Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Στρατηγικά αδιέξοδα





Από ρεπορτάζ της εφημερίδας “Le Monde” πληροφορηθήκαμε ότι στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ειπώθηκαν «βαριές κουβέντες», τέτοιες που δεν έχουν ειπωθεί ξανά, που αποδίδονται αποκλειστικά στην πρόσφατα ορκισθείσα Άγκελα Μέρκελ, η οποία «προσπάθησε» να πείσει τους υπόλοιπους εταίρους για τις υποχρεωτικές αναδιαρθρώσεις, που είναι ανάγκη να πραγματοποιήσουν, στο πλαίσιο της διαδικασίας εμβάθυνσης της Ένωσης.

Το κύριο που πρέπει να συγκρατήσει κανείς από αυτές τις κουβέντες είναι ότι η Άγκελα Μέρκελ παρομοίασε τη σημερινή κατάσταση που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση με την αντίστοιχη κατάσταση που επικρατούσε το 1914, χρονιά που κηρύχθηκε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος. Οι τότε συνθήκες, βέβαια, ήταν συνθήκες έντονων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για το ξαναμοίρασμα των αγορών, που οδήγησαν στο ξέσπασμα του πολέμου.

Αυτό το επιχείρημα φέρεται ότι χρησιμοποίησε η Άγκελα Μέρκελ, επιχείρημα – δίλημμα, που,  προκειμένου να αντιμετωπίσει τις υπάρχουσες οξύτατες αντιθέσεις στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επανέφερε το 1914 και τον πόλεμο για «πείσει» τους εταίρους της για την ανάγκη ενότητας και για να υιοθετήσουν προγράμματα – μνημόνια, τα οποία θα είναι δεσμευτικά για κάθε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαφορετικά – μετά το καρότο της ενότητας και του ξεπεράσματος των αντιθέσεων ακολούθησε το μαστίγιο ενός καθαρού εκβιασμού από την πλευρά της Άγκελα Μέρκελ,  δεν θα επιτραπεί να αξιοποιούν τα κράτη – μέλη τους χρηματικούς πόρους των διαρθρωτικών ταμείων.

Φυσικά η συζήτηση αυτή έχει ξαναγίνει, δεν είναι καινούργια. Βαδίζει παράλληλα με την προσπάθεια που εξελίσσεται για την τραπεζική ένωση, ένα άλλο θέμα που και αυτό ήταν αντικείμενο οξύτατων αντιθέσεων. Την ίδια στιγμή, στην πρόσφατη Σύνοδο, και σε ειδικά αφιερωμένη ημέρα, συζητήθηκε και το ζήτημα της «Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας», πάντα σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ, γεγονός που μας δείχνει ότι εντείνεται η προσπάθεια στρατικοποίησης και αυξάνεται η επιθετικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τις γεωπολιτικές της φιλοδοξίες.

Θα παραμείνουμε, όμως, στο θέμα του ρεπορτάζ της “Le Monde”, γιατί πάνω στο ζήτημα της ενιαίας οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται με την παραπέρα μονιμοποίηση και επέκταση της μνημονιακής πολιτικής, δηλαδή, της περιοριστικής πολιτικής, που επιχειρεί να αντιμετωπίσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το δημόσιο χρέος, αναδεικνύεται ένα ζήτημα στρατηγικής σημασίας για την αντιμετώπιση και το ξεπέρασμα της οικονομικής κρίσης, που αφορά και στις πολιτικές δυνάμεις στη χώρα μας.

Η «Αυγή της Κυριακής» (29/12/2013) κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο τίτλο «Παραδόθηκαν άνευ όρων!». Αξιοποιώντας το ρεπορτάζ της “Le Monde”, όπου δεν εμφανίζεται κάποια τοποθέτηση του Αντώνη Σαμαρά, στη Σύνοδο Κορυφής, για το επίμαχο θέμα, σε αντίθεση με άλλες τοποθετήσεις άλλων ηγετών κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εφημερίδα επιχειρεί να δώσει μια εικόνα διαμάχης στη Σύνοδο σε σχέση με την εφαρμογή μιας οικονομικής πολιτικής αναδιαρθρώσεων, που, στην πράξη, σημαίνει εκχώρηση εθνικών αρμοδιοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σταθερή λιτότητα. Προφανώς η «Αυγή της Κυριακής» προβαίνει σε μια τέτοιου είδους παρουσίαση για να δικαιώσει την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ.

Από την πλευρά μας δεν θα υποτιμήσουμε καθόλου αυτό το θέμα, μια και το τελευταίο καιρό πληθαίνουν οι αντιδράσεις νυν και πρώην ηγετών μελών – κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και οικονομικών και πολιτικών σχολιαστών γύρω από την ένταση και έκταση της περιοριστικής πολιτικής και την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, που προτίθεται να επιβάλει η Γερμανία στο πλαίσιο της εμβάθυνσης, αλλά παρ’ όλες τις ενστάσεις η ουσία του ζητήματος δεν αλλάζει. Άλλωστε το θέμα δεν είναι καινούργιο.

Χαρακτηριστική από αυτήν την άποψη είναι η συνέντευξη που παραχώρησε ο πρώην πρωθυπουργός της Ισπανίας, Χόρχε-Λουΐς Θαπατέρο, στη “Le monde” (28/11/2013), όπου ανοιχτά παραδέχεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει εναλλακτική οικονομική πολιτική με δεδομένη την ένταξη μιας χώρας στην Ευρωζώνη. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα της συνέντευξης:


«Ερ. Δεν υπήρχαν εναλλακτικές στην λιτότητα, τη μείωση των μισθών των δημόσιων υπαλλήλων, το πάγωμα των συντάξεων κλπ;

Απ. Με δεδομένη την ένταξή μας στην ΟΝΕ και το ύψος του ελλείμματός μας δεν υπήρχε. Η μόνη λύση ήταν μια πολιτική ρευστότητας αλλά αυτή ήταν στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (από την ιστοσελίδα “Iskra”)».


Την ίδια στιγμή η «Αυγή της Κυριακής» αναφέρεται σε μια δήλωση του πρώην καγκελάριου της Γερμανίας Χέλμουτ Σμιτ, με τίτλο «ΣΥΡΙΖΑ και ο Χέλμουτ Σμιτ», ο οποίος υποστηρίζει ότι «απαιτείται μια Διάσκεψη για το χρέος, όπως το 1953», κατά την οποία, όπως είναι γνωστό, έγινε  διακανονισμός ως προς την εξόφληση του δημόσιου χρέους της Γερμανίας.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι η «Αυγή της Κυριακής», εκφράζοντας την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθεί να επιβεβαιώσει τρία κυρίαρχα σημεία της πολιτικής του:

•Πρώτο: Ότι είναι δυνατό να αντιμετωπιστεί το δημόσιο χρέος συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης με μια Διάσκεψη στην οποία θα συμμετέχουν όλα τα κράτη – μέλη.

•Δεύτερο: Ότι είναι δυνατό να υπάρξει μια άλλη πολιτική, που δεν θα μειώνει τους μισθούς και τις συντάξεις, με δυο λόγια, που δεν θα είναι η πολιτική των μνημονίων.

•Τρίτο: Αφού τα παραπάνω είναι δυνατά δεν υπάρχει κανένας λόγος να μιλάμε για έξοδο από την Ευρωζώνη και το ευρώ, πολύ περισσότερο δεν υπάρχει κανένας λόγος να μιλάμε για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από την πλευρά μας έχουμε να παρατηρήσουμε τα παρακάτω:

Πρώτο: Αυτό που προσπαθεί να επιτύχει η Γερμανία μέσα από την περιοριστική πολιτική που εφαρμόζεται είναι να αντιμετωπίσει τα δημοσιονομικά ελλείμματα για να σταματήσει να αυξάνεται το δημόσιο χρέος. Γι’ αυτό το λόγο επιδιώκει να εφαρμόσει για όλες τις χώρες την πολιτική των μνημονίων. Με άλλα λόγια η μνημονιακή πολιτική δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τη γενική οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση, που παράγοντας αυτής της κρίσης είναι και το αυξημένο δημόσιο χρέος, και όχι κάποια ιδιαίτερη μορφή οικονομικής πολιτικής που αφορά ειδικά στη λεγόμενη κρίση χρέους.

Δεύτερο: Αυτή η περιοριστική πολιτική, που ρίχνει τους μισθούς και τις συντάξεις, επιδιώκει να βελτιώσει την ανταγωνιστική ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο διεθνή της ανταγωνισμό με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, γι’ αυτό το λόγο περιλαμβάνει όλο το πακέτο μέτρων που είχε εγκριθεί από τη Διάσκεψη Κορυφής της Λισαβόνας. Πριν απ’ όλες τις χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο ανταγωνισμός αυτός ωφελεί τη Γερμανία και κατοχυρώνει τη δύναμή της.

Τρίτο: Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτή η πολιτική εξασφαλίζει την ηγεμονική θέση της Γερμανίας στο επίπεδο της οικονομίας και της πολιτικής, γιατί επωφελείται από την ύπαρξη του ευρώ και κερδίζει σημαντικά οικονομικά οφέλη.

Τέταρτο: Αν αλλάξει αυτή η πολιτική, τότε, η Γερμανία είναι υποχρεωμένη να υποστεί ένα σεβαστό μέρος του κόστους από τη διαχείριση του χρέους προς όφελος άλλων χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που οδηγεί στην υπονόμευση της δικής της θέσης μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και ως παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής δύναμης.

Πέμπτο: Μια διαφορετική διαχείριση του δημόσιου χρέους, που πρακτικά θα σήμαινε συμφωνημένη καταστροφή κεφαλαίου, δεν θα έβλαπτε μόνο τα συμφέροντα της Γερμανίας αλλά και τα συμφέροντα άλλων χωρών. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να εξηγήσουμε τη στάση ορισμένων χωρών, όπως της Γαλλίας π. χ., απέναντι στην πολιτική που προτείνεται από τη Γερμανία.

Έκτο: Αν υπήρχε περίπτωση να επιβληθεί στη Γερμανία μια διαφορετική διαχείριση για το δημόσιο χρέος μέσα από μια συμφωνία καταστροφής κεφαλαίου, τότε, η στάση της Γερμανίας θα διαφοροποιούνταν ως προς τη συμμετοχή άλλων χωρών στην Ευρωζώνη, για να μην πούμε ότι ακόμη θα διαφοροποιούνταν και ως προς τη συμμετοχή της ίδιας στην Ευρωζώνη με όρους που δεν θα συνέφεραν την αστική τάξη της Γερμανίας. Σε κάθε περίπτωση θα άλλαζε η γεωμετρία της Ευρωζώνης και πιθανά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τέτοιες εναλλακτικές λύσεις, γνωρίζουμε από το παρελθόν, ότι υπάρχουν στα συρτάρια της ηγεσίας της Γερμανίας. Στην περίπτωση αυτή οι χώρες που θα «πλήρωναν τη νύφη» θα ήταν οι πιο αδύνατες χώρες, όπως η Ελλάδα. Θα οδηγούνταν στην έξοδο από την Ευρωζώνη προς όφελος μιας νέας Ευρωζώνης που θα εξασφάλιζε το ευρώ.

Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι είναι αδύνατον να κάνει πίσω η Γερμανία και να δεχθεί μια Διάσκεψη για τη συνολική αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους, γι’ αυτό άλλωστε επιμένει σταθερά στην πολιτική της, η οποία έχει καταγραφεί ως «σκληρή στάση», η οποία τώρα θα είναι πιο αδιάλλακτη μια και η Γερμανική κυβέρνηση αποτελείται από τους δύο βασικούς πυλώνες του πολιτικού της συστήματος. Τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλδημοκράτες.

Αυτός είναι και ο λόγος που η Ευρωπαϊκή Ένωση ενώ έχει ανάγκη να αντιμετωπίσει και να επιλύσει το πρόβλημα του δημόσιου χρέους, ως άμεσου και οξύτατου προβλήματος, από την άλλη αδυνατεί να φτάσει σε λύσεις άμεσου χαρακτήρα και οδηγείται σε λύσεις που απαιτούν μάκρος χρόνου.

Καταλαβαίνουμε τώρα σε τι στρατηγικό αδιέξοδο βρίσκεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μια μεριά δεν είναι διατεθειμένος να αλλάξει τη θέση του για τη συμμετοχή της χώρας στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την άλλη μεριά διατυπώνει προτάσεις που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν μια και σκοντάφτουν πάνω στην καθιερωμένη πολιτική της Γερμανίας, μιας πολιτικής, που, τελικά, ανεξάρτητα από τις αντιθέσεις που δημιουργεί, εφαρμόζεται.

Αυτό τον οδηγεί να «παίζει» με τις εντυπώσεις, προκειμένου να συγκαλύψει την ουσιαστική του υποταγή στην ίδια στρατηγική που έχει και η αστική τάξη της χώρας μας. Γι’ αυτό το λόγο «πιάστηκε» από το ρεπορτάζ της “Le Monde” προκειμένου να καλλιεργήσει την άποψη ότι η διαπραγμάτευση που προτείνει ο ίδιος για την αντιμετώπιση του δημόσιου χρέους θα είναι μια ουσιαστική διαπραγμάτευση, όταν απ’ όλα τα δεδομένα που «τρέχουν» θα έπρεπε να τον οδηγήσουν να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο μόνος δρόμος για να αντιμετωπιστεί το δημόσιο χρέος είναι η αποχώρηση από το ευρώ, η αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση και η μονομερής διαγραφή του χρέους, παράλληλα με την ύπαρξη ενός προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας της χώρας μας προς όφελος των κοινωνικών αναγκών των εργαζομένων με κύριο μοχλό το δημόσιο τομέα, ένα πρόγραμμα που θα στηρίζεται στην εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα και θα υλοποιείται από τη δική τους πολιτική εξουσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου