Του ΑΡΗ ΧΑΤΖΗΣΤΕΦΑΝΟΥ*
«Η Κριμαία δεν είναι Σκωτία», μπορούσε να διαβάσει κανείς
τις τελευταίες μέρες σε ένα πολυσυζητημένο και εμφανώς αντιρωσικό κείμενο που
δημοσιεύτηκε στην αμερικανική Washington Post. «Στην περίπτωση της Κριμαίας
πρέπει να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Σκωτίας», έλεγε όμως λίγο αργότερα ο
ορκισμένος εχθρός του Βλαντιμίρ Πούτιν Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, ο οποίος μετά την
απελευθέρωσή του από τις ρωσικές φυλακές αποφάσισε να επισκεφθεί το Κίεβο για
να μοιραστεί τις απόψεις του με το νέο φιλοδυτικό καθεστώς.
«Πρόσεχε, Σκωτία, μην βρεθείς στη θέση της διχασμένης
Ουκρανίας», έγραφε τις ίδιες μέρες ένας αναλυτής της βρετανικής εφημερίδας
Independent, απειλώντας τους Σκωτσέζους ότι τα σχέδια ανεξαρτητοποίησης από το
Ηνωμένο Βασίλειο μπορεί να τους φέρουν στην κατάσταση της Βοσνίας. Αν προσθέσει
κανείς σε αυτό το μωσαϊκό δηλώσεων και την ανακοίνωση του ρωσικού πρακτορείου
ειδήσεων ItarTass, ότι το δημοψήφισμα στην Κριμαία στηρίχθηκε στην τεχνογνωσία
που είχε συγκεντρωθεί τα τελευταία χρόνια στη Σκωτία και την Καταλονία,
συνειδητοποιεί ότι κάθε πλευρά συγκρατούσε μόνο ό,τι τη συνέφερε από τα σχέδια
ανεξαρτητοποίησης ενός τμήματος του Ηνωμένου Βασιλείου.
Πού βρίσκεται, λοιπόν, η αλήθεια; Ποιες ομοιότητες και ποιες
διαφορές παρουσιάζει τελικά η περίπτωση της Σκωτίας με το δημοψήφισμα στην
Κριμαία, που έδωσε πάνω από το 90% στους υποστηρικτές της ένωσης με τη Ρωσία;
Το πρώτο επιχείρημα που παραθέτει η Washington Post στην
προσπάθειά της να αποδείξει ότι δεν μπορούμε να συγκρίνουμε τη Σκωτία με την
Κριμαία είναι ότι στην πρώτη περίπτωση η απόφαση για το δημοψήφισμα ελήφθη μέσω
κοινοβουλευτικών διαδικασιών, ενώ στη δεύτερη εν μέσω γενικευμένης κρίσης, στην
οποία ένοπλοι κατέλαβαν το Κοινοβούλιο της χώρας. Το επιχείρημα φάνταζε
ακλόνητο μέχρι τη στιγμή που η ρωσική διπλωματία παρέθεσε τις περιπτώσεις του
Κοσσυφοπεδίου και των νησιών Φόκλαντ, όπου τα σχετικά δημοψηφίσματα έγιναν υπό
τη σκιά των σύγχρονων «κανονιοφόρων» του NATO και του βρετανικού στόλου
αντίστοιχα. Το γεγονός ότι και στις δύο περιπτώσεις ο τοπικός πληθυσμός συμφωνούσε
με αυτή την απειλή ωμής στρατιωτικής βίας (οι αλβανόφωνοι Κοσοβάροι για να
αποσχιστούν από τη Σερβία και οι κάτοικοι των Φόκλαντ για να διατηρήσουν την
ανεξαρτησία τους από την Αργεντινή που διεκδικεί τα νησιά) δεν καθιστά τα
σχετικά δημοψηφίσματα περισσότερο νόμιμα από αυτό που πραγματο-ποιήθηκε στην
Κριμαία.
Εξίσου έωλο είναι υπό αυτή την έννοια και το δεύτερο
επιχείρημα της Washington Post, που λέει ότι στην περίπτωση της Σκωτίας το
δημοψήφισμα γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη του Λονδίνου, ενώ στην Κριμαία η
κυβέρνηση του Κιέβου δεν αναγνωρίζει το αποτέλεσμα. Πράγματι, η έγκριση του
δημοψηφίσματος από την κεντρική κυβέρνηση της χώρας στην οποία υπάγεται η υπό
απόσχιση περιοχή είναι βασική προϋπόθεση για να γίνει το δημοψήφισμα δεκτό από
τον ΟΗΕ. Για άλλη μια φορά όμως η περίπτωση του Κοσσυφοπεδίου, όπου το
δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε παρά τη δηλωμένη αντίδραση του Βελιγραδίου,
αποδεικνύει ότι η έννοια της διεθνούς νομιμότητας είναι ιδιαίτερα σχετική για
τις κυβερνήσεις της Δύσης.
Δεν θα πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε ότι οι συνεχείς απειλές
που εξαπολύει το Λονδίνο για τις «καταστροφές» που θα επέλθουν στη Σκωτία αν
τραβήξει το δρόμο της ανεξαρτησίας αποδεικνύουν ότι και σε αυτή την περίπτωση η
κυβέρνηση της χώρας που ετοιμάζεται να χάσει ένα κομμάτι της δεν είναι διόλου
σύμφωνη – ασχέτως αν για διάφορους λόγους «παγιδεύτηκε» να αποδεχτεί το
δημοψήφισμα.
Η ΚΡΙΜΑΙΑ ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΟ ΔΡΟΜΟ;
Υπάρχει, βέβαια, και ένα σημείο στην ανάλυση της Washington
Post για το οποίο οι συντάκτες της φαίνεται να έχουν απόλυτο δίκιο – αν και
καταλήγουν σε αυτό ακολουθώντας λάθος δρόμο. «Τα αποτελέσματα του
δημοψηφίσματος στη Σκωτία», αναφέρει η αμερικανική εφημερίδα, «θα γίνουν
διεθνώς αποδεκτά, ενώ στην περίπτωση της Κριμαίας πολύ λίγες χώρες εκτός από τη
Ρωσία θα αναγνωρίσουν τη νομιμότητά τους». Η παρατήρηση είναι εν μέρει σωστή,
αλλά δεν σχετίζεται με τη νομιμότητα ή μη του δημοψηφίσματος. Το πρόβλημα για
τη Μόσχα είναι ότι ορισμένες από τις ισχυρότερες χώρες του πλανήτη που θα
ήθελαν να αναγνωρίσουν αμέσως το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν μπορούν να
το κάνουν, φοβούμενες ότι έτσι θα ανοίξουν τον ασκό του Αιόλουκαι σε ομάδες του
δικού τους πληθυσμού που διεκδικούν αυξημένη αυτονομία ή ακόμη και
ανεξαρτητοποίηση. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η Κίνα, που φοβάται τα
αυτονομιστικά κινήματα των τουρκόφωνων μουσουλμάνων στην επαρχία Ξιν- γιάνγκ
και στο Θιβέτ, ενώ αντιμετωπίζει πάντα με καχυποψία ακόμη και το Χονγκ Κονγκ. Η
στάση του Πεκίνου έχει ιδιαίτερη σημασία λόγω της συμμετοχής της χώρας στο
Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, όπου η Ρωσίαπαραμένει απομονωμένη απέναντι στις
εχθρικές διαθέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου, των ΗΠΑ και τηςΓαλλίας.
Παρόμοια, ίσως και σημαντικότερα, προβλήματα έχει όμως και η
Τουρκία του Ερντογάν, ο οποίος, βλέποντας τις σχέσεις του με την Ουάσιγκτον να
επιδεινώνονται μέρα με τη μέρα, θα ήθελε να κάνει μια κίνηση καλής θέλησης προς
τη Μόσχα. Ο φόβος όμως της αναζωπύρωσης του κουρδικού εθνικισμού δεν αφήνει
τέτοια περιθώρια διπλωματικών ελιγμών της τελευταίας στιγμής.
Ίσως τελικά αντί να αναζητούν ομοιότητες και διαφορές στην
εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, που ούτως ή άλλως έχει μετατραπεί σε
κουρελόχαρτο στα χέρια των μεγάλων δυνάμεων, οι σχολιαστές των μεγάλων
εφημερίδων καλά θα έκαναν να ασχοληθούν με τις κοινωνικές και πολιτικές
διαφορές που χωρίζουν τα δημοψηφίσματα στη Σκωτία και την Κριμαία.
Και οι δυο περιοχές αποτελούσαν κάποτε βιομηχανικά
διαμάντια, τα οποία όμως πλήρωσαν ακριβά την παγκόσμια οικονομική κρίση και τις
νεοφιλελεύθερες επιλογές που ευνοούσαν τη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας.
Επίσης και στις δυο περιπτώσεις κοινή είναι η πεποίθηση των κατοίκων ότι
μπορούν να επιβιώσουν -σαν ανεξάρτητες οντότητες- η Σκωτία στηριζόμενη στο
πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον εξαγωγικό της τομέα και η Κριμαία χάρη στην
άμεση στήριξη που θα της παράσχει η Μόσχα. Ενώ ο σκωτσέζικος εθνικισμός όπως
τουλάχιστον εκφράζεται από τον τοπικό πρωθυπουργό Αλεξ Σάλμοντ, οραματίζεται
ένα σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο στα πρότυπα των γειτονικών σκανδιναβικών χωρών,
το πέρασμα της Κριμαίας από την αγκαλιά του Κιέβου σε αυτή της Μόσχας δεν
υπόσχεται κανενός είδους οικονομική ή κοινωνική αλλαγή.
Η Σκωτία και η Κριμαία είναι τελικά δύο εντελώς διαφορετικές
περιπτώσεις για διαφορετικούς λόγους από αυτούς που προβάλλουν τα δυτικά μέσα
ενημέρωσης. Είναι όμως και δύο περιπτώσεις με πολλές ομοιότητες – για
διαφορετικούς και πάλι λόγους από αυτούς που προβάλλει η Ρωσία.
*Πηγή: Περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ», τεύχος Μαρτίου 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου