Από το "Δρόμο" 5/11/2011
του Σ.Κουβελάκη
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι ακόμη γνωστό αν η ζωή της κυβέρνησης ΓΑΠ θα παραταθεί για μερικές ακόμη ώρες ή κάποιες μέρες. Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι, όπως είχε ήδη διαφανεί από την 15η Ιούνη και την πρώτη απόπειρα σχηματισμού «μεγάλης συμμαχίας» ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, η κυβέρνηση και γενικότερα η υπάρχουσα διάταξη του πολιτικού σκηνικού έχει καταρρεύσει. Σε αντίθεση όμως με τη εντύπωση που δημιούργησαν οι καταιγιστικές εξελίξεις κορυφής του τελευταίου τετραήμερου, το καθοριστικό στοιχείο που πυροδότησε την συντελούμενη ανατροπή δεν είναι αυτή καθ’αυτή η πρωτοβουλία για δημοψήφισμα αλλά η εξεγερσιακή κατάσταση στην οποία και συμβολικά πλέον βρίσκεται η χώρα μετά τα γεγονότα της 28ης Οκτώβρη και στην οποία προσπάθησε να απαντήσει η σπασμωδική, όσο και μοιραία, κίνηση του ΓΑΠ.
Οι τελευταίες εξελίξεις μπορούν εξ’αλλου να κατανοηθούν ως λογική κατάληξη των τάσεων που έχουν διαμορφωθεί από τον περασμένο Ιούνη, σε εκείνη την πρώτη κορύφωση της λαϊκής κινητοποίησης των πλατειών και τη συνεπακόλουθη πολιτική κρίση. Από τότε είναι εμφανές ότι κάθε μεγάλη καμπή της συγκυρίας καθορίζεται κατ’αρχήν από την κίνηση τριών παραγόντων: 1) τον υπό εξέλιξη λαϊκό ξεσηκωμό 2) την όξυνση της κρίσης του πολιτικού συστήματος και τη μετατροπή της σε κρίση του εξουσίας και 3) το ρόλο του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου ως καίριου συνδιαμορφωτή των εσωτερικών εξελίξεων.
Μια σύντομη ανάλυση αυτών των τριών παραγόντων είναι αναγκαία προτού εξετασθεί το ζήτημα των ζητημάτων, δηλαδή η στάση και η προοπτική της αριστεράς στην παρούσα φάση.
Ο λαϊκός ξεσηκωμός
Με τη 48ωρη γενική απεργία της 19 και 20 Οκτώβρη επιβεβαιώθηκε ότι ο «παρατεταμένος πόλεμος» που διεξάγουν οι λαϊκές δυνάμεις από την αρχή της μνημονιακής εποχής μπήκε σε μια νέα φάση, με καινούργια ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ο όγκος των διαδηλώσεων, η πανελλαδική τους διάχυση, το εύρος της κοινωνικής σύνθεσης των συμμετεχόντων (μισθωτή εργασία, άνεργοι, νεολαία, μικρομεσαίοι, συνταξιούχοι) αλλά και η προετοιμασία του διήμερου από ένα ολόκληρο φάσμα δράσεων και κινητοποιήσεων (καταλήψεις δημόσιων κτιρίων, πρωτοβουλίες άρνησης πληρωμής των χαρατσιών, μακρόχρονες απεργίες ορισμένων κλάδων) συνθέτουν την εικόνα ενός ανοδικού εργατικού και λαϊκού κινήματος, με ισχυρές εφεδρείες και πλειοψηφικά στηρίγματα στο κοινωνικό σώμα. Για να το πούμε διαφορετικά, άρχισε να συνενώνεται με έναν πιο οργανικό τρόπο η διαμαρτυρία των πλατειών με το οργανωμένο λαϊκό κίνημα. Σ’αυτό συνέβαλλε και η διευρυμένη εμπλοκή μαζικών κοινωνικών και πολιτικών φορέων, πρωτ’απ’όλα των συνδικάτων, αλλά και των κομμάτων της αριστεράς, και ειδικότερα του ΚΚΕ. Ενα ΚΚΕ που, κάτω από την πίεση της βάσης του και του ευρύτερου κοινωνικού του περίγυρου, ξέφυγε από τη ρουτίνα της αδιάφορης παράτας του κομματικού του στρατού και έδειξε διάθεση παρατεταμένης παρουσίας στον αγωνιστικό χώρο, έστω με τον σεκταριστικό τρόπο που το χαρακτηρίζει, αλλά που σε καμμιά περίπτωση δεν δικαιολογεί τη δολοφονική, και διαλυτική για την κινηματική έκφραση, επίθεση που δέχθηκε από τμήμα του αναρχικού χώρου.
Μετά απ’αυτό το διήμερο το σκηνικό είχε πάντως στηθεί για το ιστορικής σημασίας ξέσπασμα της 28ης Οκτώβρη, που μπορεί να θεωρηθεί ως συμβολικά ισοδύναμο με μια στιγμή τύπου «κατάληψης της Βαστίλλης» αλά ελληνικά. Την ημέρα ακριβώς που το κράτος και οι κορυφαίοι εκπρόσωποί του επιδιώκουν να αναβαπτίσουν τη νομιμότητά τους ως αντιπρόσωποι του έθνους - που καλείται να παρελάσει ενωπιόν τους- εκδιώχνονται από τη φυσική/συμβολική θέση τους (τις εξέδρες των επισήμων), που καταλαμβάνεται από το πλήθος, το οποίο δηλώνει με αυτόν τον τρόπο ότι αποτελεί πλέον τη μοναδική νόμιμη «ενσάρκωση» του κοινωνικού όλου. Αυτή η συμβολική ανακατάληψη της «κενής», καθ’ότι εκκενωμένης, θέσης της εξουσίας από τον ίδιο το λαό εκφράστηκε και από ένα πλήθος άλλων σημασιών που αναδείχθηκαν εκείνη τη μέρα: η σύνδεση του σήμερα με το «όχι» του 1940, η ταύτιση των νυν κυβερνώντων με τους τότε δοσίλογους, το κάψιμο των σημαιών της ΕΕ και της Γερμανίας. Ολα αυτά δείχνουν ότι στο συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο έχει κατακτηθεί από ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας μια εθνικά νομιμοποιημένη και αντιπαραθετική προς την εξουσία αφήγηση, μια αφήγηση διαμορφωμένη κυρίως από τα κάτω, με ηγεμονική διάσταση και εκρηκτική δυναμική, που συνθέτει το κοινωνικό με το εθνικό και την λαϊκή μνήμη με το παρόν. Κάτω απ’αυτές τις συνθήκες φαίνεται ελάχιστα πιθανό να ξαναγυρίσει στην κοίτη του το λαϊκό ποτάμι ή να καναλιζαριστεί εύκολα σε μια καθαρά εκλογική διέξοδο.
Η κρίση εξουσίας
Είχαμε γράψει τον Ιούνη σ’αυτές τις σελίδες1, αναφερόμενοι στις αναλύσεις του Γκράμσι, ότι το κίνημα των πλατειών δημιουργούσε τις συνθήκες μιάς «οργανικής κρίσης», δηλαδή της διάρρηξης των παγιωμένων σχέσεων εκπροσώπησης μεταξύ βασικών κοινωνικών ομάδων και των κομματικών τους εκφράσεων και «το ξαφνικό πέρασμά των πρώτων από την πολιτική παθητικότητα σε με ορισμένη δραστηριότητα και την προβολή διεκδικήσεων, που στο μη-συνεκτικό τους σύνολο αποτελούν μιαν επανάσταση». Η κρίση αυτή, συνεχίζει ο ιταλός μαρξιστής, γίνεται «κρίση εξουσίας, κι αυτό ακριβώς είναι η κρίση ηγεμονίας ή κρίση του κράτους στο σύνολό του».
Είχαμε επίσης επισημάνει ότι σε συνθήκες παρόμοιας γενικευμένης πολιτικής κρίσης, το πολιτικό σκηνικό τείνει να αυτονομηθεί από τις κοινωνικές εκπροσωπήσεις και τους κανόνες της κοινοβουλευτικής εναλλαγής. Ο Γκράμσι μιλούσε για τάσεις «βοναπαρτισμού» ή «καισαρισμού» που μπορούν να επιβληθούν «και χωρίς Καίσαρα, χωρίς μεγάλη προσωπικότητα ηρωϊκή και αντιπροσωπευτική». Σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού, τέτοιες λύσεις παίρνουν τη μορφή κυβερνήσεων συνασπισμού, «μεγάλων συμμαχιών» που δένουν άμεσα συγκεκριμένες μερίδες οικονομικο-κοινωνικών συμφερόντων με κομμάτια του πολιτικού προσωπικού, λύσεων πολύ διαφορετικών στη μορφή τους από το προσωποπαγές και οργανωτικά περιορισμένο βοναπαρτιστικό φαινομένο του 19ου αιώνα. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για μορφές συγκρότησης του κυρίαρχου πολιτικού μπλοκ που παρακάμπτουν ή αλλοιώνουν τις διαμεσολαβήσεις της αντιπροσώπευσης και της εκλογικής νομιμοποίησης, χωρίς όμως να τις καταργούν και να προβαίνουν σε ρήξη με την υπάρχουσα καθεστωτική μορφή (αν και ενδέχεται να προετοιμάσουν το έδαφος για κάτι τέτοιο). Σ’αυτά ακριβώς τα πλαίσια πρέπει να τοποθετηθούν οι προσπάθειες συγκρότησης ενός ακραιφνούς διακομματικού μνημονιακού μπλοκ ως διάδοχης λύσης στην ήδη νεκρή κλινικά κυβέρνηση ΓΑΠ, προσπάθειες που πήραν έκτοτε πιο συγκεκριμένη μορφή, μεταξύ άλλων μέσω της δημόσια αυτονόμησης της «εσωτερικής τρόϊκας» των Διαμαντοπούλου-Λοβέρδου-Ραγκούση.
Η νέα τροπή της πολιτικής κρίσης που προκάλεσε η λαϊκή εξεγερτική κίνηση οδήγησαν σε φαινόμενα αποσάθρωσης όχι μόνο του (εναπομείναντος) ΠΑΣΟΚ αλλά και του ίδιου του κράτους, καθώς μαρτυρούν αδιάψευστες ενδείξεις όπως η αιφνιδιαστική απομάκρυνση της στρατιωτικής ηγεσίας. Είθισται σε τέτοιες συνθήκες οι ετοιμόρροπες εξουσίες να προβαίνουν σε σπασμωδικές κινήσεις, που επανέρχονται ως μπούμερανγκ, αφού έχουν περαιτέρω αποσταθεροποιήσει την ήδη οριακή κατάσταση στην οποία υποτίθεται πως θα προσέφεραν διέξοδο. Μια τέτοια κίνηση ήταν και η πρωτοβουλία ΓΑΠ για δημοψήφισμα, η οποία πάντως, ανεξαρτήτως προθέσεων, λειτούργησε ως τεστ αλήθειας για το εγχώριο και ευρωπαϊκό πολιτικό εποικοδόμημα. Με την πρότασή του ο ΓΑΠ όντως πέταξε το γάντι στο σημείο που έπρεπε, θέτοντας επί τάπητος την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη, προκαλώντας έτσι ένα εν πολλοίς επιθυμητό για τον ίδιο αποτέλεσμα. Η ΝΔ, απορρίπτοντας μετά βδελυγμίας το δημοψήφισμα, ευθυγραμμίστηκε επιτέλους πλήρως με τις προσταγές του ευρωπαϊκού κέντρου, και εξέφρασε τη ρητή της «συναίνεση» στους όρους της τρόϊκας. Το υπόλοιπο μνημονιακό η κρυπτο-μνημονιακό ευρώδουλο τόξο (ΛΑΟΣ, ΔΗΣΥ, ΔΗΜΑΡ) ενώθηκε με το καθαρόαιμο νεοφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ για να αποτρέψει πάση θυσία το δημοψηφίσμα και να ανοίξει δρόμους σε «ευρύτερες συναινέσεις», ενώ η αριστερά έσπευσε να αναδιπλωθεί, απορρίπτοντας αρχικά το δημοψήφισμα στο όνομα της ανάγκης άμεσης προκύρηξης εκλογών, με το ΚΚΕ μάλιστα να δηλώνει ότι «το δίλημμα ευρώ ή δραχμή είναι αποπροσανατολιστικό για το λαό»2. Για τον ΓΑΠ ωστόσο αυτό το κέρδος πληρώθηκε με ένα απαγορευτικό για την πολιτική του επιβίωση τίμημα, δηλαδή με την διάλυση της όποιας πολιτικής συνοχής είχε απομείνει στην κυβέρνηση και το κόμμα του και με έναν πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα διεθνή εξευτελισμό της χώρας ως κυρίαρχης οντότητας, και, δευτερευόντως, του ίδιου.
Η δεύτερη αλήθεια που έφερε στο φως το φιάσκο της κίνησης αυτής είναι η έκταση των δια- και εσωκομματικών διαβουλεύσεων για τη συγκρότηση ενός μνημονιακού μετώπου που να υπερβαίνει τη σημερινό πολιτικό σκηνικό. Αν και μετά την μερική αναδίπλωση Σαμαρά οι ζυμώσεις αυτές δεν φαίνεται να έχουν πλήρως αποδώσει τα προσδοκόμενα, καταγράφουν όμως στο ενεργητικό τους, πέραν της αποτροπής του δημοψηφίσματος, που αποτελεί πρωταρχικά καρπό της ωμής επέμβασης του ευρωπαϊκού κέντρου, ένα τριπλό αποτέλεσμα: την υλοποίηση ως ένα βαθμό της ντε φάκτο συμπόρευσης αυτών των δυνάμεων σε μια κρίσιμη συγκυρία, την ευρεία απήχηση που συναντά πλέον σε όλους τους χώρους του μπλοκ εξουσίας η ιδέα μιας κυβέρνησης με συναινετική στήριξη και, τέλος, την διασφάλιση της ψήφισης με σαρωτική πλειοψηφία από τη σημερινή βουλή της δανειακής σύμβασης, σε περίπτωση που αποφευχθεί τελικά η άμεση προσφυγή στις κάλπες. Ανεξάρτητα λοιπόν από το πόσο κοντινό είναι ένα το τελευταίο ενδεχόμενο, μπορούμε να πούμε ότι έχουν κιόλας μπει γερές βάσεις για μελλοντικές βοναπαρτιστικές (άνευ Βοναπάρτη) λύσεις πολιτικών ανασυνθέσεων σε ευρεία μνημονιακή και ευρώδουλη βάση.
Ο ρόλος του ευρωπαϊκού κέντρου
Σ’αυτό το σημείο μπορούμε να είμαστε σύντομοι. Αν υποθέσουμε ότι τηρούντο ακόμη κάποια προσχήματα εθνικής κυριαρχίας, αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Ο εξαναγκασμός του ΓΑΠ σε αποσύρση της πρότασής του, αφού του υπαγορεύθηκαν (και με τον πιο ταπεινωτικό τρόπο) οι όροι, το ερώτημα και η ημερομηνία ενός ενδεχόμενου δημοψηφίσματος, αποτελούν, μαζί με το πολιτικό του τέλος, ουσιαστικά το πρώτο «λευκό πραξικόπημα» που γίνεται κατ’εντολή της ΕΕ. Για τον Ελληνα «ασθενή», κάθε έννοια δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας έχει και τυπικά ποδοπατηθεί. Είναι βέβαια απόλυτα σωστό ότι το τελεσίγραφο των ευρωπαίων δεν θα περνούσε αν δεν είχε βρει ισχυρά εγχώρια στηρίγματα στους κυρίαρχους επιχειρηματικούς και πολιτικούς κύκλους. Ισχύει όμως και το αντίστροφο: η επιτυχία των κινήσεων αυτών των κύκλων εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από τους συσχετισμούς που διαμορφώνει το ιμπεριαλιστικό κέντρο. Ας μην ξεχνάμε ότι σε ακραίες μόνο περιπτώσεις η δράση του κέντρου παίρνει άμεσο χαρακτήρα, τις περισσότερες φορές διαμεσολαβείται από τμήματα του εγχώριου μπλοκ εξουσίας.
Σε κάθε περίπτωση, τα προσωπεία έπεσαν: η ΕΕ αποτελεί άμεσο κίνδυνο για τη διατήρηση των πιο ελάχιστων δημοκρατικών κανόνων, και της ίδιας της αστικής δημοκρατίας. Ας μη γελιόμαστε. Αυτά που υφίσταται σήμερα ο ελληνικός λαός και η πολιτική του εκπροσώπηση θα τα περάσουν αύριο άλλοι, ειδικότερα στην περιφέρεια, προπαντός αν και όταν τολμήσουν να παραβούν στο παραμικρό τις προσταγές του γαλλογερμανικού κεφάλαιου. Η αριστερά που προσποιείται ότι δεν το καταλαβαίνει, και αρνείται να βγάλει τα αναγκαία συμπεράσματα, θα αναιρέσει το ρόλο της. Ας σημειώσουμε πάντως την εύστοχη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα όταν τόνισε ότι «εξελίσσεται ένα απίστευτο παρασκήνιο στις πλάτες του ελληνικού λαού με μοναδικό στόχο και σκοπό να αποτραπεί η δυνατότητά του να παρέμβει στις εξελίξεις. Από τους κ.κ. Μέρκελ και Σαρκοζί που, με μια πρωτοφανή κίνηση παρέμβασης σε ζητήματα κυριαρχίας, επιχείρησαν να θέσουν το ερώτημα στο πιθανό δημοψήφισμα, έως θεσμικούς και εξωθεσμικούς παράγοντες που σχεδιάζουν ξεδιάντροπα νέες μνημονιακές κυβερνήσεις, που θα εφαρμόσουν τη δανειακή σύμβαση και όσα δεινά θα επιφέρει στον ελληνικό λαό»3.
Και η αριστερά;
Με καθυστέρηση, αλλά και με αντιφάσεις, η αριστερά πέρασε το τεστ του δημοψηφίσματος και καλέσε σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο «όχι». Οι ταλεντεύσεις αυτές παραπέμπουν σε δύο διακριτούς, αλληλένδετους όμως λόγους. Κατ’αρχήν, για να σηκώσει επί της ουσίας το γάντι που πέταξε σε όλους ο ΓΑΠ, η αριστερά θα έπρεπε από τη σκοπιά της να σηκώσει το γάντι της εξόδου από το ευρώ και της με υλοποιήσιμους όρους σύγκρουσης με την ΕΕ. Κάτι που οι μεν δεν επιθυμούν λόγω ευρωπαϊστικής προσκόλλησης, οι δε το αποφεύγουν επιμελώς, παραπέμποντάς το ρητορικά στον απώτερο και απόκοσμο στόχο της «λαϊκής εξουσίας». Και οι δύο συμπίπτουν στο να μη τίθεται η έξοδος από το ευρώ ως αναγκαίος στόχος ενός μεταβατικού αριστερού προγράμματος και συμμετέχουν, ο καθείς με τον τρόπο του, στη συνεχιζόμενη συναίνεση της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ελίτ απέναντι στο ευρώ και την ΕΕ.
Από την άλλη πλευρά, κεντρικό αίτημα των δύο βασικών δυνάμεων της αριστεράς όλο αυτό το διάστημα δεν έπαψε να είναι η άμεση προκύρηξη εκλογών, είτε διαζευκτικά ως προς το ενδεχόμενο δημοψήφισμα είτε όχι. Τι μπορούν όμως να δώσουν, στις διαφαινόμενες σήμερα συνθήκες, οι εκλογές πέρα από μια εκλογική ενίσχυση των αριστερών κομμάτων, σίγουρα θετική αλλά παντελώς ανεπαρκής για να ανατρέψει το σκηνικό και να εμποδίσει την ανασχηματισμό ενός εναλλακτικού μνημονιακού μπλοκ; Ακόμη και για όσους δεν υποτιμούν, υπό όρους αστικού κοινοβουλευτισμού, τη σημασία των εκλογικών επιτυχιών για μια νικηφόρα στρατηγική ανατροπής, η βασική αριστερή (και, απλά, ρεαλιστική) θέση σύμφωνα με την οποία οι εκλογές αποτυπώνουν συσχετισμούς που έχουν κατ’αρχήν διαμορφωθεί στο επίπεδο των κοινωνικο-πολιτικών αναμετρήσεων μοιάζει να έχει ξεχαστεί από τις σημερινές ηγεσίες της αριστεράς. Για να το πούμε πιο απλά: η αναντιστοιχία ανάμεσα στον υπο εξέλιξη λαϊκό ξεσηκωμό και την εκλογοκεντρική και στενά κοινοβουλευτική προσέγγιση είναι προφανής, και αναπαράγει σε διευρυμένη μορφή τη στρατηγική αμηχανία και ανημπόρια που χαρακτηρίζει την αριστερά από την αρχή της παρούσας κρίσης. Μια αμηχανία που θα οξυνθεί ακόμη περισσότερο με την συνεχή πόλωση της κατάστασης και την εντεινόμενη εκτροπή του εγχώριου και διεθνούς κυρίαρχου μπλοκ από την κλασσική κοινοβουλευτική λογική.
Η υπέρβαση αυτής της αβάσταχτης πολιτικής ελαφρότητας, με βαρύτατες όμως συνέπειες για το μέλλον του αριστερού κινήματος και την πορεία της χώρας, προϋποθέτει στρατηγικό επαναπροσανατολισμό σε δύο αλληλοσυμπληρούμενες κατευθύνσεις:
1. την ολόπλευρη στήριξη στο λαϊκό ξεσηκωμό με άμεσο στόχο την πτώση της οποιασδήποτε μνημονιακής κυβέρνησης και τη δημιουργία μιας πολιτικής-θεσμικής τομής που να σφραγίζεται από την παρουσία του λαϊκού παράγοντα και
2. τη συγκρότηση αριστερού μετώπου με συγκεκριμένο μεταβατικό πρόγραμμα που να αναμετριέται με τα κομβικά σημεία της κρίσης του συστήματος, και αφετηρία την αθέτηση πληρωμών με πρωτοβουλία (και με τους όρους) του δανειστή, την έξοδο από το ευρώ, την εθνικοποίηση με κοινωνικό έλεγχο των τραπεζών και την αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου.
Η μόνη βεβαιότητα που ίσως μας επιτρέπεται ακόμη να έχουμε είναι ότι η επίγνωση ότι ακριβώς τη στιγμή όπου αισθάνονται πραγματική απειλή, οι κυρίαρχες δυνάμεις αναπτύσσουν τη μέγιστη στρατηγική τους ικανότητα, πολλαπλασιάζοντας τις καινοτομίες και ανασυντάσσοντας γραμμές οχύρωσης και αντεπίθεσης. Γι αυτό και, από την πλευρά του έτερου κοινωνικού στρατοπέδου, τόσο η κινηματική έξαρση στερούμενης του πολιτικού μοχλού όσο και οι επιφανειακοί πολιτικοί χειρισμοί ξεκομμένοι από την υπάρχουσα εμπειρία και κίνηση των μαζών αποτελούν εξασφαλισμένες συνταγές ήττας. Και θα’ταν λάθος να πιστεύουμε ότι ώρα της αλήθειας πλησιάζει: την ζούμε ήδη.
Άψογος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑύριο θα είναι ήδη αργά....
ΑπάντησηΔιαγραφή