Μια δυσάρεστη έκπληξη περίμενε όσους πίστευαν
ότι η Γερμανία αλλάζει και μαθαίνει από τα λάθη της. Όσοι ήλπιζαν πως η
συμπλήρωση ενός αιώνα από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου φέτος τον
Ιούνιο θα αποτελούσε μια πρώτης τάξης ευκαιρία ώστε το Βερολίνο να αναγνωρίσει
την τεράστια κι εγκληματική του ευθύνη για το μεγαλύτερο σφαγείο που γνώρισε
μέχρι τότε η ανθρωπότητα και να αποκηρύξει τον μιλιταρισμό και τις επεκτατικές
βλέψεις, απογοητεύτηκαν σφόδρα. Η κυβέρνηση της Μέρκελ, στην οποία πλέον
συμμετέχουν κι οι σοσιαλδημοκράτες, με μια συντονισμένη επιχείρηση εντός κι
εκτός Γερμανίας προσπαθεί να αποσείσει από πάνω της την ευθύνη, αποδίδοντάς την
σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη ή γενικά στους …εθνικισμούς όλων των Ευρωπαίων!
Έτσι, όταν φταίνε όλοι, τελικά δεν φταίει κανένας…
ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ
Τα γεγονότα είναι
αποκαλυπτικά κι είδαν το φως της δημοσιότητας με αφορμή μια αντιπαράθεση που
ξέσπασε στον βρετανικό Τύπο. Η ευαισθησία που υπάρχει στη Αγγλία είναι
αποτέλεσμα του βαρύτατου φόρου αίματος που πλήρωσε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο,
όπου σκοτώθηκαν 800.000 βρετανοί στρατιώτες (απώλειες διπλάσιες σε σχέση με τα
θύματα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου). Έτσι από πέρυσι αποφασίστηκε να
δαπανηθούν 50 εκ. λίρες στερλίνες για πλήθος εκδηλώσεων, που περιλαμβάνουν
ακόμη και επισκέψεις μαθητών στα θέατρα του πολέμου, και θα διαρκέσουν μέχρι
και το 2018.
Η απρόσμενη κήρυξη
του πολέμου για τις εκδηλώσεις σχετικά με την συμπλήρωση 100 χρόνων ήρθε από
τον διακεκριμένο ιστορικό Μαξ Χάστινγκς, ο οποίος με άρθρο του στην εφημερίδα
Ντέιλι Μέιλ στις 11 Ιουνίου 2013, κατηγόρησε την κυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάμερον
ότι για χάρη της Γερμανίας υποβαθμίζει το περιεχόμενο των προγραμματισμένων
εκδηλώσεων! Ανέφερε κατά λέξη: «Η κυβέρνηση δεν έχει αρθρώσει ούτε προφανώς
σχεδιάζει να αρθρώσει ούτε μια λέξη για την υπεροχή του βρετανικού αγώνα ή για
την ευθύνη που πρώτα και κύρια φέρει η Γερμανία για την καταστροφή που σάρωσε
την Ευρώπη. Το αποκαλεί ως μια προσέγγιση “μη αξιολόγησης”. Όλοι οι υπόλοιποι
μπορούμε να το αποκαλούμε υποχώρηση», συνεχίζει ο διακεκριμένος ιστορικός.
«Παρατηρούμε ένα καταθλιπτικά οικείο θέαμα. Το πολιτικά ορθό σε δράση. Αυτοί
που σχεδιάζουν τις εκδηλώσεις μνήμης βρίσκονται σχεδόν σε δύσκολη θέση που
κερδίσαμε τον πόλεμο και είναι αποφασισμένοι να μην πουν και να μην κάνουν
τίποτε που μπορεί να ενοχλήσει την Γερμανία, τον σύγχρονο εταίρο μας στην ΕΕ».
Ο καθηγητής Ιστορίας, με ειδίκευση στην πολεμική ιστορία, συνεχίζει
αποκαθιστώντας την ιστορική αλήθεια: «Οι πολεμικοί στόχοι της Γερμανίας την
περίοδο 1914-18 δεν υπολείπονταν των στόχων της περιόδου 1939-45, με εξαίρεση
ότι δεν υπήρχε πρόγραμμα γενοκτονίας εναντίον των Εβραίων. Ο μόνος τρόπος για
να τελείωναν γρήγορα τον αγώνα οι σύμμαχοι θα ήταν να έχαναν.
Παρότι ορισμένοι
σύγχρονοι θορυβώδεις ιστορικοί επιδιώκουν να υποστηρίξουν ότι οι Ρώσοι – ή κάτι
ακόμη πιο τρελό, οι Βρετανοί – ήταν οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για την καταστροφή
της Ευρώπης, τα στοιχεία δείχνουν ότι η ευθύνη βαραίνει συντριπτικά την Αυστρία
και την Γερμανία. Ήταν ο Χέλμουτ βον Μόλτκε, ο επικεφαλής του στρατού του
Κάιζερ, που είπε το 1912 ότι “ένας πόλεμος είναι αναπόφευκτος, όσο γρηγορότερα
τόσο το καλύτερο” και το εννοούσε. Ήταν ο γερμανός καγκελάριος Μπέθμαν Χόλβεγκ
που τον Σεπτέμβριο του 1914, όταν το Βερολίνο πίστευε πως βρισκόταν μπροστά από
τη νίκη ανέσυρε μια λίστα δρακόντειων αιτημάτων τα οποία θα επέφεραν την
απόλυτη γερμανική ηγεμονία στην ήπειρο. Το γεγονός ότι η Βρετανία θυσίασε τα
τρία τέταρτα ενός εκατομμυρίου ζωών για να αποτρέψει τον θρίαμβο των
μιλιταριστών της Γερμανίας θα έπρεπε να συνιστά λόγο προφανούς τιμής για τους
σύγχρονους απογόνους αυτών των ανδρών». Κάτι που προφανώς δεν γίνεται, όπως
αφήνει να εννοηθεί ο καθηγητής ιστορίας…
Να αναφερθεί ότι
σφοδρή κριτική απέναντι στην κυβέρνηση Κάμερον για το περιεχόμενο των
εκδηλώσεων άσκησε κι ο καθηγητής Ιστορίας της Οξφόρδης Χίου Στράχαν, που
θεωρείται ο σημαντικότερος ιστορικός του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Σε δημόσια
παρέμβαση του χαρακτήρισε τις εκδηλώσεις «κενές από άποψη περιεχομένου».
Το Βερολίνο απαγόρευσε την κριτική!
Το αμέσως επόμενο
διάστημα ρεπορτάζ του βρετανικού Τύπου έδωσε σχήμα και μορφή στις υποψίες που
υπήρχαν για ευθεία παρέμβαση του Βερολίνου. Εφημερίδες όπως η Ντέιλι Μέιλ και η
Ντέιλι Τέλεγκραφ στις αρχές Σεπτεμβρίου δημοσίευσαν ρεπορτάζ βάσει των οποίων η
κυβέρνηση της Μέρκελ έστειλε ειδικό απεσταλμένο στην βρετανική πρωτεύουσα (τον
διπλωμάτη Ανδρέας Μίτζνερ) τον Αύγουστο προκειμένου να πιέσει στην κατεύθυνση
απαλοιφής από τις τιμητικές εκδηλώσεις κάθε ίχνους κριτικής στην Γερμανία.
Μάλιστα ο εκπρόσωπος Τύπου της γερμανικής πρεσβείας στο Λονδίνο, με βάση το
ρεπορτάζ, αρνήθηκε φυσικά ότι σκοπός της επίσκεψης του διπλωμάτη ήταν η άσκηση
πιέσεων στον Κάμερον, έδωσε ωστόσο μια συγκεκριμένη κατεύθυνση για το
περιεχόμενο που πρέπει να έχουν οι επετειακές εκδηλώσεις για την έναρξη του
Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, που αποκαλύπτουν την προσπάθεια του Βερολίνου να ξαναγράψει,
διαστρεβλώνοντας με προκλητικό μάλιστα τρόπο, την ιστορία. Όπως περιγράφτηκε
στο περιοδικό Σπίγκελ που μετέφερε τη σχετική αντιπαράθεση (στην αγγλόφωνη
ηλεκτρονική του έκδοση με ημερομηνία 19 Σεπτεμβρίου 2013) «η Αγγλία έπρεπε να
δώσει λιγότερη έμφαση στο ποιος προκάλεσε τον πόλεμο και αντίθετα να επιμείνει
στο μεταγενέστερο επίτευγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διατήρηση της ειρήνης»!
Άμ έπος, άμ έργον!
Αρχές Ιανουαρίου 2014 η κυβέρνηση Κάμερον επανέρχεται διορθώνοντας τη στάση της
μετά την κριτική που δέχτηκε και τον σάλο που ξέσπασε, για να βρει απέναντί της
τον πρόεδρο του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, γερμανό σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς,
που αναλαμβάνει να την βάλει στη θέση της, επικαλούμενος το «επίτευγμα» της ΕΕ!
(Εδώ αξίζει να θαυμάσουμε τις πολύτιμες υπηρεσίες που εκ παραδόσεως, από τον
Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο που ψήφιζε τις πολεμικές δαπάνες, μέχρι και σήμερα,
προσφέρει η γερμανική σοσιαλδημοκρατία στον επεκτατισμό του Βερολίνου).
Συγκεκριμένα, με άρθρο του στον Τύπο ο βρετανός υπουργός Παιδείας, Μιχαέλ
Γκόουβ, κατονομάζει ευθέως ως υπαίτιο του πολέμου την Γερμανία: «Ο αδίστακτος
κοινωνικός δαρβινισμός των γερμανικών ελίτ, η ανηλεής προσέγγιση που υιοθέτησαν
για κατοχή, οι επιθετικοί επεκτατικοί πολεμικοί τους στόχοι και η περιφρόνησή
τους στη διεθνή τάξη, όλα αυτά έκαναν την αντίσταση περισσότερο από
δικαιολογημένη».
Η τοποθέτηση του
γερμανού προέδρου του ευρωκοινοβουλίου κινούταν σε διαμετρικά αντίθετο κλίμα,
καθώς εξαφάνιζε κάθε γερμανική ευθύνη, εκθειάζοντας την …γερμανική ΕΕ: «Μια
ουσιώδης διαφορά μεταξύ του 1914 και του 2014 είναι ότι έχουμε την ΕΕ που
εγγυάται πως οι δημοκρατικές αξίες ούτε μπορούν ούτε πρόκειται να
υποβαθμιστούν. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι η απάντηση στην καταστροφή του
πρώτου μισού του 20ου αιώνα, όταν η ήπειρος μας αντιμετώπισε πολέμους, το
Ολοκαύτωμα, ολοκληρωτισμό, φτώχεια και αδικία. Εντός της ΕΕ, έχουμε
εγκαθιδρύσει ένα μοναδικό σχέδιο ειρήνης που αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την
επανάκτηση της ειρήνης, της ευημερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης». Η
απάντηση του Σουλτς προκαλεί οργή γιατί παραβλέπει ότι για παράδειγμα με αφορμή
την κρίση χρέους η έννοια της αλληλεγγύης, η οποία υποτίθεται διέπει τις
σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, εφαρμόστηκε μόνο όταν έπρεπε να σωθούν
οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Το ομολόγησε ωμά ο Όλι Ρεν, όταν απάντησε σε ερώτηση
του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκου Χουντή, και δήλωσε ότι το κούρεμα του
ελληνικού δημόσιου χρέους άργησε για να προλάβουν να σωθούν οι τράπεζες που
ήταν εκτεθειμένες σε ελληνικά ομόλογα. Επομένως η μόνη ευημερία που εξασφάλισαν
τα Μνημόνια αφορούσε τους ισολογισμούς των τραπεζών! Για την κοινωνία το μόνο
που επιφυλάσσει η ΕΕ είναι μειώσεις κοινωνικών δαπανών και απολύσεις! Η
απάντηση του Μάρτιν Σουλτς εξοργίζει επίσης γιατί δεν περιλαμβάνει ούτε μια
φορά την λέξη Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος! Φαίνεται έτσι η πρόθεση του Βερολίνου
να εξαλείψει κάθε συζήτηση για το θέμα, επιχειρώντας με αυτό τον τρόπο να
σβήσει από την μνήμη των Ευρωπαίων πολιτών τις ευθύνες που είχε για το ξέσπασμα
του μεγάλου πολέμου, όπως αποκαλούταν τότε. Και μετά από λίγα χρόνια όταν θα
έχει εκλείψει για βιολογικούς λόγους κι η γενιά που έζησε την ναζιστική κατοχή
και την αντίσταση το ίδιο να κάνει το Βερολίνο και για τον Δεύτερο Παγκόσμιο
Πόλεμο: ξαναγράψιμο της ιστορίας κι εξαφάνιση κάθε δικής του ευθύνης.
Αφορμή η δολοφονία του Φερδινάρδου
Υπάρχουν άλλωστε
πολλά επιπλέον γεγονότα που βεβαιώνουν ότι τα παραπάνω περιστατικά υποβάθμισης
του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου δεν είναι μεμονωμένα, αλλά εντάσσονται σε μια
συνολική στρατηγική του Βερολίνου να σταματήσει την σχετική συζήτηση ή να την
εκτονώσει σε γενικόλογες και αόριστες καταγγελίες των εθνικισμών που κι αυτή η
τακτική δεν στερείται σκοπιμοτήτων. Γιατί, αναγορεύοντας ως υπαίτιους του
Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου συλλήβδην τους εθνικισμούς, τότε αναπόφευκτα η πέτρα
του αναθέματος ρίχνεται στον νεαρό σέρβο της Βοσνίας, Γκαβρίλο Πρίντσιπ, που
στις 28 Ιουνίου 1914 δολοφόνησε στο Σεράγεβο, τον Φραγκίσκο Φερδινάρδο,
κληρονόμο του θρόνου των Αψβούργων, και τη σύζυγό του, αντιδρώντας με αυτό τον
τρόπο στην προσάρτηση της Βοσνίας Ερζεγοβίνης στην Αυστρία, που έγινε το 1908.
Η πράξη του όμως ήταν μια πράξη αντίστασης απέναντι στην ξένη κατοχή, αξιακό
φορτίο που υποβαθμίζεται και εξανεμίζεται για να μετατραπεί στο αντίθετό του,
δηλαδή σε στιγματισμό, από τον χαρακτηρισμό τρομοκράτης που συνοδεύει κάθε
αναφορά στην πράξη του. Ο ίδιος μάλιστα ο σέρβος, όπως αναφέρει ο Νόρμαν Στόουν
στο βιβλίο του, Συνοπτική ιστορία του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου (εκδ.
Ψυχογιός), όταν ρωτήθηκε από τον ψυχίατρο της φυλακής λίγο πριν πεθάνει αν έχει
τύψεις που η πράξη του προκάλεσε έναν παγκόσμιο πόλεμο και το θάνατο
εκατομμυρίων ανθρώπων αποκρίθηκε πως «αν δεν το είχα κάνει, οι Γερμανοί θα
έβρισκαν κάποια άλλη δικαιολογία».
Πρόκειται για εκδοχή
που δεν φαίνεται να πείθει τους σύγχρονους Γερμανούς αν κρίνουμε από την
επιλογή του περιοδικού Σπίγκελ να αφιερώσει στην Βοσνία το πρώτο από μια σειρά
έξι άρθρων με τα οποία θα διερευνήσει τις συνέπειες του Πρώτου Παγκόσμιου
Πολέμου στο σήμερα. Τίτλος του άρθρου μάλιστα είναι: «Ο Βοσνιακός κόμπος, απαράλλαχτες
συγκρούσεις στον τόπο που ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος». Το γεγονός ότι
η δολοφονία του Φραγκίσκου Φερδινάρδου αποτέλεσε μόνο την αφορμή για το
ξέσπασμα του πολέμου, κατά συνέπεια δεν ευθύνονται οι εθνικισμοί γενικώς αλλά ο
γερμανικός εθνικισμός και επεκτατισμός, αποδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο από
τα λόγια του ίδιου του Βίσμαρκ που είχε πει, όπως αναφέρει ο Έρικ Χομπσμπάουμ
στο μνημειώδες έργο του Η εποχή των Αυτοκρατοριών 1875-1914, ότι τα Βαλκάνια
δεν άξιζαν τα κόκαλα ούτε ενός πομερανού γρεναδιέρου! Καταλογίζοντας ωστόσο
σήμερα το Βερολίνο στους εθνικισμούς την ευθύνη για το ξέσπασμα του πολέμου
καταφέρνει δια της πλαγίας οδού και ενοχοποιεί κάθε συζήτηση για σεβασμό των
κυριαρχικών δικαιωμάτων τα οποία καταπατιούνται βάναυσα εντός της ΕΕ, με ευθύνη
πάλι της Γερμανίας. Η περιφρόνηση απέναντι στα κυριαρχικά δικαιώματα για
παράδειγμα φαίνεται από την σχέση υποτέλειας και το καθεστώς κατοχής που έχει
δημιουργήσει η Γερμανία, μέσω της Τρόικας και της Τασκ Φορς όχι μόνο στην
Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αξιοποιώντας την
κρίση δημόσιου χρέους. Στρέφοντας το Βερολίνο την συζήτηση για τις αιτίες του
Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου στους εθνικισμούς μετακινείται από την θέση του θύτη
στη θέση του θύματος κι όποιος ακόμη και σήμερα αμφισβητεί την ευρω-κατοχή
κινδυνεύει να χαρακτηριστεί εθνικιστής.
Πλήγμα στα κυριαρχικά δικαιώματα
Η Γερμανία επιλέγει
τη συγκεκριμένη επιθετική διαχείριση του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου προσπαθώντας
με αυτό τον τρόπο να αποκρύψει και την ατζέντα της περιόδου που επιφυλάσσει
ακόμη πιο μαύρες μέρες σε θέματα που άπτονται της εθνικής ανεξαρτησίας. Το τι
θα γίνει για παράδειγμα τους επόμενους μήνες το περιέγραφε πολύ χαρακτηριστικά
ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Μονάχου, Ούλριχ Μπεκ, σε συνέντευξή του στο
Βήμα την Κυριακή 5 Ιανουαρίου.
Αφού πρώτα διαπίστωνε ότι η Μέρκελ έχει το
στάτους ενός ευρωπαίου καγκελάριου, πρόβλεπε τα εξής: «Έχω πάντως την εντύπωση
ότι τα πράγματα θα γίνουν πιο σκληρά: ότι η ελληνική προεδρία θα γίνει ίσως η
αφορμή για την εγκατάσταση μιας ευρωπαϊκής εκτελεστικής εξουσίας στην Ελλάδα με
την έννοια ότι η Τρόικα θα αναλάβει άμεσα ή σχεδόν άμεσα την καθοδήγηση της
ελληνικής πολιτικής». Υπό αυτή την προοπτική ο εθνικισμός που επικαλείται το
Βερολίνο είναι ο από μηχανής θεός που θα ακυρώνει εκ των προτέρων ως παρωχημένη
κι επικίνδυνη για την ειρήνη κάθε κριτική που θα ασκείται απέναντι στην
πολιτική του.
Σε αυτή την
κατεύθυνση μάλιστα το Τέταρτο Ράιχ χρησιμοποιεί μια πληθώρα μέσων, αξιοποιώντας
τους τεράστιους πόρους που μπορεί να διαθέσει και στρατολογώντας κατ’ αυτό τον
τρόπο στο δικό του άρμα πλήθος διανοουμένων. Για παράδειγμα, αντίθετα με άλλες
χώρες όπως η Γαλλία που πρόσφατα εγκαινίασε ένα σχετικό μουσείο κοντά στο
Παρίσι, αξίας 28 εκ. ευρώ, ακόμη και η Αυστραλία, η μοναδική πρωτοβουλία που θα
λάβει η Γερμανία για τον πόλεμο είναι ένα εξαιρετικά φιλόδοξο, λόγω του
προϋπολογισμού του και του μεγάλου αριθμού επιστημόνων που θα εμπλακούν,
ερευνητικό πρόγραμμα, που όταν θα ξεκινήσει κι επίσημα τον Οκτώβριο του 2014 θα
είναι μια αγγλόφωνη διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια που θα συγκεντρώνει αρχειακό
υλικό και πηγές. Ο γενικόλογος τίτλος του 1914-1918 Online (προσβάσιμο από την
ακόλουθη διεύθυνση http://www.1914-1918-online.net/) αποκαλύπτει και την
διάχυση της έρευνας μακριά από πεδία και θεματικές που σχετίζονται με την
ευθύνη της Γερμανίας.
Αυτό ακριβώς το
πεδίο όμως είναι που χρήζει περαιτέρω έρευνας, για όποιον τουλάχιστον θέλει να
την επιστημονική έρευνα να μην εξαντλείται σε επουσιώδη θέματα και να τολμά να
αποκαλύπτει τις ιστορικές ευθύνες των ηγεμονικών κρατών. Η Γερμανία ωστόσο δεν
επιθυμεί κάτι τέτοιο.
Προκαλούν μάλιστα έκπληξη οι αναλογίες της στάσης της
σήμερα με την στάση που είχε κρατήσει αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης των
Βερσαλλιών, το 1919, η οποία έβαλε και τυπικά τέλος στον πρώτο παγκόσμιο
πόλεμο. (Επί της ουσίας σηματοδότησε ένα ειρηνικό διάλειμμα στον 30ετή πόλεμο
που ξεκίνησε το 1914 και τερματίστηκε το 1944). Διαβάζουμε, ενδεικτικά, στο
βιβλίο του Χέινριχ Βίνκλερ, Βαϊμάρη, η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933 (εκδ.
Πόλις), ότι «το καλοκαίρι του 1919, η νηφαλιότητα σπάνιζε. Οι Βερσαλίες,
άλλωστε, φρόντισαν να εκθρέψουν δύο ιστορικούς μύθους, οι οποίοι επιβάρυναν σε
μεγάλο βαθμό τη νέα Δημοκρατία ήδη εν τη γενέσει της και δεν επέτρεπαν στους
Γερμανούς να διαρρήξουν οριστικά τους ψυχικούς δεσμούς τους με την εποχή του
Γουλιέλμου. Ο πρώτος ήταν ο μύθος της πολεμικής αθωότητας, τον οποίο η
“εθνικόφρων” Γερμανία, με τη βοήθεια διαπρεπών ιστορικών, χρησιμοποιούσε για να
αντικρούσει το υποτιθέμενο “ψεύδος της πολεμικής ενοχής”. Σύμφωνα με αυτή την
εκδοχή που ασπαζόταν η Δεξιά, η Γερμανία δεν ήταν ένοχη ή, σε κάθε περίπτωση,
δεν ήταν περισσότερο ένοχη από τις υπόλοιπες δυνάμεις που είχαν λάβει μέρος
στον πόλεμο». Πόσο άραγε περισσεύει η νηφαλιότητα και στις μέρες μας
αναρωτιέται κανείς αν δει την ζέση με την οποία σύγχρονοι γερμανοί εξ ίσου με
τότε διαπρεπείς διανοούμενοι προσπαθούν να αποβάλουν από την χώρα τους το
στίγμα του …κατά συρροήν δολοφόνου, όπως έκανε για παράδειγμα πρόσφατα μια
ομάδα ιστορικών που δημοσίευσε στην Ντι Βελτ ένα κείμενο βάσει του οποίου η
Γερμανία δεν ήταν περισσότερο ένοχη από τις υπόλοιπες δυνάμεις που είχαν λάβει
μέρος στον πόλεμο… Ανέφεραν κατά λέξη: «Οι ιστορικοί δεν κοιτούν απλώς το Βερολίνο
για να εξηγήσουν τις αιτίες του Μεγάλου Πολέμου αλλά όλο και περισσότερο
κοιτούν στο Βερολίνο και την Βιέννη, την Αγία Πετρούπολη και το Λονδίνο». Ένας
μάλιστα από τους συγγραφείς του, ο Σένγκε Νάιτζελ, καθηγητής παγκόσμιας
ιστορίας δήλωσε σε συνέντευξή του (με βάση άρθρο της εφημερίδας Ιντερνάσιοναλ
Χέραλντ Τρίμπιουν της 9ης Ιανουαρίου) πως «δεν μπορείς να το απλοποιήσεις
λέγοντας πως ο κακός είναι αυτός ή εκείνος»! Ο τίτλος μάλιστα της αμερικάνικης
εφημερίδας ξεχείλιζε από ειρωνεία απέναντι στους εκπροσώπους του σύγχρονου
ιστορικού αναθεωρητικού ρεύματος που έρχονται να προσαρμόσουν την ιστορία στις
αναγεννημένες επεκτατικές βλέψεις του Βερολίνου: “100 χρόνια μετά τον παγκόσμιο
πόλεμο, ο κακός παραμένει ακόμη ασύλληπτος”…
Συνεχίζοντας τους
ιστορικούς παραλληλισμούς αξίζει να αναφέρουμε πως κι άλλοι σπουδαίοι γερμανοί
επιστήμονες είχαν στο παρελθόν στρατευτεί πίσω από τις ματωμένες σημαίες του
γερμανικού επεκτατισμού, όπως για παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων, ο
κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ. Στην εναρκτήρια διάλεξη που έδωσε το 1895, με την
ευκαιρία του διορισμού του στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ, προσέφερε την
αναγκαία ιδεολογική στήριξη στα επεκτατικά σχέδια της Γερμανίας, ωθώντας έστω
κι έμμεσα την γερμανική κοινωνία να στηρίξει τον πόλεμο που υποτίθεται θα
τερμάτιζε όλους τους πολέμους.
Στη Γερμανία η πρωταρχική ευθύνη
Αντίθετα όμως με
γερμανούς διανοούμενους, από τον Βέμπερ τον 19ο αιώνα μέχρι τον Νάιτζελ στον
21ο, που μετατρέπονται σε φερέφωνα των κυβερνήσεών τους δεν λείπουν κι εκείνες
οι φωνές που στέκονται με αντικειμενικότητα απέναντι στην ιστορία
επαναλαμβάνοντας το …προφανές, που όλοι καταλαβαίνουμε ότι σήμερα πρέπει να
λέγεται ξανά και ξανά και το ίδιο επίμονα να αποδεικνύεται: ότι η Γερμανία
φέρει την ευθύνη για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταξύ πλήθους αξιόπιστων
πηγών αξίζει να δούμε για παράδειγμα τα όσα λέει ο Βίνκελ, αναφερόμενος στο
1919: «Οι φάκελοι του υπουργείου Εξωτερικών ήταν καταπέλτης για την ηγεσία του
Ράιχ και την αυστριακή κυβέρνηση και θα ήταν αδύνατο να μην καταλογίσει κανείς στη
Γερμανία και στον κυριότερο σύμμαχό της την πρωταρχική ευθύνη για το ξέσπασμα
του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, εξάλλου, αρκετοί από
τους υπουργούς του Ράιχ… αρνήθηκαν να δημοσιοποιήσουν τα ντοκουμέντα… Φοβούνταν
ότι η Γερμανία θα προσέφερε στους νικητές ακόμη περισσότερα επιχειρήματα για
την επιβολή μιας σκληρής ειρήνης». Στο ίδιο μάλιστα βιβλίο (Βαϊμάρη, η ανάπηρη
δημοκρατία) αναφέρεται πλήθος περιστατικών από την περίοδο του μεσοπολέμου που
δείχνουν το καθεστώς ατιμωρησίας που εξασφάλισαν οι πρωταίτιοι του πρώτου
παγκόσμιου πολέμου, κατά παράβαση ακόμη και της συμφωνίας των Βερσαλλιών. Αυτό
το καθεστώς, που δείχνει και τις τεράστιες ευθύνες της Βαϊμάρης στην γέννηση
και τη νίκη του ναζισμού, φέρνει στην επιφάνεια τη συνέχεια που υπήρξε στη
Γερμανία όλη αυτή την καταστροφική για την Ευρώπη 30ετία.
Στη βάση όλων των
παραπάνω, η σιωπή που παρατηρείται στην Ελλάδα, με την κυβέρνηση να μην έχει
ανακοινώσει την παραμικρή εκδήλωση που να σχετίζεται με την συμπλήρωση ενός
αιώνα από το ξέσπασμα του πολέμου, δεν μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι η
Ελλάδα δεν ενεπλάκη άμεσα στις μάχες κι επομένως στερούνται νοήματος ανάλογες
εκδηλώσεις. Ενδεχομένως, η πάντα πρόθυμη να ενστερνιστεί τις γερμανικές
υποδείξεις ελληνική κυβέρνηση έκανε μια ακόμη χάρη στο Βερολίνο, λόγω και της
προεδρίας στην ΕΕ, αποδεχόμενη το αίτημα που αποδεδειγμένα διατυπώθηκε σε άλλες
κυβερνήσεις κι εκεί προκάλεσε εσωτερικές αντιδράσεις. Στην κατεχόμενη από το
Τέταρτο Ράιχ Ελλάδα ούτε αυτό δεν έγινε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου