Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Οι εργάτες της ΕΕ δεν έχουν συμφέρον να σωθεί το Ευρώ



του Κ.Λαπαβίτσα

Ο γνωστός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου Κ. Λαπαβίτσας έδωσε συνέντευξη στο Γερμανικό περιοδικό"Μarx21" και περιγράφει το σημερινό πλαίσιο λειτουργίας της ΕΕ των τραπεζιτών, την αναγκαιότητα της Αριστεράς να απαντήσει ξεκάθαρα και με πολιτικό πρόταγμα την έξοδο της χώρας μας από το ευρώ και την ευρωζώνη και την επιτακτική ανάγκη να οικοδομηθεί στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες ένα πολιτικό σύστημα με εργατικό έλεγχο και αλληλεγγύη των χωρών μεταξύ τους.

Ολόκληρη η συνέντευξη:

Πρώτα απ’όλα η κρυστάλλινη σφαίρα: Θα εξακολουθούμε να πληρώνουμε με ευρώ το 2015;

Ορισμένες χώρες θα πληρώνουν ακόμα με ευρώ, το 2015, αλλά είναι εξαιρετικά απίθανο όλα τα σημερινά μέλη της ευρωζώνης να συνεχίσoυν να το χρησιμοποιούν . Το ευρώ στην τρέχουσα μορφή... του δεν είναι βιώσιμο και δεν θα επιβιώσει. Οι πιέσεις κατάρρευσης είναι εμφανείς – ακόμα και τώρα που μιλάμε η ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων είναι σε αναταραχή, επειδή οι ιδιώτες επενδυτές κινούνται προς τα γερμανικά ομόλογα, πουλώντας άλλα ομόλογα λόγω του φόβου της πτώχευσης. Κατά συνέπεια, αυξάνονται τα επιτόκια και διαταράσσεται ο κρατικός δανεισμός, καθώς και η ομαλή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Εάν αυτή η διαδικασία ενταθεί, το ευρώ θα καταρρεύσει σε λίγες εβδομάδες.

Η Μέρκελ κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην τραπεζική κρίση , που προκλήθηκε από ανεύθυνους τραπεζίτες οι οποίοι άφησαν ανεξέλεγκτη την κερδοσκοπία, και την κρίση χρέους που προκλήθηκε από ανεύθυνες (μεσογειακές) κυβερνήσεις που άφησαν ανεξέλεγκτα τα χρέη. Είναι ορθή αυτή η διάκριση;

Όχι, έχουμε να κάνουμε με μία, ενιαία κρίση. Ξεκίνησε το 2007 στις ΗΠΑ ως κρίση στην αγορά ακινήτων που προκλήθηκε από την κερδοσκοπία των τραπεζών και άλλων χρηματιστών. Οι Γερμανοί τραπεζίτες συμμετείχαν επίσης σε μεγάλο βαθμό σε αυτή τη διαδικασία, αγοράζοντας χαρτιά ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου των ΗΠΑ. Όταν η φούσκα έσκασε, προέκυψε τραπεζική κρίση η οποία οδήγησε σε παγκόσμια ύφεση. Η ύφεση οδήγησε σε άνευ προηγουμένου κρατική παρέμβαση για τη διάσωση των τραπεζών και τη στήριξη της ζήτησης.
Το υψηλό δημόσιο χρέος σε πολλές χώρες στην Ευρώπη είναι άμεση συνέπεια της κρατικής παρέμβασης το 2008-2009, καθώς οι οικονομίες πέρασαν σε ύφεση. Δεν οφείλεται σε σπάταλες διαχειριστικές πρακτικές των κυβερνήσεων. Τη στιγμή αυτή είναι οι τράπεζες που βρίσκονται και πάλι σε κίνδυνο, ιδιαίτερα οι ευρωπαϊκές, επειδή κατέχουν μεγάλο όγκο δημόσιου χρέους. Δηλαδή, η κρίση του 2007-2008 δεν επιλύθηκε ποτέ πλήρως, ούτε στην Ευρώπη, ούτε αλλού. Καθώς τα ευρωπαϊκά κράτη αντιμετωπίζουν προβλήματα στον δημοσιονομικό τομέα, η κύρια απειλή είναι και πάλι για τις τράπεζες. Η κρίση τείνει να διαγράψει κύκλο επιστρέφοντας στις τράπεζες.

Αυτό λέτε εσείς. Ακούστε, όμως, μια άλλη αφήγηση: Οι Γερμανοί πέρασαν δύσκολες εποχές ιδιωτικοποιήσεων, λιτότητας και περιορισμού των μισθών και με πολύ κόπο έβαλαν σε τάξη τα του οίκου τους. Εν τω μεταξύ, όλοι οι άλλοι ζούσαν ζωή χαρισάμενη και τώρα φαίνεται σαν να ζητούν να πληρώσουν το λογαριασμό οι Γερμανοί. Είναι κατανοητό ότι οι Γερμανοί δεν θέλουν να πληρώσουν το λογαριασμό.

Είναι απόλυτα κατανοητό το να βλέπουν οι Γερμανοί εργαζόμενοι το ευρώ με καχυποψία. Να είναι απρόθυμοι να δεσμεύσουν δημόσιο χρήμα, δηλαδή χρήματα από άμεσους και έμμεσους φόρους, για τη διάσωση του ευρώ, η οποία αυτή τη στιγμή σημαίνει μια ακόμη μεγάλη διάσωση των τραπεζών. Για περισσότερα από δεκαπέντε χρόνια οι Γερμανοί εργαζόμενοι έχουν ζήσει μια δύσκολη περίοδο στάσιμου εισοδήματος, απώλειας της δύναμης των συνδικάτων και γενικότερης στενότητας στους όρους διαβίωσης. Το κόστος της επανένωσης και της αναδιάρθρωσης του γερμανικού καπιταλισμού το έχουν επωμισθεί οι Γερμανοί εργάτες. Η Γερμανία ξεκίνησε με υψηλότερα επίπεδα ανταγωνιστικότητας από άλλους, αλλά έφυγε ακόμη πιό μπροστά επειδή έχει παγώσει εδώ και χρόνια το κόστος εργασίας.
Το μυστικό της γερμανικής επιτυχίας δεν είναι η μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας, η γενικευμένη αποτελεσματικότητα, ή η ιδιαίτερη καινοτομία – όλες δηλαδή οι συνήθεις γενικολογίες που ακούγονται για το γερμανικό καπιταλισμό. Πολλές χώρες στην περιφέρεια έχουν καλύτερες επιδόσεις από αυτές τις πλευρές. Η γερμανική υπεροχή έχει επιτευχθεί καθαρά λόγω της πίεσης στους εργαζόμενους και της στασιμότητας των μισθών.
Επομένως είναι κατανοητή η ενστικτώδης αντίδραση των Γερμανών εργαζομένων όταν τίθεται θέμα δέσμευσης δημόσιου χρήματος για τη διάσωση του ευρώ και, πολύ περισσότερο, των τραπεζών. Αλλά θα ήθελα να πω ότι αυτό είναι εν μέρει εσφαλμένη αντίδραση. Δεν είναι αλήθεια ότι οι εργαζόμενοι αλλού στην Ευρώπη ζούσαν ζωή χαρισάμενη κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαπέντε ετών. Η πίεση στους εργαζόμενους σε όλη την Ευρώπη υπήρξε έντονη και ο τομέας της εργασίας απώλεσε μερίδιο του εισοδήματος προς όφελος του κεφαλαίου. Άλλες άρχουσες τάξεις προσπάθησαν να ακολουθήσουν την ίδια κατεύθυνση με τους κυβερνώντες της Γερμανία, αλλά ήταν λιγότερο ανελέητες και ως εκ τούτου είχαν λιγότερη επιτυχία.
Αν οι Γερμανοί εργαζόμενοι αισθάνονται προβληματισμένοι και θυμωμένοι, θα πρέπει να κατευθύνουν το θυμό τους προς τους δικούς τους εργοδότες και την κυβέρνησή τους. Αυτοί αποτελούν την πηγή πίεσης και όχι οι Έλληνες, οι Ιταλοί και οι Ισπανοί εργαζόμενοι.

Ο Φόλκερ Κάουντερ της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης είπε ότι οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να “μάθουν γερμανικά” για να βγουν απ΄ αυτό το χάος, εννοώντας να υιοθετήσουν τη λιτότητα και τον εξαγωγικό προσανατολισμό εφ΄ όλης της ύλης. Είναι αυτή μια βιώσιμη στρατηγική για τον τερματισμό της κρίσης;

Όχι, πρόκειται για συνταγή σίγουρης καταστροφής της Ευρωζώνης. Ο λόγος για την επιτυχία της Γερμανίας είναι η πίεση στους Γερμανούς εργαζόμενους που έδωσε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους Γερμανούς εργοδότες. Χρησιμοποίησαν αυτό το πλεονέκτημα για να εξασφαλίσουν εμπορικά πλεονάσματα που προέρχονται ως επί το πλείστον από τις χώρες της Ευρωζώνης. Η Ευρωζώνη έχει καταστεί ουσιαστικά εγχώρια γερμανική αγορά. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που προσφέρει το ευρώ για τη γερμανική αστική τάξη. Αλλά αν κάποιος δημιουργεί μεγάλα πλεονάσματα, κάποιος άλλος αποκτά μεγάλα ελλείμματα: Τα ελλείμματα της ευρωπαϊκής περιφέρειας είναι αντανάκλαση των γερμανικών πλεονασμάτων. Αυτή η ανισορροπία είναι η πηγή της αστάθειας της Ευρωζώνης.
Αν η γερμανική άρχουσα τάξη διέθετε πραγματική σοφία, θα αντιμετώπιζε την ανισορροπία, προσπαθώντας να περιορίσει τα πλεονάσματα της, ίσως και μέσω της αύξησης της εγχώριας κατανάλωσης. Αντί γι΄ αυτό λέει ότι όλοι οι άλλοι πρέπει να προσπαθήσουν να παρουσιάσουν πλεόνασμα. Πρόκειται για ανοησία. Δεν μπορούν όλοι στην Ευρωζώνη να έχουν πλεονάσματα, ειδικά όταν το ευρώ έχει υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία σε σχέση με το δολάριο, πράγμα που καθιστά δύσκολο το εμπόριο εκτός Ευρωζώνης. Ο εξαναγκασμός όλων σε περικοπές μισθών και η μείωση της συνολικής ζήτησης στην Ευρωζώνη, όπως επιτάσσει σήμερα η γερμανική πολιτική, θέτει τα θεμέλια για την καταστροφή της Ευρωζώνης.

Αυτό ακούγεται παράλογο. Γιατί η γερμανική άρχουσα τάξη εφαρμόζει μια στρατηγική που καταστρέφει την Ευρωζώνη , εφόσον αντλεί μέγιστα οφέλη απ΄ αυτήν;

Το ερώτημα δυσκολεύει και πολλούς οικονομολόγους. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η γερμανική άρχουσα τάξη δεν επιθυμεί να καταστρέψει την Ευρωζώνη, δεδομένου ότι επιτυγχάνει σημαντικά κέρδη από αυτή. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι κατανοεί πλήρως τις αντιφάσεις και τις συνέπειες του τι κάνει. Η επιδίωξη του άμεσου εθνικού συμφέροντος δεν προάγει απαραιτήτως τη σταθερότητα του συστήματος συνολικά. Κατά πρώτο λόγο, καμία άρχουσα τάξη δεν θα αύξανε εθελοντικά τους μισθούς των εργαζομένων της, δεδομένου ότι θα έχανε αμέσως σε ανταγωνιστικότητα στο εξωτερικό. Κατά δεύτερο, τα πλεονάσματα αποτελούν πηγή ιεραρχικής ισχύος μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών και οι Γερμανοί καπιταλιστές δεν έχουν καμία διάθεση να τα χάσουν. Υπάρχει ένας πυρήνας μερκαντιλισμού στην καπιταλιστική σκέψη που ουδέποτε εξαλείφθηκε.
Επιμένοντας ότι όλοι πρέπει να «γίνουν Γερμανοί», η γερμανική άρχουσα τάξη παραδέχεται ότι οι χώρες με ελλείμματα πρέπει να δεχθούν μόνιμη λιτότητα ασκώντας παράλληλα διαρκή πίεση στους εργαζομένους τους. Πιθανώς ελπίζει η Γερμανία ότι αυτό θα οδηγήσει σε μια νέα ισορροπία με χαμηλότερο επίπεδο εισοδήματος στην Ευρώπη, και ίσως μετά από δέκα-δεκαπέντε χρόνια θα υπάρξει ανανέωση των προϋποθέσεων για γενικότερη ανάπτυξη, με κάποιο τρόπο. Αλλά το πιθανότερο είναι ότι η Ευρωζώνη θα έχει καταρρρεύσει πολύ πριν.

Αρκετοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν τώρα τη χρήση “μπαζούκας” – μια επιθετική παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας με στόχο την αγορά κρατικού χρέους και την έκδοση χρήματος γι΄ αυτό το σκοπό. Θα βοηθούσε μια τέτοια ενέργεια;

Είναι ένδειξη της απελπισίας των σχολιαστών και των οικονομολόγων ότι τώρα καλούν τόσο ηχηρά την ΕΚΤ να προβεί σε τεράστια παρέμβαση. Έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι η κρίση είναι πολύ πιο σοβαρή από όσο φαντάζονταν όταν η Ελλάδα άρχισε να αντιμετωπίζει δυσκολίες δανεισμού στα τέλη του 2009. Οι ποικίλες λύσεις που έχουν προταθεί τα δύο τελευταία χρόνια δεν έχουν αποδώσει τίποτα, συμπεριλαμβανομένης της ιδέας περί έκδοσης ευρωομόλογου. Η πιο αξιοθρήνητη αποτυχία είναι αυτή του Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και ο λόγος είναι απλός. Οι χώρες του κέντρου της Ευρωζώνης προσέφεραν πολύ λίγο πραγματικό χρήμα – λιγότερο από 100 δισ. ευρώ. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν χρηματοπιστωτική μόχλευση για να τα κάνουν να φαίνονται 440 δισ. Και τον Οκτώβριο του 2011 πρότειναν να ξαναχρησιμοποιηθεί η μόχλευση για να κάνουν τα 440 δις. να φαίνονται 1,5 τρισ. Αυτή η γελοία ιδέα απορρίφθηκε από τους Ρώσους, τους Κινέζους και άλλους από τους οποίους ζητήθηκε να αγοράσουν μοχλευμένες υποχρεώσεις χρέους του Μηχανισμού τοποθετώντας πραγματικό χρήμα. Αρνήθηκαν ευγενικά και είπαν στους Ευρωπαίους να χρησιμοποιήσουν τον δικό τους πλούτο.
Ο Μηχανισμός δεν απέδωσε γιατί οι δυνάμεις του κέντρου αρνούνται να αναλάβουν το κόστος διάσωσης άλλων κρατών, ή των τραπεζών άλλων κρατών. Αυτή είναι μια διαρθρωτική αδυναμία της νομισματικής ένωσης, η οποία θα δημιουργήσει κωλύματα και στην ΕΚΤ που αποτελεί την τελευταία γραμμή άμυνας του ευρώ. Η τρέχουσα πρόταση αφορά το να αγοράσει η ΕΚΤ ελεύθερα δημόσιο χρέος από τη δευτερογενή αγορά, ωθώντας προς τη μείωση των επιτοκίων και μετριάζοντας την κρίση. Αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο όσο φαντάζονται πολλοί και η δυσκολία δεν έχει και τόση σχέση με την υποτιθέμενη εμμονή των Γερμανών περί υπερπληθωρισμού, που μας λένε ότι υπάρχει στο συλλογικό τους ασυνείδητο τους από τα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Η δυσκολία σχετίζεται με την ίδια τη δομή της ΕΚΤ. Δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη κεντρική τράπεζα, εφόσον δεν έχει πίσω της ένα κράτος το οποίο εγγυάται τις υποχρεώσεις της ως κυρίαρχο. Η ΕΚΤ αποτελεί μια ομάδα εθνικών κεντρικών τραπεζών, μεταξύ των οποίων τον κυρίαρχο ρόλο παίζει η γερμανική Μπούντεσμπανκ. Καλείται, λοιπόν, τώρα η ΕΚΤ να αγοράσει τεράστιες ποσότητες κρατικών χρεογράφων που εκδίδονται από 17 κράτη, μερικά από τα οποία είναι πασιφανώς αναξιόχρεα. Δεν της ζητείται να αγοράσει το χρέος ενός κράτους, που έχει τη δυνατότητα το ίδιο να τη στηρίξει, όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ, τη Βρετανία ή την Ιαπωνία. Το ρίσκο από τα αναξιόχρεα κράτη θα μεταφερόταν, συνεπώς, στον ισολογισμό της ΕΚΤ και, δεδομένης της δομής της, στην πραγματικότητα θα μεταφερόταν στον ισολογισμό της Μπούντεσμπανκ. Η αξιοπιστία της ΕΚΤ θα υποχωρούσε, το ευρώ θα απειλούνταν και το δυνητικό ρίσκο για το γερμανικό κράτος θα αυξανόταν. Λάβετε υπόψη σας ότι το γερμανικό χρέος δεν είναι καθόλου αμελητέο τη στιγμή αυτή.
Η Γερμανία θα αντισταθεί σ΄ αυτή την απαίτηση για όσο περισσότερο μπορεί. Φυσικά, εάν η αγορά ομολόγων εξακολουθήσει να δυσλειτουργεί, θα πρέπει να ενδώσει σε κάποιο βαθμό, επιτρέποντας στην ΕΚΤ να αγοράσει ιταλικά και ισπανικά ομόλογα προκειμένου να μειωθούν οι πιέσεις, αν μη τι άλλο για να αποφευχθεί η ταχεία κατάρρευση της Ευρωζώνης. Η Γερμανία, όμως, γνωρίζει ότι αυτό δεν συνιστά μακροπρόθεσμη λύση, αλλά απλώς προμήθεια της απόλυτα αναγκαίας ρευστότητας, σε μέτριες ποσότητες, η οποία ωστόσο δημιουργεί κινδύνους για την κεντρική τράπεζα. Εάν η Γερμανία συμφωνούσε σε μια μαζική παρέμβαση της ΕΚΤ, θα ζητούσε παράλληλα σοβαρές αλλαγές στις δημοσιονομικές ρυθμίσεις της ΟΝΕ.

Η μακροπρόθεσμη ρύθμιση στην οποία συμφώνησε η ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής είναι μια “κοινή ευρωπαϊκή οικονομική και χρηματοπιστωτική πολιτική”. Οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες χαιρέτισαν τη διακήρυξη λέγοντας ότι αυτό ήθελαν πάντα. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια “σοσιαλδημοκρατικοποίηση” της Ευρώπης; 

Απολύτως όχι. Οι Σοσιαλδημοκράτες εξακολουθούν να έχουν την ίδια εσφαλμένη γραμμή ερμηνείας του ευρωπαϊσμού και της υφιστάμενης διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ακούνε “συντονισμός” και “κρατική παρέμβαση” και νομίζουν ότι η ΕΕ είναι ένα είδος προοδευτικού, κεϋνσιανού, σχεδίου παροχής κρατικής πρόνοιας. Φαντάζονται ότι, αν η Αριστερά είχε πιο έντονη παρουσία, θα μπορούσε να ωθήσει την ΕΕ σε μια όλο και πιο προοδευτική κατεύθυνση – για παράδειγμα, με την ανάπτυξη Κοινωνικής Χάρτας και άλλα παρόμοια. Αλλά κάτι τέτοιο δεν ήταν ποτέ αλήθεια και έχει αποδειχθεί απολύτως ψευδές τα τελευταία δύο χρόνια.
Πάρτε τις προτάσεις της συνόδου κορυφής. Εάν μια σταθερή κοινή οικονομική και δημοσιονομική πολιτική στην ΕΕ μπορούσε να συμφωνηθεί από τις κυβερνήσεις – πράγμα για το οποίο αμφιβάλλω – δεν θα ήταν σίγουρα πολιτική αύξησης μισθών, επέκτασης των δικαιωμάτων των εργαζομένων, δημόσιων επενδύσεων για την αύξηση της παραγωγικότητας, βελτίωσης της κοινωνικής πρόνοιας και τα λοιπά . Θα ήταν μάλλον προς την κατεύθυνση που αναφέρεται ο Φόλκερ Κάουντερ – μόνιμη λιτότητα, διαρκής πίεση επί των μισθών, δημοσιονομική πειθαρχία επιβεβλημένη από το εξωτερικό. Κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου αιτία πανηγυρισμών. 

Υποστηρίζετε την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Στη Γερμανία αυτή τη θέση την υποστηρίζει η σκληρή εθνικιστική Δεξιά. Πώς θα υπερασπιζόσαστε την άποψή σας;

Δεν χρειάζεται καθόλου να υπερασπιστώ την άποψή μου με τον τρόπο που υπονοείτε. Αντιθέτως, τα επίσημα αριστερά κόμματα στη Γερμανία και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα πρέπει επειγόντως να δικαιολογήσουν τη γραμμή που έχουν υιοθετήσει για την κρίση της Ευρωζώνης. Τουλάχιστον στη Γερμανία και τη Γαλλία, μεγάλα τμήματα της Αριστεράς έχουν ουσιαστικά συνταχθεί με την κυρίαρχη στρατηγική της γερμανικής και της γαλλικής άρχουσας τάξης, δηλαδή την υπεράσπιση του ευρώ. Το βασικό πολιτικό πρόβλημα στην Ευρώπη αυτή τη στιγμή δεν είναι οι θέσεις της άκρας Δεξιάς, είτε στη Γερμανία, είτε στη Γαλλία. Είναι μάλλον αυτό που η Μέρκελ και ο Σαρκοζί λένε και κάνουν, δηλαδή η προώθηση του ευρωπαϊσμού, η διάσωση του ευρώ, η αλλαγή του θεσμικού πλαισίου του ευρώ, όλα σε βάρος των εργαζομένων.
Προς έκπληξή μου, μεγάλα κομμάτια της γερμανικής Αριστεράς και γερμανικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, καθώς και τμήματα της γαλλικής Αριστεράς, υιοθετούν στην πράξη τις ίδιες πολιτικές. Δέχονται ότι υπάρχει ένα κοινό ευρωπαϊκό "σπίτι", αλλά επιδιώκουν να αλλάξουν τις πόρτες, να καθαρίσουν το πάτωμα, να βάλουν νέα κουζίνα. Φαίνεται ότι τα κόμματα της Αριστεράς έχουν χάσει την ικανότητα να παρουσιάζουν στους λαούς πολιτικές ανεξάρτητες από την άρχουσα τάξη τους.
Το επιχείρημα για την έξοδο των χωρών της περιφέρειας από την ΟΝΕ αφορά τη ρήξη με τα ταξικά συμφέροντα και τις εθνικές ιεραρχίες που ηγεμονεύουν επί του παρόντος στην Ευρώπη. Η ΟΝΕ δεν είναι κάποιου είδους Συμμαχία για την Αλληλεγγύη, την Ειρήνη και τη Διεθνή Κατανόηση. Η νομισματική ένωση είναι ένας μηχανισμός που αποσκοπεί στην προστασία κατά κύριο λόγο των συμφερόντων των μεγάλων τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων στην Ευρώπη. Παράλληλα προωθεί τα συμφέροντα των χωρών του κέντρου, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, εις βάρος των περιφερειακών χωρών, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία. Με μαρξιστικούς όρους, η ΟΝΕ είναι ένα ιμπεριαλιστικό εργαλείο.
Οι άρχουσες τάξεις της Γερμανίας και της Γαλλίας φυσικά επιθυμούν να διασώσουν το ευρώ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα επιτύχουν το στόχο τους. Είναι απαραίτητο η Αριστερά, και ειδικά η ριζοσπαστική, να αναγνωρίσει ότι αυτή είναι η κύρια γραμμή μάχης στην Ευρώπη και να πάρει θέση αναλόγως. Δεν θα πρέπει να μπαίνει στο πολιτικό παιχνίδι επιδιώκοντας τη διάσωση της νομισματικής ένωσης, διότι η ευρωπαϊκή εργατική τάξη δεν έχει κανένα όφελος από το ευρώ. Η Αριστερά πρέπει να βάλει πάνω απ’ όλα τα συμφέροντα των εργαζομένων και αν αυτό σημαίνει εγκατάλειψη του ευρώ, τότε ας γίνει.
Είναι αλήθεια ότι κόμματα και οργανώσεις της Δεξιάς υποστηρίζουν, επίσης, την έξοδο. Για το λόγο αυτό η Αριστερά πρέπει να ζητήσει την προοδευτική έξοδο. Χρειάζεται βαθιά κοινωνική αλλαγή προς το συμφέρον της εργατικής τάξης στην Ελλάδα και αλλού στην περιφέρεια. Η έξοδος από το ευρώ θα μπορούσε να δράσει ως καταλύτης για την αλλαγή. Ο απαραίτητος μετασχηματισμός θα πρέπει να περιλαμβάνει κρατική ιδιοκτησία των τραπεζών, επιβολή ελέγχων στη ροή κεφαλαίων, ριζική αναδιανομή του εισοδήματος και του πλούτου, έλεγχο των μέσων διαμόρφωσης βιομηχανικής πολιτικής. Ο στόχος πρέπει να είναι η προστασία της απασχόλησης και η υπεράσπιση του εισοδήματος και των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων.
Η έξοδος από την Ευρωζώνη θα σημάνει ριζοσπαστική ρήξη με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που έχουν επικρατήσει κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών. Θα ήταν επίσης το πρώτο πραγματικό και μεγάλο πλήγμα κατά της παγκοσμιοποίησης που έχουμε βιώσει εδώ και δεκαετίες. Η Ελλάδα και άλλες χώρες της περιφέρειας πρέπει να υιοθετήσουν ένα μεταβατικό πρόγραμμα που θα αλλάξει την ισορροπία δυνάμεων υπέρ της εργασίας δημιουργώντας καλύτερες συνθήκες στην πάλη για το σοσιαλισμό. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο μέσα στα πλαίσια της νομισματικής ένωσης.
Αν η Αριστερά αρνηθεί να αντιμετωπίσει το θέμα του ευρώ κατά μέτωπο αντλώντας από τον απολύτως δικαιολογημένο ευρωσκεπτικισμό της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης, τότε είναι πιθανό να επωφεληθεί ακόμη και η άκρα Δεξιά. Όπως πλησιάζει η κατάρρευση του ευρώ, δεξιές απόψεις θα μπορούσαν να βρούν έδαφος σε όλη την Ευρώπη εφόσον η Αριστερά δεν προτείνει ριζοσπαστική εναλλακτική λύση. Πήραμε μια γεύση από αυτόν τον κίνδυνο με τα όσα εξωφρενικά έχουν ειπωθεί στα ΜΜΕ της Γερμανίας για τους Έλληνες και της Ελλάδας για τους Γερμανούς. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει πολύ άσχημη εξέλιξη, αν η Αριστερά δεν αντιδράσει συνειδητοποιώντας ότι το ευρώ δεν είναι αυτό που φαντάζεται ότι είναι.

Με συγχωρείτε, αλλά μετά από αιώνες πολέμων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών και μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, η Αριστερά όφειλε να θεωρήσει την Ε.Ε. ως κάτι προοδευτικό. Ποια άλλη επιλογή προσφέρετε; Πίσω στο παλιό καλό έθνος-κράτος, χωρίς κάποιο είδος κοινού πολιτικού εποικοδομήματος; 

Αυτό το επιχείρημα ακούγεται συνεχώς από κυβερνήσεις, αστικά κόμματα, συνδικάτα, ακόμη και από την Αριστερά. Δεν το δέχομαι. Η ΕΕ δεν είναι ένα προοδευτικό μόρφωμα του είδους που υπονοείτε εδώ. Επιπλέον, το περιεχόμενό της έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό με την πάροδο του χρόνου – η σημερινή ΕΕ δεν είναι η ίδια που ήταν πριν από πενήντα χρόνια. Στην πορεία του χρόνου η ΕΕ, και ιδιαίτερα η νομισματική ένωση, έχει μεταβληθεί σε μηχανισμό που υπερασπίζεται σαφή και ασυμβίβαστα ταξικά συμφέροντα που συνδέονται με τα χρηματωπιστωτικά ιδρύματα και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Εκτός αυτού, κατά τη διάρκεια της κρίσης η ΕΕ έχει αποκαλύψει δύο εξαιρετικά προβληματικές πτυχές της.
Η πρώτη είναι ότι η εθνική κυριαρχία πολλών μικρότερων χωρών παραβιάζεται ανοιχτά και απροσχημάτιστα. Σε πολλά μέρη της Ευρώπης γίνονται επισκέψεις από επιτροπές που απαρτίζονται από γραφειοκράτες του κέντρου – με Γερμανούς συχνά σε ηγετικό ρόλο – που δίνουν οδηγίες σε άλλες χώρες. Υπαγορεύουν τους όρους της εθνικής, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Το δεύτερο, και ακόμα πιο σοβαρό, είναι ότι παραβιάζεται η δημοκρατία, και όχι μόνο στην περιφέρεια. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η ΕΕ είχε αποκληθεί ο εγγυητής της δημοκρατίας, ο μηχανισμός που εξασφάλιζε τα δημοκρατικά δικαιώματα των ευρωπαϊκών λαών. Αποδεικνύεται τώρα ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Βλέπουμε ότι η ΕΕ, και ιδιαίτερα η ΟΝΕ, είναι ένας μηχανισμός για την επιβολή συγκεκριμένων συμφερόντων – στην προκειμένη περίπτωση των τραπεζών – απευθείας στην πολιτική σφαίρα. Οι τραπεζίτες όχι μόνο καθορίζουν τις οικονομικές πολιτικές, πράγμα το οποίο κάνουν εδώ και καιρό, αλλά και υπαγορεύουν την πολιτική διαδικασία. Διορίζουν πρωθυπουργούς και κυβερνήσεις.
Δεν είναι υπερβολή να πω ότι η κατάσταση στην Ε.Ε. θυμίζει όλο και περισσότερο τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης του Μεσοπολέμου. Υπάρχει μια προϊούσα αντίληψη μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία έχει αποτύχει, ότι είναι διεφθαρμένη, ότι ελέγχεται από ανθρώπους έξω από την εκλογική διαδικασία και καθοδηγείται από συγκεκριμένα συμφέροντα που προτιμούν να κυβερνούν με διατάγματα. Μιά πολύ επικίνδυνη πολιτική κατάσταση αναδύεται. Αυτοί που υπερασπίζονται την ΕΕ βασιζόμενοι στις υποσχέσεις και τα λόγια του παρελθόντος θα πρέπει να σκεφτούν πολύ προσεκτικά το παρόν.
Σε αυτό το πλαίσιο, θέλω να τονίσω ότι το επιχείρημα υπέρ της εξόδου δεν αφορά καθόλου στον απομονωτισμό, δεν στρέφεται κατά της ενότητας των ευρωπαϊκών λαών. Αντίθετα, είναι ένα επιχείρημα που αναγνωρίζει την ταξική φύση της νομισματικής ένωσης, καταλαβαίνει αυτό που συμβαίνει στην ΕΕ και αναλαμβάνει δράση για ουσιαστική ευρωπαϊκή ενότητα. Δεν μπορεί να υπάρξει γνήσια ευρωπαϊκή ενότητα παρά μόνο στη βάση των εργατικών συμφερόντων, της αλληλεγγύης των εργαζομένων. Τη στιγμή αυτή η Ευρώπη χρειάζεται ένα μεγάλο σοκ που θα μπορέσει να την οδηγήσει προς αυτήν την κατεύθυνση. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο από τους εργαζόμενους. Ο αγώνας πρέπει να αρχίσει στην περιφέρεια, αλλά είναι απαραίτητο να εξαπλωθεί στο κέντρο. Η υπόλοιπη Ευρώπη προσβλέπει στους Γερμανούς εργαζόμενους να αναλάβουν τα ηνία της αμφισβήτησης της πολιτικής της Μέρκελ στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Επιτυχημένη εργατική δράση στη Γερμανία θα μπορούσε να ελαφρύνει άμεσα την πίεση στην περιφέρεια και θα ήταν ένα τεράστιο βήμα προς την ευρωπαϊκή ενότητα από τα κάτω.

Φαίνεται να λέτε ότι η ευρωπαϊκή Αριστερά και ιδίως η Αριστερά στο κέντρο – στη Γερμανία και τη Γαλλία – θα έπρεπε να διατυπώσει μια ανεξάρτητη θέση σε σχέση με το ευρώ ενάντια στις κυβερνήσεις της. Ποια θα έπρεπε να είναι αυτή η θέση;

Μου ζητάτε να σας δώσω ένα πρόγραμμα για ολόκληρη την ευρωπαϊκή Αριστερά, ενώ παράλληλα θέλετε να σας πω και πως η έξοδος από την ΟΝΕ θα ήταν προς όφελος της περιφέρειας. Ένα τέτοιο πρόγραμμα δε μπορεί παρά να προκύψει από συλλογική προσπάθεια και διάλογο μεταξύ σοσιαλιστών που γνωρίζουν τις ιδιαίτερες συνθήκες των χωρών τους. Μπορώ όμως να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με τις απαιτήσεις της προγραμματικής σύγκλισης που θα προωθούσε την ευρωπαϊκή ενότητα.
Πρέπει, πρώτον, να υπάρξει ρήξη με τον ευρωπαϊσμό της Μέρκελ και να απορριφθεί η αντίληψη ότι η νομισματική ένωση είναι ένα βήμα προς την ενότητα. Η ιδέα μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας είναι ευγενής και αγγίζει τους ευρωπαϊκούς λαούς, αλλά η ΕΕ που δημιουργήθηκε από μια συμμαχία καπιταλιστικών τάξεων δεν είναι ο δρόμος της επιτευξής της. Αντίθετα, η παρούσα κατάσταση στην ΕΕ φέρνει τους λαούς τον έναν ενάντια στον άλλον, όπως είδαμε με τους Γερμανούς και τους Έλληνες. Πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την ενότητα και αυτό μπορεί να γίνει μόνο στη βάση του σεβασμού της εθνικής κυριαρχίας, αλλά και της δημοκρατίας τόσο στην περιφέρεια όσο και στο κέντρο.
Η ευρωπαϊκή ενότητα πρέπει να αντλήσει από τους κοινούς αγώνες, τα αιτήματα και τις προσδοκίες των εργαζομένων. Πρέπει να βασισθεί στη γνήσια αλληλεγγύη από τα κάτω. Για να γίνει αυτό πρέπει να βρούμε κοινά πεδία αγώνα. Η κρίση μας δίνει μια μεγάλη ευκαιρία. Υπάρχουν σημαντικές εθνικές διαφορές, βέβαια, καθώς η κρίση έχει πάρει διαφορετικές διαστάσεις στην περιφέρεια σε σχέση με το κέντρο. Αλλά υπάρχει επίσης και κοινό έδαφος που μπορεί να στηρίξει κοινές επιδιώξεις.
Συμφωνούμε, για παράδειγμα, για την αναγκαιότητα αναδιανομής του εισοδήματος και του πλούτου. Οι Γερμανοί εργαζόμενοι χρειάζονται οπωσδήποτε υψηλότερους μισθούς και η δομή της γερμανικής παραγωγής θα πρέπει να αλλάξει προς όφελός τους. Η Γερμανία θα πρέπει να απομακρυνθεί από το μοντέλο που δίνει έμφαση στις εξαγωγές εις βάρος της εγχώριας κατανάλωσης. Οι εργαζόμενοι θα πρέπει να αγωνιστούν για να σπάσουν την πολιτική συγκράτησης των μισθών, να ανατρέψουν τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τη γερμανική άρχουσα τάξη. Η αναδιανομή είναι επίσης ζωτικής σημασίας για την περιφέρεια, αλλά το καυτό θέμα προς το παρόν είναι το ευρώ. Η Αριστερά στην περιφέρεια θα πρέπει να αγωνιστεί για αναδιανομή μέσα στο πλαίσιο που θα δημιουργηθεί από την έξοδο από το ευρώ. Η Αριστερά των χωρών του κέντρου θα πρέπει επίσης να στηρίξει την προσπάθεια της περιφέρειας για φορολογικές και δημοσιονομικές μεταρυθμίσεις που θα αναδιαρθρώσουν την οικονομία της.
Συμφωνούμε, επίσης, ότι θα πρέπει να υπάρξει δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχος των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρξουν έλεγχοι επί των ροών κεφαλαίων, δεδομένου ότι η ελεύθερη κυκλοφορία του δανειστικού κεφαλαίου δεν προσφέρει οφέλη στους εργαζόμενους. Δεν είναι ένα μεγάλο βήμα από δω να συνειδητοποιήσουμε ότι η νομισματική πολιτική δεν θα πρέπει να αποτελεί αποκλειστικό δικαίωμα των λεγόμενων εμπειρογνωμόνων στη Φρανκφούρτη, των οποίων οι επιδόσεις κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών ήταν άθλιες. Η νομισματική πολιτική θα πρέπει να υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο και θα πρέπει να ικανοποιεί στις ανάγκες συγκεκριμένων χωρών. Δεν χρειαζόμαστε μια ΕΚΤ της ελίτ που να αποφασίζει αυθαίρετα για τη νομισματική πολιτική χωρίς να λογοδοτεί σε κανένα εκλογικό σώμα.
Είναι επίσης ζωτικής σημασίας να γίνει διαγραφή του χρέους σε όλη την Ευρώπη. Οι εργαζόμενοι των χωρών του κέντρου πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι τα λεγόμενα σχέδια διάσωσης είναι απλώς ακριβά δάνεια που δίνονται στην περιφέρεια για να διασωθούν οι τράπεζες του κέντρου. Το βάρος πέφτει, στη συνέχεια, στους εργαζομένους της περιφέρειας που υποφέρουν από την ανεργία και τις τεράστιες περικοπές στους μισθούς και την κοινωνική πρόνοια. Υπάρχει βάση για κοινούς αγώνες στην Ευρώπη αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου στο θέμα αυτό.
Αν οι εργαζόμενοι του κέντρου άρχιζαν να ψάχνουν πεδίο δράσης στα θέματα αυτά, ασκώντας πίεση στην κατεύθυνση που ανέφερα, θα έβλεπαν το ευρώ με διαφορετικά μάτια. Αν οι Γερμανοί εργαζόμενοι είχαν σημαντικά οφέλη από τη δράση τους, η γερμανική άρχουσα τάξη θα αντιμετώπιζε το ευρώ με πολύ διαφορετικό τρόπο, γιατί δεν θα αποτελούσε πλέον μηχανισμό διαρθρωτικών πλεονασμάτων. Τότε θα μπορούσαμε να έχουμε πραγματική βάση για γενικότερη πάλη για την ενότητα της Ευρώπης προς το συμφέρον των εργαζομένων.
Καταλήγοντας, η Αριστερά τόσο στις χώρες του κέντρου όσο και της περιφέρειας είναι απόλυτα ικανή να οδηγήσει την Ευρώπη σε λύση της παρούσας κρίσης, δυναμώνοντας ταυτόχρονα την αυθεντική ευρωπαϊκή ενότητα. Για να το κάνει αυτό όμως, θα πρέπει να απαλλαγεί από τον εναγκαλισμό του κατεστημένου ευρωπαϊσμού και να διατυπώσει ένα συνεκτικό και ανεξάρτητο αριστερό πρόγραμμα.

Ο Κώστας Λαπαβίτσας είναι καθηγητής Οικονομικών στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

Σύντομη Περιγραφή: 

Κώστας Λαπαβίτσας
Ο γνωστός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου Κ. Λαπαβίτσας έδωσε συνέντευξη στο Γερμανικό περιοδικό "Μarx21" και περιγράφει το σημερινό πλαίσιο λειτουργίας της ΕΕ των τραπεζιτών, την αναγκαιότητα της Αριστεράς να απαντήσει ξεκάθαρα και με πολιτικό πρόταγμα την έξοδο της χώρας μας από το ευρώ και την ευρωζώνη και την επιτακτική ανάγκη να οικοδομηθεί στην Ελλάδα και στις υπόλοιπες χώρες ένα πολιτικό σύστημα με εργατικό έλεγχο και αλληλεγγύη των χωρών μεταξύ τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου