Σπάνια βλέπουμε την Αντίσταση κατά την περίοδο της Κατοχής ως ένα τεράστιο ηθικό, πολιτικό και ψυχολογικό δίλλημα που έθεσε τις επιλογές, διαμόρφωσε τις συνειδήσεις και καθόρισε τις ζωές των ανθρώπων: Αντίσταση ή υπακοή; Δράση ή αναμονή; Τον πρώτο χρόνο της Κατοχής, κάθε αντίσταση ενάντια στον κατακτητή φαινόταν μάταιη. Ο αήττητος στρατός της ναζιστικής Γερμανίας κατέλαβε αστραπιαία σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Οι υποστηρικτές της υπακοής απέναντι στους κατακτητές και της στάσης αναμονής έως τη λήξη του πολέμου δικαιώνονταν από τις εξελίξεις. Του Μενέλαου Χαραλαμπίδη
Η κατάσταση επιδεινώθηκε με το ξέσπασμα του κατοχικού λιμού. Η
τρομοκρατία της πείνας και των 50.000 περίπου νεκρών, διέγραψε το δίλλημα αυτό
από τις σκέψεις των λιμοκτονούντων Αθηναίων. Τα λαϊκά στρώματα
γνώρισαν την απόλυτη ανθρωπιστική κρίση της βιολογικής εξόντωσης, τα εισοδήματα
της μεσαίας τάξης εξανεμίζονταν από τον πληθωρισμό και η ακίνητη περιουσία της
πωλούνταν στους μαυραγορίτες, ακόμη και μερίδα των μεγαλοαστών του Μεσοπολέμου
έχασε τις επιχειρήσεις της που έκλειναν λόγω των τεραστίων ελλείψεων σε πρώτες
ύλες και εμπορεύματα. Η πλήρης εξαθλίωση βύθιζε την ελληνική κοινωνία σε
αδράνεια. Η καθημερινότητα αναλωνόταν στην προσπάθεια εξεύρεσης τροφίμων.
Φαίνεται λοιπόν ότι είχε δίκιο ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, όταν έγραφε στο ημερολόγιό
του: «Οι κάτοικοι των κατεχόμενων περιοχών είναι βουτηγμένοι στις υλικές
έγνοιες. Η πείνα και το κρύο είναι στην ημερήσια διάταξη. Άνθρωποι που η μοίρα
τους έχει χτυπήσει τόσο σκληρά, σε γενικές γραμμές δεν κάνουν επαναστάσεις».[1]
Η εξέλιξη που ανέστρεψε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, που
επανέφερε το δίλημμα αντίσταση ή υπακοή, δεν ήταν η απόλυτη απόγνωση και
εξαθλίωση του πληθυσμού, αλλά η εμφάνιση της οργανωμένης αντίστασης. Στην
Αθήνα, από την άνοιξη του 1942, με την ύφεση του λιμού, οι αντιστασιακές οργανώσεις
δραστηριοποιούμενες στους χώρους εργασίας και εκπαίδευσης, κατάφεραν να
κινητοποιήσουν μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων, που αποτέλεσε τη βάση για την
ανάπτυξη του μαζικότερου αντιστασιακού κινήματος πόλεων πανευρωπαϊκά. Οι
συνεχείς μικρές και μεγάλες κινητοποιήσεις έφτασαν στο απόγειό τους τον
Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1943, όταν ο αγώνας ενάντια στην πολιτική
επιστράτευση οδήγησε στην απόσυρσή της και την αποφυγή της αποστολής δεκάδων
χιλιάδων Ελλήνων στα γερμανικά εργοστάσια για καταναγκαστική εργασία.[2] Η
μεγάλη νίκη της Αντίστασης, σε συνδυασμό με την κατάρρευση της φασιστικής
Ιταλίας, αναπτέρωσε τις ελπίδες του κατεχόμενου λαού. Η Αντίσταση κέρδιζε
ανέλπιστες, μέχρι πριν λίγους μήνες, νίκες, πείθοντας όλο και μεγαλύτερα
τμήματα του πληθυσμού για το αναγκαίο της δράσης της. Το δίλημμα αντίσταση ή
υπακοή έμπαινε ξανά με διαφορετικούς πλέον όρους.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η είδηση της επικείμενης επέκτασης
της ζώνης της Βουλγαρικής Κατοχής στην Κεντρική Μακεδονία εμφάνιζε ένα νέο
μεγάλο κίνδυνο. Οι γερμανικές αρχές, προσπαθώντας να αναπληρώσουν το κενό που
άφηναν οι Ιταλοί αποχωρώντας από την Ελλάδα, στράφηκαν προς τη σύμμαχο
Βουλγαρία. Για τον ελληνικό λαό, που γνώριζε τη σκληρότητα της βουλγαρικής
Κατοχής, η εξέλιξη αυτή έκρυβε τεράστιους κινδύνους. Στην Αθήνα, η κινητοποίηση
των αντιστασιακών οργανώσεων, και κυρίως του ΕΑΜ, που είχε λάβει πλέον μαζικές
διαστάσεις, ήταν άμεση και δυναμική: προκήρυξη γενικής απεργίας και διαδήλωσης
στις 22 Ιουλίου 1943.
Τις ημέρες που προηγήθηκαν οι αντιστασιακές οργανώσεις, σε
συνοικίες, εργοστάσια και εκπαιδευτικά ιδρύματα, μοίρασαν χιλιάδες προκηρύξεις
και έγραψαν συνθήματα σε τοίχους προς διαφώτιση των πολιτών. Παράλληλα,
καθόρισαν τόπους προσυγκεντρώσεων και δρομολόγια διαδηλωτών προς το κέντρο της
πόλης σε αυστηρά καθορισμένη ώρα.
Το πρωινό της 22ας Ιουλίου, η συμμετοχή του κόσμου
ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Στις 10 το πρωί, φτάνοντας στο κέντρο, οι διαδηλωτές
κατάλαβαν το μέγεθος της κινητοποίησης. Μια πυκνή μάζα τουλάχιστον 100.000
ανθρώπων γέμισε την Πανεπιστημίου από την Ομόνοια μέχρι τα Προπύλαια και τους
παρακείμενους δρόμους.
Οι κατακτητές και η δωσίλογη κυβέρνηση Ράλλη επιχείρησαν,
κάνοντας επίδειξη δύναμης, να δείξουν ότι η επικείμενη κατάρρευση της Ιταλίας
δεν συνεπάγονταν τη χαλάρωση της κατοχικής πολιτικής. Γερμανικές και ιταλικές
δυνάμεις, χωροφύλακες και το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων
βρίσκονταν σε επιφυλακή. Οι διαδηλωτές επιδίωξαν να φτάσουν στη Βουλγαρική
Πρεσβεία, στην πλατεία Ρηγίλλης, ανεβαίνοντας την Πανεπιστημίου και
συνεχίζοντας στη Βασιλίσσης Σοφίας. Όταν η κεφαλή της διαδήλωσης έφτασε στο
ύψος της Ομήρου, δέχτηκε πυρά από στρατιωτικό όχημα που έφερε στην καρότσα του
πολυβόλο: «Νεκροί έπεφταν, τραυματίες κραύγαζαν από πόνο και το αίμα
έρρεε άφθονο στην άσφαλτο. […] Ο κόσμος έντρομος και πανικόβλητος άρχισε να
υποχωρεί “πατείς με πατώ σε”. Μάταια προσπαθούσε να βρει εξόδους διαφυγής».[3]
Ο πανικός κορυφώθηκε όταν ένα θωρακισμένο όχημα εμβόλισε
τους διαδηλωτές, τραυμάτισε την εργάτρια και επονίτισσα Παναγιώτα Σταθοπούλου
και στη συνέχεια πέρασε πάνω από το σώμα της, συνθλίβοντάς την. Οι
ριπές των πολυβόλων σκότωσαν στην οδό Ομήρου τον Επονίτη, φοιτητή της Ανωτάτης
Εμπορικής, Θεωνά Μαυρομματίδη, ενώ την ίδια στιγμή, στο απέναντι
πεζοδρόμιο, μπροστά από το Οφθαλμιατρείο, έπεφτε νεκρός ο Επονίτης Θωμάς
Χατζηθωμάς, σπουδαστής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου.
Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, χτυπώντας στο ψαχνό, οι κατακτητές και οι συνεργάτες
τους σκότωσαν τον Θανάση Τεριακή, σπουδαστή του Τμήματος
Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων ΕΜΠ, την Κούλα Λίλη, φοιτήτρια της
Γαλλικής Ακαδημίας, την Ε. Αντωνιάδου, φοιτήτρια, τον Ιωάννη
Κατσαρό (όλοι τους μέλη της ΕΠΟΝ), τον Αντώνη Παπαδοσταυράκη,
ανάπηρο του Αλβανικού Μετώπου, μέλος του ΕΑΜ Αναπήρων, τον Δημήτρη
Δουκάκη, ξυλουργό, τον Αλέξανδρο Δεσύπρη, εφαρμοστή και
τον Χρήστο Κοντό, επιπλοποιό.[4] Οι
νεκροί ξεπέρασαν τους 15 και οι τραυματίες τους 60. Αρκετοί τραυματίες
φυγαδεύτηκαν από συναγωνιστές τους στην πλατεία Ομονοίας για να μην πέσουν στα
χέρια των κατακτητών. Από εκεί μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία όπου γιατροί, μέλη
του ΕΑΜ, τους χειρούργησαν και στη συνέχεια τους διοχέτευσαν σε ασφαλή σπίτια.
Την επομένη με ανακοίνωσή της η Comando Piazza Αθηνών
ανέφερε ότι «κατόπιν της ανοήτου χθεσινής αποπείρας προς διατάραξιν της
δημοσίας τάξεως εν Αθήναις, διετάχθη όπως από της χθες και μέχρι νεωτέρας διαταγής
η ελευθέρα κυκλοφορία των πολιτών λήγη την 8ην μ.μ. ώραν».[5] Η
δωσίλογη κυβέρνηση έσπευσε να ανταμείψει τη δράση των Σωμάτων Ασφαλείας ενάντια
στους διαδηλωτές, μοιράζοντας προαγωγές για την «αποτελεσματική συμπλοκή μετά
ταραξιών και διαδηλωτών κατά τας σκηνάς της 22ας Ιουλίου 1943» και τη συμβολή
τους «εις την αποκατάστασιν της τάξεως».[6]
Η διαδήλωση της 22ας Ιουλίου 1943 ήταν η τελευταία
αντιστασιακή κινητοποίηση αυτού του είδους. Οι νεκροί και η
τρομοκρατία που ασκούσαν οι δυνάμεις Κατοχής κατά τη διάρκεια των μαζικών
κινητοποιήσεων οδήγησε το ΕΑΜ στην αλλαγή της αντιστασιακής του τακτικής. Από
το σημείο αυτό και μετά το κέντρο βάρους της Αντίστασης μετατοπίστηκε στις
συνοικίες, λαμβάνοντας, πέρα από πολιτικό, και ένοπλο χαρακτήρα. Η
διαδήλωση της 22ας Ιουλίου έδειξε στους αντιπάλους του λαϊκού κινήματος,
ότι το ΕΑΜ δεν μπορούσε να ηττηθεί με πολιτικούς όρους. Η λύση που
επιλέχθηκε ήταν η ένοπλη καταστολή του από τα ελληνικά Σώματα Ασφαλείας, λύση
που οδήγησε στις εμφύλιες συγκρούσεις του τελευταίου χρόνου της Κατοχής. Το
δίλημμα αντίσταση ή υπακοή είχε πλέον απαντηθεί από την πλειοψηφία του
αθηναϊκού λαού.
* Ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης είναι
οικονομολόγος, διδάκτορας ιστορίας του Παν. Αθηνών και συγγραφέας του βιβλίου Η
εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα (εκδ. Αλεξάνδρεια).
[1] Παρατίθεται στο Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της Κατοχής, μετ. Κώστας Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σ. 115.
[2] Για
μια αναλυτική παρουσίαση των κινητοποιήσεων ενάντια στην πολιτική επιστράτευση,
βλ. Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Η Εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης
στην Αθήνα, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012, σ. 166-172.
[3] Γιώργος
Φέττας, «Αναμνήσεις από τους αγώνες του αθηναϊκού λαού στα χρόνια της Κατοχής.
Η διαδήλωση της 22ης Ιούλη 1943», Εθνική Αντίσταση, τ. 79,
Απρίλιος-Ιούνιος 1993, σ. 33.
[4] Αρχείο
Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ.
[5] Πρωία,
24 Ιουλίου 1943.
[6] Εφημερίδα
της Κυβερνήσεως, 42/17.2.1944, τεύχος Γ΄.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου