Γερμανοί ουδόλως συμμερίζονται αυτό
το απροσδόκητο πάθος των λοιπών Ευρωπαίων για τις εκλογές τους. Αντιμετωπίζουν
την επικείμενη αναμέτρηση με παγερή αδιαφορία, στα όρια της υπνηλίας,
πεπεισμένοι ότι τίποτα το πραγματικά σπουδαίο δεν διακυβεύεται -για τους ίδιους
και για την Ευρώπη. Τα γερμανικά Μέσα Ενημέρωσης επινόησαν μια καινούργια λέξη για
να περιγράψουν τη γενικευμένη πολιτική αφασία: Nichtwahlkampf - καμία
αναμέτρηση. Το ενδιαφέρον για τις προεκλογικές αντιπαραθέσεις βρίσκεται σε
αξιοθρήνητα επίπεδα και η αποχή αναμένεται να εκτοξευθεί.
Οι λόγοι είναι μάλλον προφανείς. Πρώτα απ’ όλα, οι φετινές
εκλογές δεν έχουν το παραμικρό στοιχείο σασπένς. Εδώ και μήνες, οι δημοσκοπήσεις
δίνουν πρακτικά αμετάβλητες προβλέψεις για όλα τα κόμματα, καθιστώντας βέβαιη
μια τρίτη θητεία της Αγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία. Το μόνο ανοιχτό ζήτημα
είναι με ποιους ελάσσονες εταίρους θα σχηματίσει κυβέρνηση: αν θα συνεχιστεί ο
«μαυροκίτρινος» συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών (CDU)- Ελεύθερων Δημοκρατών ή
αν δώσει τη θέση του σε έναν «μαυροκόκκινο» συνασπισμό του CDU με τους
Σοσιαλδημοκράτες (SPD) ή ακόμη και σε μια «μαυροπράσινη» συνεργασία με το κόμμα
των μεταλλαγμένων Πρασίνων. Ωστόσο, τα εναλλακτικά σενάρια δεν εμπνέουν το
παραμικρό πάθος στους ψηφοφόρους. Ενώ στις αρχές της δεκαετίες του ’90 το
ποσοστό των πολιτών που δεν έβλεπε ουσιώδεις διαφορές ανάμεσα στο CDU και το
SPD περιοριζόταν σε 30%, σήμερα έχει φτάσει το 70%.
Ακόμη και στην περίπτωση του ελληνικού προβλήματος, που
εισέβαλε ξαφνικά στη γερμανική, προεκλογική σκηνή με αφορμή τη συζήτηση περί
τρίτου πακέτου διάσωσης, η διαμάχη μοιάζει με τρικυμία σε κρασοπότηρο. Μπορεί ο
υποψήφιος του SPD Πέερ Στάινμπρουκ να κατηγορεί τη Μέρκελ ότι δεν λέει την
αλήθεια στο λαό για το πραγματικό κόστος που θα χρειαστεί να πληρώσουν οι
Γερμανοί για τη διάσωση της Ευρωζώνης, αλλά δεν αμφισβητεί στο ελάχιστο τις
βασικές επιλογές της καγκελαρίου, τις οποίες, άλλωστε, έχει στηρίξει το κόμμα
του. Αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι να θέσει ζήτημα μερικής διαγραφής του
ελληνικού χρέους, αποδεχόμενος σιωπηρά ότι το όποιο νέο πακέτο διάσωσης θα
συνοδευτεί από νέο Μνημόνιο.
Η ακαμψία των γερμανικών ελίτ, ανεξαρτήτως ιδεολογικής
απόχρωσης, θα έπρεπε να είναι αναμενόμενη. Γιατί να αλλάξουν πορεία όταν οι
ίδιες κερδίζουν από την κρίση των άλλων; Αυτήν τη στιγμή η Μέρκελ κάθεται πάνω
σε ένα βουνό σκληρού συναλλάγματος, με το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης να
φτάνει τα 8,5 δισ ευρώ. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου
Οικονομικών, η Γερμανία αποκόμισε από την κρίση της Ευρωζώνης 41 δισ. ευρώ λόγω
της πτώσης των επιτοκίων δανεισμού, ενώ δεν χρειάστηκε να πληρώσει για τη
διαχείριση αυτής της κρίσης παρά μόνο 0,6 δισ. Μόνο μεγάλης έκτασης κοινωνικές
αναταράξεις και ανατροπές κυβερνήσεων στις χειμαζόμενες χώρες της περιφέρειας
θα μπορούσαν να ταρακουνήσουν τον γερμανικό γίγαντα από τη μακάρια υπνηλία του.
*Δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» την Παρασκευή 30 Αυγούστου
2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου