Εξέγερση, εμφύλιος, εισβολή, ή περιφε-ρειακός πόλεμος δι’
αντιπροσώπων;
Στην Ευρώπη, ο «αιώνας των επα-ναστάσεων», σύμφωνα με τον
Βρετανό ιστορικό Έρικ Χομπσμπάουμ, ξεκίνησε το 1917 με το τέλος του τσαρικού
καθεστώτος στη Ρωσία και τη νίκη των Μπολσεβίκων. Τελείωσε δε, το 1989, όταν τα
καθεστώτα που συγκρότησαν το ανατολικό μπλοκ κατέρρεαν ένα – ένα, υπό την μορφή
του ντόμινο. Οι θυελλώδεις αλλαγές που συντελέστηκαν δεν άφησαν το αποτύπωμά
τους μόνο στις ιδεολογικές και τις πολιτικές αναζητήσεις και συντεταγμένες,
αλλά και στα σύνορα.
του Λεωνίδα Βατικιώτη
Στην Μέση Ανατολή ο 20ος αιώνας ξεκίνησε, συμβατικά επίσης,
το 1916 κι ενώ ήταν σε εξέλιξη ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος με την υπογραφή της
συμφωνίας Σάικς – Πικό, βάσει της οποίας η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία
μοίρασαν την Μέση Ανατολή. Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας....
στη Γαλλία «αναλογούσε» ο Λίβανος κι η παραλιακή ζώνη της Συρίας με την ηπειρωτική περιοχή φυσικά που εκτεινόταν στο εσωτερικό. Στην Αγγλία, μεταξύ άλλων, αναλογούσε το Ιράκ και η Παλαιστίνη. Από την λεία δεν μπορούσε να μείνει έξω η Ρωσία, τουλάχιστον στα σχέδια. Γιατί η είσοδος του «νέου αιώνα» έναν χρόνο αργότερα στην Ευρώπη, δεν είχε ως αποτέλεσμα μόνο να αποσυρθεί η Μόσχα από το μοίρασμα του τότε κόσμου αλλά και να αποκαλυφθεί η συγκεκριμένη συμφωνία, που προφανώς γινόταν ερήμην των λαών. Το «τέλος» του 20ου αιώνα στην Μέση Ανατολή, προς απογοήτευση των αισιόδοξων της ιστορίας, έχει ως πρωταγωνιστές πάλι τις ίδιες δυνάμεις: Την Αγγλία και τη Γαλλία που πρωταγωνίστησαν στις πυρετώδεις διαβουλεύσεις που διεξήχθησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον Μάιο, με επίκεντρο το εμπάργκο όπλων στους αντικαθεστωτικούς αντάρτες της Συρίας.
στη Γαλλία «αναλογούσε» ο Λίβανος κι η παραλιακή ζώνη της Συρίας με την ηπειρωτική περιοχή φυσικά που εκτεινόταν στο εσωτερικό. Στην Αγγλία, μεταξύ άλλων, αναλογούσε το Ιράκ και η Παλαιστίνη. Από την λεία δεν μπορούσε να μείνει έξω η Ρωσία, τουλάχιστον στα σχέδια. Γιατί η είσοδος του «νέου αιώνα» έναν χρόνο αργότερα στην Ευρώπη, δεν είχε ως αποτέλεσμα μόνο να αποσυρθεί η Μόσχα από το μοίρασμα του τότε κόσμου αλλά και να αποκαλυφθεί η συγκεκριμένη συμφωνία, που προφανώς γινόταν ερήμην των λαών. Το «τέλος» του 20ου αιώνα στην Μέση Ανατολή, προς απογοήτευση των αισιόδοξων της ιστορίας, έχει ως πρωταγωνιστές πάλι τις ίδιες δυνάμεις: Την Αγγλία και τη Γαλλία που πρωταγωνίστησαν στις πυρετώδεις διαβουλεύσεις που διεξήχθησαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον Μάιο, με επίκεντρο το εμπάργκο όπλων στους αντικαθεστωτικούς αντάρτες της Συρίας.
Η θέση του Φρανσουά Ολάντ και του Ντέιβιντ Κάμερον ήταν
κατηγορηματική: Να αρθεί το εμπάργκο και να μπορούν στο εξής με κάθε νόμιμο
τρόπο να εξοπλίζουν τους αντάρτες στο εσωτερικό της Συρίας. Οι σοβαρές
αντιδράσεις που σημειώθηκαν (από την Αυστρία μεταξύ άλλων χωρών, με το
επιχείρημα ότι έτσι θα κλιμακωθεί η σύγκρουση) παρακάμφθηκαν από τις
παραδοσιακές αποικιακές δυνάμεις της Ευρώπης με το επιχείρημα ότι ακόμη κι αν
δεν εξασφάλιζαν την τροποποίηση της υπάρχουσας απαγόρευσης, θα έθεταν βέτο στη
συνέχιση του εμπάργκο κι έτσι κάλλιστα θα άνοιγε ο δρόμος για την μεταφορά
οπλισμού στις στρατιωτικές δυνάμεις που μάχονταν το καθεστώς του Άσαντ. Το
αποτέλεσμα ήταν να αρθεί το ευρωπαϊκό εμπάργκο όπλων προς τους Σύρους αντάρτες
και πολύ σύντομα, στις 13 Ιουνίου, να ακολουθήσουν κι οι ΗΠΑ τους Ευρωπαίους
επικαλούμενες την χρήση χημικών όπλων από το καθεστώς του Άσαντ εναντίον
αθώων πολιτών. Πρόκειται για μια κατηγορία που ουδέποτε αποδείχθηκε κι αποτελεί
πρόκληση αν σκεφτούμε ότι δέκα χρόνια μετά την καταστροφική εισβολή στο Ιράκ η
Ουάσινγκτον καλύπτει πίσω από τις ίδιες δικαιολογίες την επεκτατική,
παρεμβατική της πολιτική. Τώρα μάλιστα ο Ομπάμα, που φαίνεται να ακολουθεί τα
ίχνη του Μπους, δεν έχει καν μαζί του την αμερικάνικη κοινή γνώμη που (με μια
πλειοψηφία 6 στους 10 στο πλαίσιο δημοσκόπησης των New York Times / CBS News
που δημοσιεύτηκε στις 6 Ιουνίου) τάχθηκε ενάντια στο ενδεχόμενο ανάληψης από τη
χώρα τους ηγετικού ρόλου μεταξύ άλλων κρατών στην επίλυση συγκρούσεων.
Στο εσωτερικό της ΕΕ, η αντιπαράθεση με πρωταγωνιστές την
Γαλλία και την Αγγλία, ήρθε να οξύνει τα ερωτήματα που εγείρονται για τον
χαρακτήρα της ένοπλης αντιπαράθεσης και της συνεχιζόμενης αιματοχυσίας στην
Συρία, που την τελευταία διετία έχει προκαλέσει περισσότερους από 93.000
νεκρούς, ενώ έχει οδηγήσει στον ξεριζωμό περισσότερους από 1,5 εκ. Σύρους, σε
ένα πληθυσμό 22,5 εκ. Το ερώτημα συγκεκριμένα σχετίζεται με το χαρακτήρα της
σύγκρουσης, τουλάχιστον μέχρι τώρα: Πρόκειται για μια λαϊκή εξέγερση συνέχεια
της αραβικής Άνοιξης που στις απαρχές της ταρακούνησε τις φιλο-αμερικανικές
αραβικές κυβερνήσεις κι η οποία στρέφεται ενάντια σε ένα τυραννικό καθεστώς;
Είναι ένας εμφύλιος πόλεμος μεταξύ διαφορετικών θρησκευτικών ομάδων που σε
γενικές γραμμές έχει τη σουνίτικη καταπιεσμένη πλειοψηφία στην οποία ανήκουν τα
τρία τέταρτα του πληθυσμού να στρέφεται εναντίον των Αλεβιτών, απ’ όπου
προέρχεται κι η οικογένεια Άσαντ, οι οποίοι αποτελούν παρακλάδι των Σιιτών; Ή,
εν τέλει η Συρία έχει μετατραπεί σε ένα πεδίο μαχών όπου ξένες δυνάμεις
επιχειρούν να επιβεβαιώσουν την γεωπολιτική και οικονομική επιρροή τους;
Αραβική Άνοιξη
Το έναυσμα για την αμφισβήτηση του καθεστώτος του Άσαντ
δόθηκε από την αραβική Άνοιξη, που ξεκίνησε από τις χώρες του Μαγκρέμπ και
συγκεκριμένα την Τυνησία, όταν μέσα στην απόγνωσή του αυτοπυρπολήθηκε ένας
πτυχιούχος πλανόδιος μικροπωλητής, για να επεκταθεί γρήγορα στην Μέση Ανατολή.
Επί έναν σχεδόν χρόνο μαζικές ειρηνικές διαδηλώσεις χιλιάδων Σύρων πολιτών,
όπου η επί δεκαετίες υπό διωγμό και απαγορευμένη Αριστερά διαδραμάτιζε ένα σημαντικό
ρόλο, αντιμετωπίζονταν από το καθεστώς του Άσαντ με μια απίστευτη σκληρότητα,
ακόμη και με τανκς, προκαλώντας τον θάνατο χιλιάδων πολιτών. Τα αιτήματα των
διαδηλωτών, ειδικά όσο πέρναγε ο καιρός και κάθε διαδήλωση συνοδευόταν από
δολοφονίες, μαζικές συλλήψεις και φρικτά βασανιστήρια στρέφονταν κυρίως κατά
της απολυταρχίας κι ως κυρίαρχο είχαν να καταργηθεί το καθεστώς έκτακτης
ανάγκης που ισχύει εδώ και 48 ολόκληρα χρόνια, επιτρέποντας στο καθεστώς να
έχει αναστείλει την ισχύ θεμελιωδών δημοκρατικών ελευθεριών.
Αυτή η «καθαρή» μορφή σύγκρουσης (αν μπορεί να υπάρχει στην
πολιτική κάτι τέτοιο…) άρχισε να θολώνει από την εποχή που η αντίσταση στο
εσωτερικό της Συρίας έπαψε να είναι ειρηνική και παθητική και άρχισε να
εξοπλίζεται, σημειώνοντας μάλιστα μέχρι και τον Μάιο μια σταθερή προέλαση. Ο
ένοπλος χαρακτήρας της αντίστασης στη Συρία, άλλαξε άρδην τις ισορροπίες στο
εσωτερικό της, καθώς η ανάγκη εξοπλισμού της επέτρεψε σε όλες τις περιφερειακές
και παγκόσμιες δυνάμεις να επιδοθούν σε μια κούρσα με επίδικο πίσω από τον
εξοπλισμό των ανταρτών την διεύρυνση της δικής τους επιρροής.
Η δύναμη που ξεχώρισε ήταν το Κατάρ, ενδεχομένως γιατί ήταν
κι η παρθενική του εμφάνιση σε ένα τέτοιο ρόλο, που μέχρι τώρα είχαμε συνηθίσει
να τον διεκδικούν υπερδυνάμεις όπως Ρωσία, ΗΠΑ, κλπ. Η αλήθεια είναι πως δεν
ήταν η πρώτη φορά που το μικροσκοπικό αυτό κρατίδιο του Κόλπου παρενέβη
δραστήρια στον αραβικό κόσμο, επιχειρώντας να μεταπλάσει την τεράστια
οικονομική ισχύ που του παρέχει η τρίτη θέση στην λίστα των χωρών του κόσμου με
τα μεγαλύτερα κοιτάσματα αερίου σε διπλωματική επιρροή. Είχε υποστηρίξει
εμφανώς για παράδειγμα και τους Αδελφούς Μουσουλμάνους της Αιγύπτου και το
ισλαμικό κόμμα Αλ Νάχντα της Τυνησίας. Ωστόσο η περίπτωση της Συρίας ξεχωρίζει
γιατί η παρέμβασή του ξεπέρασε αυτήν πολλών άλλων, μεγάλων χωρών. Ήταν τέτοιος
ο ζήλος τον οποίο επέδειξε η πετρομοναρχία του Κατάρ για να αναδείξει την
αντιπολίτευση σε διεθνές επίπεδο ώστε της άνοιξε ακόμη και πρεσβεία στα
περίχωρα της Ντόχας. Μπορεί να μην έχουν την δυνατότητα να ανανεώνουν
διαβατήρια ή να εξυπηρετούν στοιχειωδώς τους Σύρους του Κατάρ, παρόλα αυτά
πρεσβεία διαθέτουν μετά μάλιστα από έναν μαραθώνιο πιέσεων στην Αραβική Ένωση
(που απαρτίζεται από 22 μέλη) με στόχο να δώσει έδρα στην συριακή
αντιπολίτευση. Στην ίδια την Συρία, με βάση δημοσιεύματα ευρωπαϊκών εφημερίδων,
το Κατάρ έχει χρηματοδοτήσει τις αντάρτικες ομάδες με ποσά που αγγίζουν ακόμη
και τα 3 δισ. δολάρια. Ο ηγέτης του Κατάρ 61χρονος σεΐχης Χαμάντ, που βρίσκεται
στην εξουσία από το 1995 κι αφού πρώτα εκθρόνισε τον πατέρα του χρηματοδοτούσε
με 50.000 δολάρια τον μήνα για ένα χρόνο κάθε λιποτάκτη του συριακού στρατού,
με βάση πρωτοσέλιδο δημοσίευμα των Financial Times στις 17 Μαΐου, ενώ ο μισθός
που έδωσε στους αντάρτες του Αλέπο τον Σεπτέμβριο του 2012 ήταν 150 ευρώ. Το
Κατάρ επίσης, αναγνωρίστηκε κι ως ο πρωταγωνιστής στις αποστολές πολεμοφοδίων,
σύμφωνα με το Διεθνές Ινστιτούτο Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης που
ανακοίνωσε ότι μόνο μεταξύ Απριλίου και Μαρτίου 2012 έχει στείλει περισσότερες
από 70 πτήσεις με πολεμικό υλικό, που έφθαναν στους αντάρτες μέσω της
γειτονικής Τουρκίας.
Η τόσο τυπικά αραβική «πλημμυρίδα» υποστήριξης τμημάτων των
ανταρτών από τα σουνίτικα καθεστώτα της Αραβίας ήταν που ενεργοποίησε τους
συναγερμούς στην Δυτική Ευρώπη, εντείνοντας την ανησυχία μήπως οι δικές τους
προσβάσεις στο πλαίσιο των ανταρτών τελικά περιθωριοποιηθούν. «Η βρετανική και
γαλλική κίνηση δικαιολογείται για έναν ακόμη λόγο» έγραφαν σε εντιτόριαλ τους
οι Financial Times στις 27 Μαΐου, σχολιάζοντας την πρότασή τους για κατάργηση
του ευρωπαϊκού εμπάργκο στην αποστολή οπλισμού προς την συριακή αντιπολίτευση:
«Θα ενδυναμώσει τους συντηρητικούς αντάρτες που μάχονται το καθεστώς του Άσαντ,
στους οποίους ηγείται ο στρατηγός Σελίμ Ιντρίς, επικεφαλής του Ελεύθερου Συριακού
Στρατού. Για μια χρονική περίοδο, μεγάλο μέρος του οπλισμού από το Κατάρ και
την Σαουδική Αραβία κατευθύνθηκε στα χέρια στρατιωτικών μονάδων στη Συρία, που
περιλαμβάνουν τζιχαντιστές, χωρίς ο στρατηγός Ιντρίς να έχει έλεγχο για το
ποιός παραλαμβάνει τι. Μια προμήθεια όπλων απ’ ευθείας στον ίδιο από την Γαλλία
και την Αγγλία μπορεί να ενδυναμώσει τη θέση του εντός της αντιπολίτευσης».
Επομένως τα βρετανικά και γαλλικά όπλα στρέφονται κατά πρώτο λόγο εναντίον των
Σαουδαράβων και Καταριανών και δευτερευόντως εναντίον του Άσαντ.
Διπλωματικές παρεμβάσεις στην αντιπολίτευση
Η προσπάθεια των Δυτικών να παρέμβουν στο πλαίσιο των
ανταρτών δεν εξαντλήθηκε στον ανταγωνισμό με το Κατάρ για το ποιός θα προσφέρει
περισσότερα όπλα. Εξ ίσου εργώδη προσπάθεια κατέβαλαν οι Δυτικοί προκειμένου να
αλλάξουν, προς όφελος τους και σε βάρος των ισλαμικών οργανώσεων και των αράβων
φονταμενταλιστών, και τους πολιτικούς συσχετισμούς, στο πλαίσιο της Συριακής
Εθνικής Συμμαχίας, που συγκεντρώνει στους κόλπους της όλες τις πτέρυγες των
πολέμιων του καθεστώτος του Άσαντ: Από ακραίους ισλαμιστές μέχρι την μαρξιστική
Αριστερά. Η αντιπαράθεση για τον πολιτικό έλεγχο του κογκρέσου της
αντιπολίτευσης κορυφώθηκε στην Κωνσταντινούπολη τις τελευταίες μέρες του Μαΐου,
όταν οι δυτικοί με την βοήθεια του πάντα πιστού Ριάντ επιχείρησαν να
περιθωριοποιήσουν τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, που έχουν επί της ουσίας τον
πολιτικό έλεγχο του σώματος. Έγραφε χαρακτηριστικά ο βρετανικός Economist την
1η Ιουνίου 2013, μεταφέροντας πολύ παραστατικά τον διπλωματικό πόλεμο που ήταν
σε εξέλιξη: «Αγγλία, Γαλλία, Σαουδική Αραβία και Αμερική οι κύριοι υποστηρικτές
της συμμαχίας που αποτελείται από 63 μέλη είχαν ζητήσει να διευρυνθεί, καθώς
ηγεμονευόταν από το μπλοκ των Αδελφών Μουσουλμάνων και μια στενή τους συμμαχική
δύναμη της οποίας ηγείται ένας επιχειρηματίας, ο Μουσταφά Σαμπάγκ, που
αμφότεροι υποστηρίζονται από το Κατάρ. Αλλά μια πρόταση να δοθούν 20 επιπλέον
θέσεις σε ένα φιλελεύθερο μπλοκ του οποίου ηγείται ο Μισέλ Κίλο, ένας βετεράνος
διαφωνών χριστιανός κατέληξε σε σύγκρουση και τελικά επήλθε συμφωνία μόνο για 8
θέσεις. Δυτικοί διπλωμάτες υποστήριζαν ότι η διεύρυνση θα χάριζε στην συμμαχία
περισσότερη αξιοπιστία». Με το τελευταίο προφανώς δεν εννοείται τίποτε άλλο
παρά το χρίσμα της Δύσης. Αυτό δηλαδή που οι δυτικοί διπλωμάτες εννοούσαν ήταν
πως χωρίς την διεύρυνση, που θα περιορίσει την επιρροή των Αδελφών Μουσουλμάνων
…μην περιμένετε την υποστήριξη της Δύσης.
Αντικείμενο, τυπικά, της συνόδου που διοργανώθηκε στην
Κωνσταντινούπολη ήταν η αντιπροσώπευση της Συμμαχίας στη σύνοδο υψηλού επιπέδου
που προετοιμαζόταν να διεξαχθεί στην Γενεύη. Ειδικότερα αυτό που έπρεπε να
αποφασιστεί ήταν κατά πόσο θα παραστεί η αντιπολίτευση στη σύνοδο της Γενεύης
από τη στιγμή που έγινε σαφές ότι εκεί θα ήταν και η κυβέρνηση του Άσαντ. Προς
διάψευση ελπίδων και σχεδίων ότι αντικείμενο της συνόδου θα ήταν η επόμενη μέρα
του καθεστώτος του Άσαντ, αυτό που γινόταν σαφές όσο πλησίαζαν οι μέρες ήταν
πως η επόμενη μέρα θα περιλαμβάνει τον Άσαντ, που ανατρέποντας όλα τα προγνωστικά
επιβεβαίωσε την θέση του σε αυτή την μικρογραφία παγκόσμιου πολέμου που
διεξάγεται στην Συρία, με απρόβλεπτο ως προς το παρόν τέλος. Η «μεγάλη
επιστροφή» του Άσαντ, που είχε ως αποτέλεσμα να ακυρωθεί τελικά η
προγραμματισμένη σύνοδος από τη στιγμή που η σπαρασσόμενη αντιπολίτευση
αρνήθηκε να πάρει μέρος αντιδρώντας έτσι στην παρουσία της κυβέρνησης του
Άσαντ, ήταν αποτέλεσμα τριών κυρίως εξελίξεων.
Παρέμβαση της Μόσχας
Αρχικά της αθρόας υποστήριξης που παρείχε στην Δαμασκό η
Μόσχα, μέσω της αποστολής σύγχρονων αντι-αεροπορικών πυραυλικών συστημάτων
S-300. Η Ρωσία, παρακάμπτοντας τις ηχηρές διαφωνίες Δυτικοευρωπαίων, Αμερικάνων
και Ισραηλινών δεν όπλισε μόνο τον συριακό στρατό με ένα αποτελεσματικότατο
όπλο, που δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί αποκλειστικά και μόνο αμυντικό.
Έδειξε ταυτόχρονα την αποφασιστικότητά της να απλώσει μια ομπρέλα προστασίας
πάνω από το συριακό καθεστώς, όπως επιβεβαίωσαν στη συνέχεια κι οι συζητήσεις
για την πώληση τουλάχιστον 10 μαχητικών αεροσκαφών MiG-29 M/M2, με απώτερο στόχο
να μη χάσει το πιο φιλικό της καθεστώς στη Μέση Ανατολή, που μεταξύ άλλων της
παρέχει και την ναυτική βάση στο λιμάνι της Ταρσούς που είναι κι η τελευταία
βάση που έχει απομείνει στη Ρωσία, εκτός των εδαφών της πάλαι ποτέ Σοβιετικής
Ένωσης.
Ένας δεύτερος παράγοντας που λειτούργησε καθοριστικά (και
τίποτε παραπάνω) ώστε η ζυγαριά να γείρει υπέρ της Δαμασκού στην μάχη με τους
αντάρτες τον Ιούνιο του 2013 ήταν η ενεργός εμπλοκή της λιβανέζικης
αντιστασιακής οργάνωσης Χεζμπολάχ, στο πλευρό του κυβερνητικού στρατού της
Συρίας. Η σκληρή μάχη που έδωσε σώμα με σώμα στην πόλη Κουσαΐρ, μόλις λίγα
χιλιόμετρα βόρεια από τα λιβανέζικα σύνορα αποδείχθηκε στρατηγικής σημασίας όχι
μόνο γιατί οδήγησε για πρώτη φορά τους αντάρτες σε μια σημαντική ήττα, που
αποτέλεσε σημείο καμπής του πολέμου, αλλά επίσης επειδή ακύρωσε ένα σχέδιο
διαμελισμού της Συρίας, ενώ ακόμη έκοψε και τις γραμμές εφοδιασμού τους. Η
Χεζμπολάχ, που οδήγησε σε ατιμωτική ήττα τον ισραηλινό στρατό στον Λίβανο κατά
τη διάρκεια του πολέμου των 33 ημερών το καλοκαίρι του 2006, τώρα πιστώνεται κι
άλλη μια νίκη στο πλευρό του συριακού στρατού, που είχε ωστόσο ένα τεράστιο
κόστος σε τρία μέτωπα. Χάνοντας δεκάδες άνδρες που σκοτώθηκαν στη Συρία,
διακινδυνεύοντας ένα νέο εμφύλιο πόλεμο στον Λίβανο (όπως φάνηκε από τις
περιορισμένες ανταλλαγές πυρών και τη ρίψη οβίδων στις νότιες γειτονιές της
Βηρυτού που είναι το άνδρο της) και, τέλος, το κόστος που κατέλαβε αναφέρεται
και στη ρήξη που επήλθε στους δεσμούς της με τον αραβικό ριζοσπαστισμό, από τη
στιγμή που στρατεύτηκε δίπλα από το τυραννικό καθεστώς του Άσαντ. Παρόλα αυτά,
η επιλογή της Χεζμπολάχ ήταν η καλύτερη δυνατή. Η παρέμβασή της στο πλευρό του
Άσαντ απέτρεψε, ως προς το παρόν, το Ισραήλ από το να καταγράψει μια κρίσιμη
νίκη. Οι αιτίες δε γι’ αυτή την συμπόρευση δευτερευόντως (κι εάν…) πρέπει να
αναζητηθούν στους θρησκευτικούς δεσμούς που συνδέουν την σιιτική οργάνωση
Χεζμπολάχ με το καθεστώς του Άσαντ. Καθαρά πολιτικοί ήταν οι λόγοι που οδήγησαν
την αντίσταση του Λιβάνου να γίνει η αιχμή του δόρατος του Άσαντ,
διασφαλίζοντας έτσι την δική της επιβίωση.
Ο κλοιός γύρω από την Χεζμπολάχ άρχισε να σφίγγει από τον
Μάιο με αφορμή μια (ακόμη) πρόταση που κατατέθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση από την
Αγγλία για να ενταχθεί στην λίστα με τις τρομοκρατικές οργανώσεις, όπως
συμβαίνει στις ΗΠΑ. Ως αφορμή γι’ αυτό το αίτημα χρησιμοποιήθηκε η αιματηρή
τρομοκρατική επίθεση που σημειώθηκε στην Βάρνα της Βουλγαρίας τον Ιούλιο του
2012 εναντίον Εβραίων τουριστών. Η εμπλοκή της Χεζμπολάχ ουδέποτε αποδείχθηκε.
Επίσης, η νέα κυβέρνηση της Βουλγαρίας που αποτελείται από σοσιαλιστές,
διαφοροποιήθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο από την προσπάθεια της προηγούμενης
δεξιάς κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον πρώην μπράβο σε νυχτερινά μαγαζιά Μπόικο
Μπορίσοφ να ενοχοποιήσει την λιβανέζικη αντιστασιακή οργάνωση. «Η Βουλγαρία
δήλωσε την Τετάρτη ότι διέθετε μόνο μια ένδειξη πως η λιβανέζικη στρατιωτική
οργάνωση Χεζμπολάχ μπορεί να βρισκόταν πίσω από την θανατηφόρα έκρηξη βόμβας
τον προηγούμενο Ιούλιο κι ότι αυτό από μόνο του δεν δικαιολογούσε οποιαδήποτε απόφαση
της ΕΕ να την εντάξει στην λίστα με τις τρομοκρατικές οργανώσεις» ανέφερε η
International Herald Tribune στις 6 Ιουνίου. Συνέχιζε δε υπογραμμίζοντας τις
αποστάσεις της τωρινής κυβέρνησης με την προηγούμενη, που ήταν τυφλό όργανο των
Αμερικανών, όπως είχε φανεί κι από την απόφαση του Μπορίσοφ να τινάξει στον
αέρα τα σχέδια των Ρώσων για τους αγωγούς: «Η νέα κυβέρνηση των σοσιαλιστών
έκανε πίσω από τις κατηγορίες που είχε διατυπώσει η προηγούμενη κεντροδεξιά
κυβέρνηση ότι η Χεζμπολάχ διεξήγαγε την επίθεση που προκάλεσε τον θάνατο πέντε
Ισραηλινών και του βούλγαρου οδηγού τους». Η πίεση της Αγγλίας αντιμετωπίστηκε
με σκεπτικισμό λόγω πολύ πιθανά του ντόμινο που θα ξεκίναγε στον ίδιο τον
πολύπαθο Λίβανο, όπου η Χεζμπολάχ συγκεντρώνει ένα διόλου ευκαταφρόνητο
εκλογικό ποσοστό και συμμετέχει στην κυβέρνηση. Θέτοντας εκτός νόμου η ΕΕ την
οργάνωση θα είναι θέμα χρόνου η πτώση της κυβέρνησης και η επανεμφάνιση των
οικείων κακών στη χώρα των κέδρων, δηλαδή ενός νέου εμφύλιου πολέμου.
Την σοβαρότερη και πιο άμεση απειλή ωστόσο για την Χεζμπολάχ
(και πλήθος μαχητικών παλαιστινιακών οργανώσεων όπως η Χαμάς που χρησιμοποιούν
την Δαμασκό ως έδρα τους) αντιπροσωπεύει η πτώση του καθεστώτος του Άσαντ στη
Συρία. Σε συγκερασμό δε με ένα παραπάνω από βέβαιο ενδεχόμενο κυριαρχίας στην
μετα-Άσαντ εποχή οργανώσεων και κέντρων φιλικών προς την Δύση και το Ισραήλ,
τότε οι δυνάμεις της αντίστασης θα βρίσκονταν σε ένα κλοιό θανάτου. Κι αυτός ο
κίνδυνος δεν είναι καθόλου θεωρητικός. Στην Λιβύη για παράδειγμα, όπου η άγρια
δολοφονία του Αμερικάνου πρέσβη τον Σεπτέμβρη του 2012 έφερε στην επιφάνεια μια
κατάσταση διόλου αρεστή στους Αμερικάνους που έχει επιβληθεί μετά την δολοφονία
του Καντάφι, παρόλα αυτά η εκπαίδευση της αστυνομίας περνάει στο ΝΑΤΟ. Οι Αμερικάνοι
δηλαδή έχουν το «προνόμιο» να παρεμβαίνουν όταν κι όποτε αποφασίζουν, ακόμη και
σε μια χώρα όπου το δικό τους σχέδιο για την επόμενη μέρα τινάχτηκε στον αέρα.
«Προνόμιο» που προφανώς δεν διέθεταν επί Καντάφι…
Στη Συρία ωστόσο δεν απολαμβάνουν αυτή τη δυνατότητα παρότι
το καθεστώς του Άσαντ δεν ήταν εχθρικό απέναντι στις ΗΠΑ, όπως πχ το Ιράν. Μετά
την 11η Σεπτεμβρίου 2001 συνεργάστηκε αρμονικά με τους Αμερικανούς και δεν
αρνήθηκε να παραδώσει παλαιστίνιους καταζητούμενους. Παρόλα αυτά τόσο οι ΗΠΑ όσο
κι ο μόνιμος ταραχοποιός της Μέσης Ανατολής, το Ισραήλ, που έχει τις υψηλότερες
κατά κεφαλήν πολεμικές δαπάνες στον δυτικό κόσμο, ποτέ δεν συνεργάστηκαν πλήρως
με το καθεστώς του Άσαντ. Γι’ αυτό τον λόγο αντιμετώπισαν την ένοπλη εξέγερση
που ξεκίνησε στον απόηχο της αραβικής άνοιξης σαν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για
να παρέμβουν στην κατεύθυνση επιβολής μιας φιλικής τους κυβέρνησης πρακτόρων
και συνεργατών. Ή, εναλλακτικά, να διασπάσουν την Συρία, όπως έκαναν με την
Γιουγκοσλαβία και το Ιράκ. Εκεί αποσκοπούσαν για παράδειγμα οι βομβαρδισμοί του
Ισραήλ στα περίχωρα της συριακής πρωτεύουσας στις 6 Μαΐου, χωρίς μάλιστα να
είναι κι η πρώτη φορά.
Χέρι βοήθειας από την Χεζμπολάχ
Στη βάση όλων αυτών των εξελίξεων, δεν υπήρχε κανένα χρονικό
περιθώριο για την Χεζμπολάχ αν ήθελε να μην βρεθεί μπροστά σε τετελεσμένα που
ως κοινό γνώρισμα θα είχαν μια εκ βάθρων ανατροπή των συσχετισμών στην Μέση
Ανατολή. Γι’ αυτό κι αποφάσισε να πολεμήσει στην πόλη Κουσαΐρ. Δεν ήταν όμως η
Χεζμπολάχ που ανέτρεψε την ισορροπία δυνάμεων εις βάρος των ανταρτών.
Η κλεψύδρα είχε γυρίσει ανάποδα από τη στιγμή που η σπίθα
της αραβικής άνοιξης έσβησε ή καλύτερα συνετρίβη στις μυλόπετρες των
γεωπολιτικών αντιθέσεων. Όταν συγκεκριμένα το κύμα της οργής ενάντια στον Άσαντ
έχασε την αρχική δυναμική και την αυτοτέλειά του και κηδεμονεύτηκε από τις
πετρομοναρχίες που προφανώς μες στην ανιδιοτέλειά τους θεωρούν το αγαθό της
δημοκρατίας τόσο πολύτιμο ώστε προτιμούν να το χαρίζουν στους άλλους, στα
γειτονικά κράτη, παρά στους λαούς τους… Κι αυτός είναι ο τρίτος παράγοντας που
επέβαλε την αναπάντεχη επιστροφή του Άσαντ, όταν όλοι τον θεωρούσαν πολιτικά
νεκρό. Ένα αντάρτικο που υποστηρίζεται από την ισραηλινή αεροπορία και τα
αμέτρητα πετροδολάρια διεφθαρμένων και γραφικών σεΐχηδων που το μοναδικό όραμα
το οποίο έχει να προσφέρει είναι σκηνές κανιβαλισμού και ατελείωτη θρησκευτική
βία, όπως αυτή που μαίνεται στο γειτονικό Ιράκ μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών, τι
κοινωνική αποδοχή να συναντήσει και ποια διεθνή ερείσματα να βρει στους λαούς
άλλων χωρών;
Εν κατακλείδει ο πόλεμος στην Συρία, σε διαφορετικές
χρονικές στιγμές ήταν και συνέχεια της αραβικής άνοιξης και εμφύλιος και
εισβολή ξένων δυνάμεων και ένας περιφερειακός πόλεμος δι’ αντιπροσώπων. Η τύχη
του δε κρίθηκε από τη στιγμή που η σκυτάλη έφυγε από τα χέρια των πρωταγωνιστών
της αραβικής Άνοιξης για να καταλήξει, μετά από πολλά, σε οργανώσεις
χρηματοδοτούμενες από τα πιο σκοταδιστικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής και τον
ιμπεριαλισμό. Η επαπειλούμενη σοβαρή εμπλοκή των ΗΠΑ, που δεν μπόρεσαν να αντέξουν
τη νίκη της Χεζμπολάχ, με μια μορφή ανάμειξης άγνωστη όσο γράφονται αυτές οι
γραμμές (παραμένοντας δηλαδή ανοιχτό αν θα προκρίνουν την ανακήρυξη ζωνών
απαγόρευσης πτήσεων ή μόνο την εκπαίδευση από την CIA και τον εξοπλισμό των
ανταρτών) θα σημάνει απότομη κλιμάκωση του πολέμου και νέα ποτάμια αίματος. Στο
στρατόπεδο δε των αντιπάλων του Άσαντ, ισοδυναμεί με την οριστική και
αμετάκλητη ηγεμονία των πιο επιθετικών κύκλων που εκφράζουν τα συμφέροντα της
Νέας Τάξης Πραγμάτων.
από το περιοδικό «NEXUS»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου