Τετάρτη 21 Αυγούστου 2013

Γ. Μακριδάκης: Ποντίκια στο τρόλει αρ. 12



του Γιάννη Μακριδάκη

Μια ολόκληρη μέρα ανεβοκατέβαινα σε λεωφορεία και τρόλεϊ. Δίχως εισιτήριο. Γιατί να βγάλω εισιτήριο; Αφού έκανα βόλτες φαινομενικά άσκοπες, έτσι θα λεγε κάποιος νοικοκυραίος, “συγγραφέας” ίσως, αν ήταν σε θέση να με παρακολουθεί ολημερίς αλλά ποιος νοικοκυραίος, “συγγραφέας” ίσως, θα το κανε αυτό, να παρακολουθεί δηλαδή όλη μέρα άσκοπα έναν που μπαινοβγαίνει άσκοπα μες στα λεωφορεία.

Εγώ είχα όμως τον σκοπό μου. Μόνο που δεν ήτανε σκοπός οικονομικός. Γι αυτό ήτανε άσκοπος για τον κάθε νοικοκυραίο, “συγγραφέα” ίσως. Διότι, δεν έφτανε που κάνοντας άσκοπες βόλτες όλη μέρα, κατεβαίνοντας από το ένα λεωφορείο και ανεβαίνοντας στο επόμενο, δεν κέρδιζα χρήματα, ούτε είχα ως σκοπό μου να κερδίσω, δεν έφτανε λέω αυτό αλλά ξόδευα κι από πάνω ασκόπως και τον χρόνο μου, και όπως είναι πασίγνωστο εδώ και πολλά χρόνια σε κάθε νοικοκυραίο, “συγγραφέα” ίσως, ο χρόνος είναι χρήμα, άρα με τις άσκοπες βόλτες μου όχι μόνο δεν κέρδιζα ή δεν στόχευα να κερδίσω χρήμα αλλά έχανα κιόλας. Σπαταλούσα τη μέρα μου διπλά άσκοπα δηλαδή, δίχως κέρδος κέρατα, κι ας μην είχα φαινομενικά οικονομική χασούρα αφού δεν είχα πληρώσει κανένα εισιτήριο όλη μέρα, ούτε και σκόπευα να πληρώσω.

Διότι το εισιτήριο το είχα φέρει μαζί μου από το χωριό, μέσα σε ένα μικρό κουτάκι που βαστούσα....
στα χέρια μου κι είχα σκοπό μου όχι μόνο να το δείξω αλλά και να το χαρίσω στον πρώτο ελεγκτή, “εθελοντή” ίσως, που θα τύχει να με πετύχει. Αυτός ήτανε ο σκοπός μου λοιπόν. Να πετύχω κανέναν από δαύτους τους ελεγκτές, εθελοντές ίσως, και να δω τη μούρη του. Είχα μεγάλη περιέργεια να την δω την μούρη του, διότι μόλις πριν μερικές μέρες είχα μάθει για δαύτους, πως υπάρχουνε και κυκλοφορούνε μες στα λεωφορεία. Χωρίς εισιτήριο κι αυτοί αλλά όχι άσκοπα. Αυτοί έχουν σκοπό. Έτσι λέει ο νοικοκυραίος, συγγραφέας ίσως, ότι είναι ελεγκτές, “εθελοντές” ίσως, και κάνουν τη δουλειά τους, πιάνουν τους τζαμπατζήδες, τους εκθέτουν, τους υποχρεώνουν να πληρώσουν πρόστιμο, διότι κορόιδα είμαστε εμείς οι νομοταγείς πολίται που πληρώνουμε ανελλιπώς το εισιτήριό μας, ας κόψουν το λαιμό τους όλοι να βρουν λεφτά και να πληρώνουν, αλλιώς ας μη μπαίνουν μες στα λεωφορεία, να μην είμαστε και στριμωγμένοι σαν τις σαρδέλες, νόμιμοι και μπαταξήδες όλοι όλοι αντάμα, δεν μας φτάνει που πληρώνουμε τα ελλείμματά τους, να μας στριμώχνουνε κι από πάνω, να μη μπορούμε να αναπνεύσουμε με την ιδρωτίλα τους, έτσι θα λεγε σίγουρα ο νοικοκυραίος, συγγραφέας ίσως, άμα έπαιρνε ποτέ το λεωφορείο μαζί με το πόπολο και πετύχαινε κάποιον από δαύτους που ήθελα να πετύχω εγώ να με πετύχει, για να του βγάλω το εισιτήριό μου από το κουτάκι και να του το τρίψω στη μούρη.

Όλη μέρα λοιπόν την πέρασα τριγυρνώντας άσκοπα με τα λεωφορεία και τα τρόλεϊ αλλά κανένας δεν έτυχε να μου κάνει έλεγχο και να με πετύχει λαθραίο. Είχα κουραστεί πολύ να σηκώνομαι και να κάθομαι, το μεσημέρι κολάτσισα προχείρως με λίγο ψωμοτύρι σε μια στάση του τρόλεϊ 2 Κυψέλη Παγκράτι Καισαριανή κι ύστερα άλλαξα διαδρομή και συνέχισα την πορεία μου.

Να μην σας τα πολυλογώ, το βράδυ κατά τις 10, πάνω που είχα απελπιστεί, έτυχε να με πετύχει ένας από δαύτους, “εθελοντής” ίσως! Μέσα στο 12 τρόλει ήμουνα, Ζάππειο Περιστέρι, κι εκεί στον Άγιο Ιερόθεο να τος και μπαίνει μέσα! Ο οδηγός μπλοκάρει τα ακυρωτικά μηχανήματα, μπλοκάρει και τις πόρτες. Κι αρχίζει το πατιρντί. Εγώ στέκομαι ακριβώς στην μεσαία πόρτα και βαστάω το κουτάκι μου, μπροστά, στο ύψος του προσώπου μου, με έναν τρόπο σαν που κρατάει ο παπάς τα δισκοπότηρα. Αφού έχει τσεκάρει ο ελεγκτής, “εθελοντής” ίσως, τα εισιτήρια όλων των επιβατών, πλησιάζει και μένα και μου ζητάει το δικό μου. Ευχαρίστως, του απαντώ, και δίχως κουβέντα δεύτερη κάνω να ανοίξω το κουτί να βγάλω, και καλά, από μέσα το εισιτήριο αλλά με μια δήθεν απότομη κίνηση που κάνει το τρόλεϊ και χάνω την ισορροπία μου, μου φεύγει το κουτί από τα χέρια όπως είναι ανοιχτό και πέφτει ακριβώς στη μούρη του ελεγκτή, εθελοντή ίσως, πετάγεται από μέσα τσιρίζοντας ο ποντικός και πηδώντας πάνω στο κεφάλι του πέφτουν κι οι δυο στο δάπεδο. Ο ένας ποντικός, ο κανίβαλος, “εθελοντής” ίσως, λιπόθυμος από την τρομάρα κι ο άλλος, ο δικός μου, αλαφιασμένος στριγκλώντας.

Και γίνεται το έλα να δεις μες στο τρόλεϊ. Τσιρίδες, στριγκλιές από παντού, ο λιπόθυμος ποντικοκανίβαλος ελεγκτής, εθελοντής ίσως, έχει πέσει φαρδύς πλατύς πάνω στην μεσαία πόρτα, ο άλλος ποντικός όσο η φασαρία δυναμώνει, τόσο τρέχει και κάνει κύκλους τρομαγμένος, ανεβοκατεβαίνει πάνω στο λιγοθυμισμένο σαρκίο του κανίβαλου, “εθελοντή” ίσως, σαν που ανεβοκατεβαίναμε μαζί όλη μέρα στα λεωφορεία, οι επιβάτες έχουν γραπωθεί από τις χειρολαβές και κάνουν ακροβατικά με τα πόδια στον αέρα, φωνάζουν στον οδηγό να σταματήσει το όχημα, να ανοίξει τις πόρτες να φύγουν τα ποντίκια, ο οδηγός υπακούει, ανοίγει την μεσαία πόρτα, σταματάει το τρόλεϊ, πρώτος πρώτος πέφτει στον δρόμο ο λιπόθυμος κανίβαλος, εθελοντής ίσως, κι από πίσω ο άλλος ποντικός, ο δικός μου, τρέχει κι αυτός και χώνεται μέσα σε έναν υπόνομο.

Καθάρισε το τρόλεϊ. Η ηρεμία επανέρχεται σταδιακά, κανένας επιβάτης δεν ασχολείται πια με τα ποντίκια, οι πόρτες ξανακλείνουν και φεύγουμε. Εγώ συνεχίζω την άσκοπη περιπλάνησή μου μέχρι το τέρμα της διαδρομής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου