του Άρη Χατζηστεφάνου
Η νέα αποικιοκρατία της Γαλλίας στην Αφρική μετατρέπεται σε
ψυχρό πόλεμο με το Πεκίνο.
Ο Φρανσουά Ολάντ δεν μπορούσε να κρύψει την κούρασή του
κατεβαίνοντας από το προεδρικό αεροσκάφος στο μεγαλύτερο αεροδρόμιο της
Κεντροαφρικανικής Δημοκρατίας.
Επέστρεφε από την κηδεία του Νέλσον Μαντέλα στη Νότια Αφρική
και σκέφτηκε ότι με την ευκαιρία θα μπορούσε να κάνει μια μικρή στάση και να
κηρύξει έναν ακόμη πόλεμο σε μια από τις πρώην αποικίες της Γαλλίας.
Δεν ήταν φυσικά η πρώτη φορά που ο πρόεδρος του «εξαγώνου»,
όπως αποκαλούν οι Γάλλοι τη χώρα τους, ανακοίνωνε την έναρξη στρατιωτικών
επιχειρήσεων στην Αφρική. Ίσως μάλιστα αυτή η επαναλαμβανόμενη κοινοτοπία στα λόγια και τις
κινήσεις του Ολάντ να έκανε τις δηλώσεις του ακόμη πιο συνταρακτικές. Όπως μας
υπενθύμιζε το γερμανικό περιοδικό Spiegel «είναι δύσκολο να εντοπίσεις μια
χρονιά στον τελευταία μισό αιώνα στον οποίο οι Γάλλοι στρατιώτες δεν ξεκινούσαν
μια νέα μάχη σε κάποια περιοχής της Αφρικής». Η επιχείρηση Sangaris, που
βρίσκεται σε εξέλιξη στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, αποτελεί την 39η
στρατιωτική επιχείρηση από το 1960, όταν το Παρίσι αναγκάστηκε να προσφέρει την
ανεξαρτησία στις περισσότερες από τις αποικίες της.
Μόνο τα δυο τελευταία χρόνια οι γαλλικές ένοπλες δυνάμεις
έλαβαν εντολές να βομβαρδίσουν ή να αναπτυχθούν σε περιοχές της Λιβύης, της
Ακτής Ελεφαντοστού και του Μάλι ενώ ο πρόεδρος Ολάντ ήταν από τους πλέον ένθερμους
υποστηρικτές (μαζί με τον Ευ.Βενιζέλο) των σχεδίων βομβαρδισμού της Συρίας – τα
οποία τελικά ακυρώθηκαν ύστερα από την επικράτηση πιο ψύχραιμων φωνών στο
Πεντάγωνο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τη CIA.
Αφορμή για την γαλλική επέμβαση στη χώρα είναι οι
εντεινόμενες συγκρούσεις ανάμεσα σε ομάδες χριστιανών, που αποτελούν και την
πλειονότητα του πληθυσμού και μουσουλμάνων μαχητών, οι οποίοι κατέλαβαν την
εξουσία τον Μάρτιο ανατρέποντας τον πρόεδρο Φρανσουά Μποζιζέ. Πίσω όμως από τις
σπαραξικάρδιες ομιλίες του Γάλλου προέδρου για την ανάγκη προστασίας του
τοπικού πληθυσμού κρύβεται ένα ακόμη θερμό μέτωπο του ακύρηχτου Ψυχρού Πολέμου
μεταξύ της Κίνας και αρκετών χωρών της Δύσης.
Η ίδια η κεντροαφρικανική δημοκρατία αποτελεί μια όαση
ανεκμετάλλευτων κοιτασμάτων πετρελαίου, ουρανίου, διαμαντιών, χρυσού και
ξυλείας. Πέρα όμως από τα άμεσα οφέλη που θα έχουν οι εταιρείες της χώρα που θα
επιβάλλει την κυριαρχία της σε αυτή την πάμφτωχη γωνιά της μαύρης ηπείρου οι
στρατιωτικές επιχειρήσεις στην κεντροαφρικανική δημοκρατία εξυπηρετούν και πολύ
σημαντικότερους οικονομικούς στόχους.
Πριν από την ανατροπή του προέδρου Μποζιζέ η
Κεντροαφρικανική Δημοκρατία ενίσχυε με ταχύτατους ρυθμούς τις σχέσεις της με
την Κίνα συνάπτοντας νέες εμπορικές αμυντικές αλλά και πολιτιστικές συμφωνίες.
Οι επισκέψεις Κινέζων αξιωματούχων είχαν μπει στην ημερήσια Ατζέντα με
επίκεντρο την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας. Η βελτίωση
των σχέσεων με το Πεκίνο όμως οδηγούσε σε μια αντιστρόφως ανάλογη επιδείνωση
των σχέσεων με το Παρίσι, το οποίο δεν μπορούσε να κρύψει πλέον τη δυσφορία του
για την επέκταση τη κινεζικής επιρροής σε μια από τις πρώην αποικίες του.
Ο ίδιος ο Μποζιζέ προαισθανόμενος του τι θα ακολουθούσε είχε
αρχίσει να προειδοποιεί, κατά τη διάρκεια ομιλιών του, ότι οι επιθέσεις των
ανταρτών εναντίον της κυβέρνησής του σχετίζονται με τα συμβόλαια πετρελαίου που
είχε αρχίσει να υπογράφει η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία με κινεζικούς
πετρελαϊκούς Κολοσσούς. «Τι έκανα λάθος για να ξεκινήσουν όλες αυτές οι
δολοφονίες και οι βιασμοί» αναρωτιόταν μεγαλόφωνα ο πρώην πρόεδρος της χώρας
δίνοντας ο ίδιος την απάντηση στον εαυτό του: «Πριν δώσω (συμβόλαια από) το
πετρέλαιο στους Κινέζους ήρθα σε επαφή με την (γαλλική εταιρεία) TOTAL στο
Παρίσι και τους είπα να πάρουν αυτοί το πετρέλαιο. Δεν έγινε τίποτα. Όταν όμως
το έδωσα στους Κινέζους άρχισαν όλα τα προβλήματα».
Η αντιπαράθεση με την Κίνα δεν αφορά μόνο την
κεντροαφρικανική Δημοκρατία αλλά όλες τις χώρες που έμειναν στην οικονομική και
στρατιωτική σφαίρα επιρροής του Παρισιού μετά το τέλος της αποικιοκρατίας και
τώρα φλερτάρουν με τον οικονομικό δράκο της Ασίας. Την πρώτη δεκαετία του 20ου
αιώνα, η Γαλλία είδε το ποσοστό της στην αγορά της Αφρικής να μειώνεται από το
10.1% στο 4.7% τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό της Κίνας αυξανόταν από το
2% το 1990 στο 16% το 2011.
Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες που συνήθως παίρνουν έστω
και μια τυπική έγκριση από το εκάστοτε νομοθετικό σώμα πριν στείλουν τους
στρατιώτες τους μερικές δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στη Γαλλία αποτελεί
πλέον κοινό τόπο ότι οι επιθέσεις αποφασίζονται στο προεδρικό μέγαρο. Η γαλλική
εθνοσυνέλευση έμεινε για άλλη μια φορά αμέτοχη καθώς τα μεταγωγικά αεροσκάφη
απογειώνονταν από τη Γαλλία για το κέντρο της Αφρικής.
Ο νέος γαλλικός ιμπεριαλισμός στην Αφρική απολαμβάνει τη
στήριξη των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης, και κυρίως των ΗΠΑ και της Μεγάλης
Βρετανίας, στο βαθμό που μπορεί να λειτουργήσει σαν ανάχωμα στην επέκταση της
κινεζικής επιρροής στην περιοχή. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι στο δυτικό
στρατόπεδο δεν υπάρχουν και οι εσωτερικές αψιμαχίες με χώρες, όπως η Γερμανία,
που θεωρούν ότι το Παρίσι έχει τη δική του ατζέντα.
Αρκετές γερμανικές εφημερίδες δεν μπορούσαν να κρύψουν τη
δυσαρέσκειά τους για το γεγονός ότι το Παρίσι επιχειρεί τι τελευταίες εβδομάδες
να περάσει τον λογαριασμό των στρατιωτικών του επιχειρήσεων στην Αφρική στους
λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το βέβαιο είναι η πολιτική επεμβάσεων της Γαλλίας στην
Αφρική με πρόσχημα την αστάθεια, και την αποτροπή σφαγών μεταξύ αντιμαχόμενων
παρατάξεων έχει φτάσει να λειτουργεί σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία με την
έννοια ότι κάθε επέμβαση δημιουργεί τις συνθήκες που θα δικαιολογήσουν την
επόμενη. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν φυσικά η συμμετοχή στις
στρατιωτικές επιχειρήσεις για την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι στη Λιβύη στο
πλαίσιο των οποίων οι ΗΠΑ και η Γαλλία ενίσχυσαν ομάδες εξτρεμιστών ισλαμιστών
οι οποίοι στη συνέχεια μεταφέρθηκαν σε γειτονικές χώρες. Οι συγκεκριμένες
ομάδες, με το βαρύ οπλισμό που έφεραν από τη Λιβύη, κατάφεραν να καταλάβουν
περιοχές στα βόρεια της χώρας δίνοντας στον κυβερνητικό στρατό το πρόσχημα που
ζητούσε για να καταλάβει την εξουσία και να ξεκινήσει ένα νέο γύρο συγκρούσεων.
Η ίδια χώρα δηλαδή που εξόπλισε τους ισλαμιστές στην Λιβύη ήρθε στη συνέχεια να
τους αντιμετωπίσει στο Μάλι.
Και κάθε φορά οι γαλλικές επεμβάσεις μετριούνται σε
εκατοντάδες ανθρώπινες ζωές. Στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία ο αριθμός των
θυμάτων εκτινάχθηκε στους 600 νεκρούς λίγες μόλις ημέρες μετά την έναρξη των
γαλλικών επιχειρήσεων ενώ σύμφωνα με την ύπατη αρμοστεία του ΟΗΕ για τους
πρόσφυγες τουλάχιστον 160.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες
τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου