Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Ο Μπράουν, ο Φισερ και η … Μέρκελ



του Άρη Χατζηστεφάνου

Οι μεγαλύτερες γερμανικές βιομηχανίες απαιτούν πρόσβαση σε πρώτες ύλες ακόμη και αν απαιτηθεί προσφυγή στα όπλα.

«Ο Μπραουν, ο Φισερ και ο Κραφτ ξανασμίξαν πάλι και φτιάξανε τραστ» τραγουδούσε πριν από χρόνια ο Βασίλης Παπακωνστατίνου, σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη και μουσική του Μάνου Λοϊζου. Και όπως όλα δείχνουν το τραγούδι της δεκαετίας του ’60 βρίσκει νέο νόημα στη Γερμανία του 2013.

Πριν από σχεδόν ένα χρόνο οι ισχυρότερες βιομηχανίες της Γερμνίας ίδρυσαν την περίφημη Συμμαχία για τις Πρώτες Ύλες (Rohstoffallianz) με στόχο, όπως αναφέρεται στο καταστατικό της, «να ανοίξει νέους δρόμους για την παροχή πρώτων υλών στη γερμανική βιομηχανία». Ανάμεσα στους πρώτους πυλώνες της συμμαχίας συναντά κανείς μεγαθήρια της γερμανικής οικονομίας όπως η Volkswagen, η ThyssenKrupp και η Bayer.

Η ίδρυση της συμμαχίας πέρασε αρχικά στα ψιλά του γερμανικού και του διεθνούς Τύπου.....
καθώς η Rohstoffallianz θύμιζε περισσότερο ένα από τα δεκάδες ιδρύματα ερευνών, που απλώς αναλαμβάνουν να παρουσιάζουν αναλύσεις επί αναλύσεων για την πορεία της βιομηχανικής παραγωγής. Σε σύντομο χρονικό διάστημα όμως αποδείχθηκε ότι η Συμμαχία για τις Πρώτες Ύλες μετατρεπόταν σε ένα πανίσχυρο βιομηχανικό λόμπι, το οποίο χτυπούσε τα τύμπανα του πολέμου καλώντας το Βερολίνο να προετοιμαστεί στρατιωτικά για τον έλεγχο κρίσιμων πλουτοπαραγωγικών πηγών του πλανήτη.

Η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας σχετικά με τις προθέσεις των κολοσσών της γερμανικής βιομηχανίας. «Νέος στόχος για τη Γερμανία η εξασφάλιση πρώτων υλών» τιτλοφορούσε σχετική ανάλυσή της, στην οποία σημείωνε με νόημα ότι «τα προηγούμενα πολιτικά μέτρα για την εξασφάλιση πολύτιμων πρώτων υλών δεν αρκούν πλέον». Οι Γερμανοί αναλυτές χαρακτήριζαν την εξάρτηση της Γερμανίας σαν «αχίλλειο πτέρνα» της χώρας και προειδοποιούσαν ότι οι τομείς υψηλής τεχνολογίας μπορούν να αποκοπούν εύκολα από τα απαραίτητα στοιχεία για τη λειτουργία τους. Στην ανάλυσή της η Handelsblatt απαριθμεί σειρά στοιχείων όπως το λίθιο, το κοβάλτιο, το ίνδιο, το χρώμιο αλλά και σπάνιες γαίες ο έλεγχος των οποίων θα καθορίσει τις γεωπολιτικές και οικονομικές ισορροπίες στον πλανήτη για τον 21ο αιώνα. Το μήνυμα ήταν σαφές: η πολιτική και οικονομική διπλωματία του Βερολίνου πρέπει πλέον να συνοδεύεται και από στρατιωτικά μέσα.

Μιλώντας στην εφημερίδα ο πρόεδρος της συμμαχίας Ντιρκ Πάσκερτ εξήγησε ότι οι «πόλεμοι των πρώτων υλών» του μέλλοντος θα αφορούν πολύ περισσότερο τα σπάνια μεταλλεύματα που απαιτεί η βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας και λιγότερο το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο που καθόριζε τις μάχες του προηγούμενου αιώνα. Ο Πάσκερτ, χωρίς να χρονοτριβεί, αναφέρθηκε στο ρόλο που παίζει ο αμερικανικός στρατός αλλά και ο κινεζικός στόλος για την εξασφάλιση αυτών των πλουτοπαραγωγικών πηγών και εξήγησε χωρίς περιστροφές ότι και η Γερμανία «θα χρειαστεί επιπλέον στρατιωτικά εργαλεία». Μιλώντας πριν από μερικές εβδομάδες και στο Reuters, ο ίδιος έκανε λόγο ακόμη και για εμπλοκή του ΝΑΤΟ.

Στόχος η Κίνα

Η αναφορά στους μηχανισμούς της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας παραπέμπει σε ένα κοινό μέτωπο με τις ΗΠΑ και άλλες ευρωπαϊκές χώρες για τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πηγών σε περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Και όπως όλα δείχνουν κοινός εχθρός αυτού του μετώπου θα είναι πολύ σύντομα η Κίνα για δυο λόγους. Καταρχήν γιατί στην προσπάθεια ανάπτυξης μιας μεσαίας τάξης ο κινεζικός καπιταλισμός απορροφά τεράστιες ποσότητες πρώτων υλών που διεκδικούν οι βιομηχανίες της Δύσης. «Η δυσκολία εξεύρεσης πρώτων υλών» διαβάζουμε ήδη από την πρώτη παράγραφο της ιστοσελίδας της Rohstoffallianz «οφείλεται στην αυξημένη ζήτηση από συγκεκριμένες χώρες αλλά και σε κυβερνητικές παρεμβάσεις όπως οι περιορισμοί εξαγωγών». Δύσκολα θα μπορούσε να φωτογραφίσει κανείς με μεγαλύτερη πιστότητα την Κίνα. Υπάρχει όμως και ένας δεύτερος λόγος που καθιστά την Κίνα «στόχο» της γερμανικής βιομηχανίας και ανεβάζει το θερμόμετρο της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης.

Η Κίνα παράγει σήμερα το 90 με 95% από τις λεγόμενες σπάνιες γαίες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή συσκευών υψηλής τεχνολογίας και έχει ανακοινώσει ότι θα μειώσει περαιτέρω τις εξαγωγές – γεγονός που θα προκαλέσει ασφυξία στις βιομηχανίες της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.

Προς το παρόν λοιπόν τα συμφέροντα της γερμανικής και της αμερικανικής βιομηχανίας είναι κοινά και δικαιολογούν τις αναφορές της γερμανικής Συμμαχίας πρώτων υλών σε διεθνή μέσα προβολής ισχύος όπως το ΝΑΤΟ. Πολύ σύντομα όμως οι ελλείψεις πολύτιμων στοιχείων θα μπορούσαν να φέρουν της Γερμανία σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Ή όπως έλεγε και το τραγούδι: «Ο Μπράουν ο Φίσερ κι Κράφτ χώρισαν σε Μπράουν σε Φίσερ σε Κραφτ… εχθροί τάχα γίνανε διαλύσαν το τραστ».

Μια συμμαχία από τα παλιά

Δεν ήταν λίγοι οι επικριτές του Βερολίνου που βλέπουν πίσω από τη δημιουργία της Συμμαχίας για τις Πρώτες Ύλες την ανάδυση ενός νέου Γερμανικού ιμπεριαλισμού. Σημειώνουν μάλιστα με νόημα ότι αρκετές από τις εταιρείες που εντάχθηκαν από την πρώτη στιγμή στη Rohstoffallianz, είτε είχαν συνεργαστεί με το ναζιστικό καθεστώς του Χίτλερ είτε αποτελούν διάδοχα επιχειρηματικά σχήματα τέτοιων εταιρειών: Η Volkswagen ιδρύθηκε το 1937 από το συνδικάτο εμπόρων των Ναζί και ανέλαβε να πραγματοποιήσει το όνειρο του Χίτλερ για την κατασκευή του «αυτοκινήτου του λαού». Η ThyssenKrupp χρησιμοποιούσε σκλάβους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τις εργασίες της ενώ ο πρόεδρος της εταιρείας Άλφρεντ Κρουπ, καταδικάστηκε στη στη δίκη της Νυρεμβέργης. Η Bayer, ως θυγατρική τότε της IG Farben, επίσης χρησιμοποιούσε σκλάβους από το στρατόπεδο του Μάουτχάουζεν ενώ παρασκεύαζε και τα χημικά που χρησιμοποιούνταν στους θαλάμους αερίων για την γενοκτονία των Εβραίων, των ομοφυλόφιλων και των τσιγγάνων. Παρόμοια όμως είναι και η ιστορία της BASF η οποία επίσης ως θυγατρική της IG Farben, συνεργάστηκε στενά με το ναζιστικό καθεστώς.

Προφανώς οποιαδήποτε σύγκριση του σημερινού επιχειρηματικού τοπίου της Γερμανίας με αυτό της περιόδου του Χίτλερ είναι αδική και πιθανώς κακοπροαίρετη. Αυτό που συνδέει όμως το χτες με το σήμερα είναι η ίδια ανησυχία των εταιρειών για την εξασφάλιση των σπάνιων πρώτων υλών που απαιτούνται για τη λειτουργία τους.

Η ανησυχία αυτή συμπίπτει με το νέο στρατηγικό δόγμα του Βερολίνου, το οποίο τα τελευταία χρόνια απορρίπτει τον στρατιωτικό απομονωτισμό που του επιβλήθηκε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και αναζητά ευκαιρίες για την ανάπτυξη των ενόπλων δυνάμεων σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

Η ανάμιξη της Μπούντεσβερ (του γερμανικού στρατού) στην επίθεση της Γαλλίας στο Μάλι είναι χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα. Παράλληλα όμως η γερμανική πολεμική βιομηχανία, με τη στήριξη της καγκελαρίας – και παρά τις αντιδράσεις αρκετών Γερμανών πολιτών – εξοπλίζει αυταρχικά και δικτατορικά καθεστώτα στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή και την Ασία, τα οποία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν σαν εκπρόσωποι των συμφερόντων της Συμμαχίας για τις Πρώτες Ύλες. Πριν από ένα χρόνο οι αποκαλύψεις για την πώληση 200 αρμάτων μάχης στη Σαουδική Αραβία και ενός ακόμη πυρηνικού υποβρυχίου στο Ισραήλ, είχε προκαλέσει πολιτική θύελλα στη γερμανική πρωτεύουσα χωρίς όμως να κάμψει ούτε κατ’ ελάχιστο τα σχέδια της πολεμικής βιομηχανίας της χώρας.
Ίσως τελικά η πιο ανησυχητική πτυχή αυτής της ιστορία να μας έρχεται και πάλι από εκείνο το τραγούδι για τον Μπραουν, τον Φισερ και τον Κραφτ – και συγκεκριμένα από τον τίτλο του: Τρίτος Παγκόσμιος

Από τα «Επίκαιρα» μέσω «alfavita»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου