Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Eva Golinger: Η Βενεζουέλα Πίσω από τις Διαμαρτυρίες - Η Επανάσταση είναι Εδώ για να Μείνει

Η δημοσιογράφος-ερευνήτρια Eva Golinger εντοπίζει τις ρίζες των τρεχουσών διαδηλώσεων της αντιπολίτευσης, και επιχειρηματολογεί «η επανάσταση που είναι εδώ για να μείνει είναι η Μπολιβαριανή Επανάσταση, που ξεκίνησε το 1998 όταν ο Ούγκο Τσάβες πρωτοεκλέχτηκε πρόεδρος».

της Eva Golinger

Γι’ αυτούς από εσάς που δεν είναι εξοικειωμένοι με ζητήματα της Βενεζουέλας, μην αφήσετε τον τίτλο αυτού του άρθρου να σας ξεγελάσει. Η επανάσταση στην οποία αναφέρεται δεν είναι αυτή που τα περισσότερα ΜΜΕ εμφανίζουν να λαμβάνει χώρα σήμερα στο Καράκας, με τους διαδηλωτές να καλούν στην αποπομπή του προέδρου της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο. Η επανάσταση που είναι εδώ για να μείνει είναι η Μπολιβαριανή Επανάσταση, που ξεκίνησε το 1998 όταν ο Ούγκο Τσάβες πρωτοεκλέχτηκε πρόεδρος και που έχει στη συνέχεια μετασχηματίσει το μέγα έθνος παραγωγής πετρελαίου σε μια κοινωνικά εστιασμένη, προοδευτική χώρα, με μια κυβέρνηση βάσης. Οι διαδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα τις τελευταίες λίγες μέρες στη Βενεζουέλα είναι προσπάθειες να υπονομεύσουν και να καταστρέψουν αυτό το μετασχηματισμό ώστε να επιστρέψει η εξουσία στα χέρια της ελίτ που διοικούσε το έθνος προηγουμένως για περισσότερα από 40 χρόνια.

Αυτοί που διαδηλώνουν δεν εκπροσωπούν την ευρεία πλειοψηφία της εργατικής τάξης της Βενεζουέλας που πάλεψε για να ξεπεράσει τον καταπιεστικό αποκλεισμό στον οποίο υποβάλλονταν κατά τη διάρκεια των διοικήσεων πριν τον Τσάβες. Η νεολαία που κατεβαίνει στους δρόμους σήμερα στο Καράκας και σε άλλες πόλεις σε όλη τη χώρα, κρύβοντας τα πρόσωπά της πίσω από μάσκες και κουκούλες, καταστρέφοντας δημόσια κτίρια, οχήματα, καίγοντας σκουπίδια, μπλοκάροντας βίαια τη διέλευση και πετώντας πέτρες και κοκτέιλ μολότοφ στις δυνάμεις ασφαλείας, καθοδηγείται από εξτρεμιστικά δεξιά συμφέροντα από τον πιο πλούσιο τομέα της Βενεζουέλας. Καθοδηγούμενοι από σκληροπυρηνικούς νεοσυντηρητικούς, τον Λεοπόλδο Λόπεζ, τον Ενρίκε Καπρίλες και τη Μαρία Κορίνα Ματσάδο – που προέρχονται από τρεις από τις πλουσιότερες οικογένειες στη Βενεζουέλα, το 1% του 1% – οι διαδηλωτές επιδιώκουν όχι να διεκδικήσουν τα βασικά θεμελιώδη τους δικαιώματα, ή να κερδίσουν πρόσβαση σε δωρεάν υγειονομική περίθαλψη ή εκπαίδευση, τα οποία είναι εγγυημένα από το κράτος χάρη στον Τσάβες, αλλά μάλλον επιχειρούν να βυθίσουν τη χώρα σε μια κατάσταση ακυβερνησίας που θα δικαιολογούσε μια διεθνή επέμβαση οδηγώντας σε αλλαγή καθεστώτος.

Πριν την εκλογή του Τσάβες το 1998, η Βενεζουέλα ήταν σε μια πολύ σκοτεινή, δύσκολη περίοδο με μια επικίνδυνα διαβρωμένη δημοκρατία. Κατά τη διάρκεια των αρχών της δεκαετίας του 1990, η φτώχεια διογκώθηκε στο περίπου 80%, η οικονομία ήταν σε μια καταβόθρα, η ευρεία μεσαία τάξη του έθνους εξαφανιζόταν με εκατομμύρια να πέφτουν σε οικονομική απόγνωση, τα συνταγματικά δικαιώματα είχαν ανασταλεί, είχε επιβληθεί εθνική απαγόρευση κυκλοφορίας και η διαφθορά ήταν ανεξέλεγκτη. Αυτοί που διαδήλωναν ενάντια στις πράξεις της κυβέρνησης καταστέλλονταν βίαια και συχνά σκοτώνονταν. Στην πραγματικότητα, κατά τη διάρκεια της αποκαλούμενης «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας» στη Βενεζουέλα από το 1958 ως το 1998, πριν το μετασχηματισμό του έθνους σε συμμετοχική δημοκρατία υπό τον Τσάβες, χιλιάδες Βενεζουελάνοι είχαν εξαφανιστεί, βασανιστεί, εκδιωχθεί και δολοφονηθεί από τις κρατικές δυνάμεις ασφαλείας. Κανένα από δικαιώματά τους δεν ήταν εγγυημένο, και κανείς, εκτός από την πλειοψηφία των αποκλεισμένων φτωχών, δεν έμοιαζε να νοιάζεται. Διεθνείς οργανισμοί Ανθρώπινων Δικαιωμάτων έδειχναν μικρό ενδιαφέρον για τη Βενεζουέλα κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, παρά τις σαφείς και συστηματικές παραβιάσεις που λάμβαναν χώρα ενάντια στο λαό.

Αυτοί που ήταν στην εξουσία κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, η οποία επίσης αναφέρεται στη Βενεζουέλα ως η «Τέταρτη Δημοκρατία», αντιπροσώπευαν μια ελίτ μειοψηφία – οικογένειες που παρακρατούσαν τον πλούτο του έθνους και επωφελούνταν σε μεγάλο βαθμό από τα προσοδοφόρα αποθέματα πετρελαίου. Εκατομμύρια δολάρια από πετρελαϊκά κέρδη που άνηκαν στο κράτος (το πετρέλαιο εθνικοποιήθηκε στη Βενεζουέλα το 1976) έβγαιναν από τη χώρα και κατευθύνονταν στους φουσκωμένους τραπεζικούς λογαριασμούς των πλούσιων Βενεζουελάνων και διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων που είχαν σπίτια στο Μαϊάμι, τη Νέα Υόρκη και τη Δομινικανή Δημοκρατία και ζούσαν τη μεγάλη ζωή στις πλάτες μιας εξαθλιωμένης πλειοψηφίας.

Η εκλογική νίκη του Ούγκο Τσάβες το 1998 γκρέμισε το πλουσιοπάροχο συμπόσιο που απολάμβανε η Βενεζουελάνικη ελίτ για δεκαετίες, ενώ οδηγούσε τη χώρα στο γκρεμό. Εξελέγη ακριβώς για να σπάσει τη διατήρηση στην εξουσία που αυτές οι ομάδες είχαν αξιοποιήσει τόσο χρόνια, και η υπόσχεση του Τσάβες ήταν επανάσταση – πλήρης μετασχηματισμός του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού συστήματος στη χώρα. Οι εκλογικές του νίκες ήταν στέρεες, χρόνο με το χρόνο, κάθε φορά αυξάνοντας τη δημοτικότητα του καθώς όλο και περισσότεροι Βενεζουελάνοι έβρισκαν κίνητρο να συμμετέχουν στην ίδια τους τη διακυβέρνηση και την κατασκευή ενός νέου έθνους χωρίς αποκλεισμούς, με την κοινωνική δικαιοσύνη ως έμβλημά του.

Η εκλογή του Τσάβες ήταν ένα τεράστιο πλήγμα για την Ουάσινγκτον και τα ισχυρά συμφέροντα στις ΗΠΑ που ήθελαν τον έλεγχο των αποθεμάτων πετρελαίου της Βενεζουέλας – των μεγαλύτερων στον πλανήτη. Τον Απρίλη του 2002, η διοίκηση του Μπους στήριξε ένα πραξικόπημα για να ανατρέψει τον Τσάβες, καθοδηγούμενο από τις ίδιες ακριβώς ελίτ που ήταν προηγουμένως στην εξουσία. Το πραξικόπημα περιλάμβανε μαζικές πορείες στους δρόμους του Καράκας, αποτελούμενες από τις πλούσιες και μεσαίες τάξεις, καλώντας στην αποπομπή του Τσάβες. Ελεύθεροι σκοπευτές χρησιμοποιούνταν για να πυροβολούν ενάντια σε αυτούς στις πορείες, δημιουργώντας βία και χάος που κατευθείαν χρεωνόταν στον Τσάβες. Η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και οι εφημερίδες στη Βενεζουέλα, όλα συμμετείχαν στις πραξικοπηματικές προσπάθειες, χειραγωγώντας εικόνες και διαστρεβλώνοντας γεγονότα για να δικαιολογήσουν την αποπομπή του Τσάβες. Αυτός μετατράπηκε σε κακοποιό, κακό δικτάτορα, βάναυσο δολοφόνο στα μάτια των διεθνών ΜΜΕ, αν και στην πραγματικότητα αυτοί που ήθελαν να τον ανατρέψουν και οι υποστηριχτές τους στην Ουάσινγκτον ήταν υπεύθυνοι για τον προκαλούμενο θάνατο και καταστροφή. Αφού ο Τσάβες απήχθη στις 11 Απρίλη 2002 και οδηγούνταν στη δολοφονία, οι πλούσιοι επιχειρηματίες πίσω από το πραξικόπημα πήραν την εξουσία και επέβαλαν δικτατορία. Όλοι οι δημοκρατικοί θεσμοί διαλύθηκαν, συμπεριλαμβανομένου του νομοθετικού σώματος και του ανώτατου δικαστηρίου.

Η πλειοψηφία που είχε ψηφίσει υπέρ του Τσάβες και είχε τελικά γίνει πρωταγωνίστρια στη δική της διακυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να υπερασπιστεί τη δημοκρατία της και κατέβηκε στους δρόμους απαιτώντας την επιστροφή του προέδρου της. Σαρανταοκτώ ώρες αργότερα, ο Τσάβες σώθηκε από εκατομμύρια υποστηριχτές και πιστές στρατιωτικές δυνάμεις. Το πραξικόπημα ηττήθηκε και η επανάσταση επιβίωσε, αλλά οι απειλές συνεχίστηκαν.

Μια επακόλουθη οικονομική δολιοφθορά επιχείρησε να οδηγήσει στην κατάρρευση της πετρελαϊκής βιομηχανίας. 18.000 υψηλόβαθμοι τεχνικοί και διοικητικοί εργάτες στην κρατικής ιδιοκτησίας επιχείρηση, PDVSA, απείχαν από την εργασία, σαμποτάροντας τον εξοπλισμό και προκαλώντας ζημιά κοντά 20 εκατομμυρίων δολαρίων στη Βενεζουελάνικη οικονομία. Μετά από 64 μέρες απεργιών, άδειων ραφιών στα σουπερμάρκετ λόγω εσκεμμένης παρακράτησης προϊόντων για να προκληθεί πανικός, και ένα βάναυσο μιντιακό πόλεμο στον οποίο κάθε ένας ιδιωτικός σταθμός εξέπεμπε τη προπαγάνδα της αντιπολίτευσης 24 ώρες το 24ωρο, 7 μέρες τη βδομάδα, οι Βενεζουελάνοι είχαν απηυδήσει με την αντιπολίτευση. Η δημοτικότητα του Τσάβες έφτασε στα ύψη. Ενάμιση χρόνο αργότερα, όταν η αντιπολίτευση επιχείρησε να τον εκδιώξει μέσω δημοψηφίσματος, κέρδισε μια σαρωτική νίκη της τάξης του 60-40.

Καθοδηγητές στις προσπάθειες για την ανατροπή του Τσάβες ήταν οι ίδιοι τρεις που σήμερα καλούν τους υποστηριχτές τους να κατέβουν στους δρόμους για να εκδιώξουν τον πρόεδρο Νικολάς Μαδούρο από την εξουσία. Ο Λεοπόλδο Λόπεζ και ο Ενρίκε Καπρίλες ήταν και οι δύο δήμαρχοι δύο εκ των πλουσιότερων δήμων κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος του 2002 – του Τσακάο και της Μπαρούτα, ενώ η Μαρία Κορίνα Ματσάδο ήταν στενή σύμμαχος του Πέδρο Καρμόνα, του πλούσιου επιχειρηματία που αυτοανακηρύχτηκε δικτάτορας κατά τη διάρκεια της σύντομης εκδίωξης του Τσάβες. Ο Λόπεζ και η Ματσάδο υπέγραψαν το κακόφημο “Διάταγμα της Καρμόνα”, που διέλυε τους δημοκρατικούς θεσμούς της Βενεζουέλας, διαλύοντας το σύνταγμα. Ο Καπρίλες και ο Λόπεζ ήταν επίσης και οι δύο υπεύθυνοι για τη δίωξη και βίαιη κράτηση μελών της κυβέρνησης του Τσάβες κατά τη διάρκεια του πραξικοπήματος, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι επέτρεψαν κάποιοι από αυτούς να δαρθούν δημόσια, όπως ο Ραμόν Ροντρίγκεζ Τσασίν, πρώην Υπουργός Εσωτερικών το 2002.

Και οι τρεις έχουν υπάρξει κύριοι αποδέκτες της χρηματοδότησης των ΗΠΑ και της πολιτικής στήριξης για τις προσπάθειές τους να ανατρέψουν τον Τσάβες, και τώρα τον Μαδούρο. Το Εθνικό Ίδρυμα για τη Δημοκρατία των ΗΠΑ (NED) και οι παραφυάδες του, το Διεθνές Ρεπουμπλικανικό Ινστιτούτο (IRI) και το Εθνικό Δημοκρατικό Ινστιτούτο (NDI), παρείχαν τα κεφάλαια εκκίνησης για την ΜΚΟ της Ματσάδο «Sumate», και για το δεξιό κόμμα των Καπρίλες και Λόπεζ «Πρώτη Δικαιοσύνη» (Primero Justicia). Όταν ο Λόπεζ διασπάστηκε από την «Πρώτη Δικαιοσύνη» το 2010 για να δημιουργήσει το δικό του κόμμα, τη «Λαϊκή Θέληση» (Voluntad Popular), αυτό χρηματοδοτήθηκε από αμερικάνικα δολάρια.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετούς περιόδου, από το 2000 ως το 2010, οργανισμοί των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων του Οργανισμού για τη Διεθνή Ανάπτυξη των ΗΠΑ (USAID) και του Γραφείου του για Πρωτοβουλίες Μετάβασης (OTI), που συστήθηκαν στο Καράκας το 2002, διοχέτευσαν περισσότερα από 100 εκατομμύρια δολάρια σε ομάδες της αντιπολίτευσης στη Βενεζουέλα. Ο γενικός στόχος ήταν η αλλαγή καθεστώτος.

Όταν ο Τσάβες επανεκλέχθηκε το 2006 με ένα ακόμα μεγαλύτερο περιθώριο νίκης, λαμβάνοντας κοντά 64% των ψήφων, οι ΗΠΑ ανέσυραν τη στήριξή τους από τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα της αντιπολίτευσης και τις ΜΚΟ, ώστε να δημιουργήσουν καινούρια με νεανικά, φρέσκα πρόσωπα. Πάνω από το ένα τρίτο της χρηματοδότησης των ΗΠΑ κατευθύνθηκε προς νεολαιίστικες και φοιτητικές ομάδες, συμπεριλαμβάνοντας την εκπαίδευση στη χρήση των κοινωνικών μέσων δικτύωσης για να κινητοποιηθεί ο πολιτικός ακτιβισμός. Οι ηγέτες των φοιτητών στάλθηκαν στις ΗΠΑ για σεμινάρια και συνέδρια πάνω στον ακτιβισμό στο ίντερνετ και τη δικτύωση στα μέσα ενημέρωσης. Διαμορφώθηκαν στη βάση της τακτικής της προώθησης της αλλαγής καθεστώτος μέσα από ταραχές στους δρόμους και τη στρατηγική χρήση των ΜΜΕ ώστε να παρουσιάσουν την κυβέρνηση ως κατασταλτική.

Το 2007, αυτές οι ομάδες φοιτητών, χρηματοδοτούμενες και εκπαιδευμένες από οργανισμούς των ΗΠΑ, βγήκαν στους δρόμους του Καράκας για να απαιτήσουν την αποπομπή του Τσάβες, έπειτα από την επιλογή της κυβέρνησης να μην ανανεώσει τη σύμβαση δημόσιας παραχώρησης του RCTV, ενός διάσημου ιδιωτικού τηλεοπτικού σταθμού, ιδιαίτερα γνωστού για τις άθλιες σαπουνόπερές του. Οι διαμαρτυρίες απαρτίζονταν από κυρίως μεσαία και ανώτερα στρώματα νεολαίων και πολιτικούς της αντιπολίτευσης, οι οποίο υπερασπίζονταν τα επιχειρηματικά ΜΜΕ και έναν σταθμό που ήταν επίσης γνωστός για την άμεση εμπλοκή του στο πραξικόπημα του Απριλίου 2002. Αν και οι διαμαρτυρίες τους απέτυχαν στο στόχο τους, οι «φοιτητές» είχαν κερδίσει τα διαπιστευτήριά τους ως στέρεο υποστήριγμα της αντιπολίτευσης. Αργότερα εκείνη τη χρονιά, η οργάνωσή τους βοήθησε να ηττηθεί ένα συνταγματικό πακέτο μεταρρυθμίσεων που πρότεινε ο Τσάβες σε ένα εθνικό δημοψήφισμα.

Αφού ο πρόεδρος Τσάβες απεβίωσε το Μάρτιο 2013 μετά από μια βάναυση μάχη με τον καρκίνο, η αντιπολίτευση διέγνωσε μια ευκαιρία να υφαρπάξει την εξουσία από τους υποστηρικτές του. Οι εκλογές έγιναν στις 14 Απριλίου 2013 μέσα σε ένα εξαιρετικά έντονο και ασταθές περιβάλλον. Ο Νικολάς Μαδούρο, ο επιλεγμένος διάδοχος του Τσάβες, κατέβηκε ενάντια στον Ενρίκε Καπρίλες, ο οποίος λίγους μήνες νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 2012, είχε χάσει την προεδρική εκλογή από τον Τσάβες για 11%. Αυτή τη φορά, ωστόσο, τα αποτελέσματα ήταν πιο κοντινά, με τον Μαδούρο να νικάει με ένα λεπτό περιθώριο κάτω του 2%. Ο Καπρίλες αρνήθηκε να δεχτεί το αποτέλεσμα και κάλεσε τους υποστηρικτές του να κατέβουν στους δρόμους σε διαδηλώσεις, να «εκτονώσουν όλη την οργή τους». Κατά τις δύο μέρες μετά τις εκλογές, 11 υποστηρικτές της κυβέρνησης σκοτώθηκαν από υποστηρικτές του Καπρίλες. Ήταν ένα λουτρό αίματος που δεν χάρηκε της προσοχής των διεθνών ΜΜΕ, τα θύματα απλώς δεν ήταν αρκετά λαμπερά, και άνηκαν στη λάθος πλευρά.

Όσο κυλούσε το 2013, η οικονομική κρίση στη χώρα εντεινόταν και επέστρεψε η παλιά στρατηγική της παρακράτησης προϊόντων για να προκληθούν ελλείψεις και πανικός στον πληθυσμό. Βασικά καταναλωτικά αγαθά εξαφανίστηκαν από τα ράφια – χαρτί τουαλέτας, μαγειρικό λάδι, γάλα σε σκόνη, κορν φλάουρ -  κύρια προϊόντα, απαραίτητα στην καθημερινή ζωή στη Βενεζουέλα. Ο πληθωρισμός άρχισε να ανεβαίνει και η κερδοσκοπία, καθώς και οι αυξήσεις των τιμών, φούντωναν. Ενώ ένα μέρος όλων αυτών σχετιζόταν με τους κυβερνητικούς ελέγχους στις ξένες νομισματικές ισοτιμίες για την πρόληψη της φυγής κεφαλαίων, ένα μεγάλο μέρος τους είχε να κάνει με σαμποτάζ. Ένας πλήρης οικονομικός πόλεμος ήταν σε εξέλιξη ενάντια στην κυβέρνηση του Μαδούρο.

Τα προβλήματα επέμειναν κατά τη διάρκεια του έτους και η δυσαρέσκεια μεγάλωνε. Αλλά καθώς η εκλογική περίοδος επανήλθε το Δεκέμβριο, για δημάρχους, το PSUV (Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Βενεζουέλας) κατέγραψε σαρωτικές νίκες. 242 από τις 317 δημαρχίες κερδήθηκαν από το PSUV, αποδεικνύοντας ότι μια ισχυρή πλειοψηφία της χώρας υποστήριζε το κυβερνητικό κόμμα.

Ο Μαδούρο κάλεσε τους κυβερνήτες της αντιπολίτευσης και τους νέο-εκλεγμένους δημάρχους σε συνάντηση στο προεδρικό μέγαρο στα τέλη Δεκέμβρη σε μια προσπάθεια διαλόγου και δημιουργίας ενός χώρου όπου θα δουλέψουν όλοι μαζί για να βελτιωθεί η κατάσταση στη χώρα. Τη συνάντηση εξέλαβε θετικά η πλειοψηφία των Βενεζουελάνων. Ωστόσο, εξτρεμιστές, όπως ο Ματσάδο και ο Λόπεζ, αντιμετώπισαν τη συνάντηση ως απειλή για τον σκοπό τους, την εκδίωξη του Μαδούρο αρκετά πριν το τέλος της θητείας του το 2019. Για άλλη μια φορά, ξεκίνησαν να καλούν σε διαδηλώσεις και άλλες δράσεις ενάντια στην κυβέρνησή του.

Το Γενάρη 2014, καθώς οι Βενεζουελάνοι επέστρεφαν από τις Χριστουγεννιάτικες διακοπές τους, οι οικονομικές δυσκολίες εξακολουθούσαν να υφίστανται. Ο Μαδούρο ξεκίνησε μια προσπάθεια πάταξης των επιχειρήσεων που παραβίαζαν τους πρόσφατα θεσπισμένους νόμους σχετικά με τον έλεγχο των τιμών και την κερδοσκοπία. Προς τα τέλη του Γενάρη, ανακοινώθηκαν νέα μέτρα σχετικά με την πρόσβαση σε ξένο συνάλλαγμα, τα οποία πολλοί εξέλαβαν ως υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, του μπολιβάρ. Έτσι αναπτύχθηκε ένα αίσθημα απόρριψης των νέων μέτρων ανάμεσα σε διάφορες ομάδες της αντιπολίτευσης, και αυξήθηκαν τα καλέσματα για παραίτηση του Μαδούρο. Ως το Φλεβάρη, μικροί θύλακες διαδηλώσεων αναδύθηκαν σε όλη τη χώρα, κυρίως περιορισμένες σε μεσοαστικές και μεγαλοαστικές περιοχές.

Κατά τον εορτασμό της Εθνικής Ημέρας Νεολαίας στις 12 Φλεβάρη, ενώ χιλιάδες διαδήλωναν ειρηνικά μνημονεύοντας τα ιστορικά κατορθώματα της νεολαίας στην ανεξαρτησία του έθνους, μια άλλη ομάδα αναζήτησε μια διαφορετική ατζέντα. Νεολαία της αντιπολίτευσης, “φοιτητές”, καθοδήγησαν μια επιθετική πορεία καλώντας στην παραίτηση του Μαδούρο, η οποία κατέληξε σε βίαιη αντιπαράθεση με τις αρχές, αφού οι διαδηλωτές κατέστρεψαν προσόψεις κτιρίων, συμπεριλαμβανομένου του γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα, πέταξαν αντικείμενα στην αστυνομία και την εθνική φρουρά και χρησιμοποίησαν βόμβες μολότοφ για να κάψουν ιδιοκτησία και να μπλοκάρουν τη διέλευση. Οι συγκρούσεις προκάλεσαν τρεις θανάτους και πολλούς τραυματισμούς.

Ο αρχηγός της βίαιης διαμαρτυρίας, ο Λεοπόλδο Λόπεζ, κρύφτηκε μετά τις συγκρούσεις και εκδόθηκε ένταλμα για τη σύλληψή του εξαιτίας του ρόλου του στα θανατηφόρα γεγονότα και τις δημόσιες εκκλήσεις του να εκδιωχθεί ο πρόεδρος. Μερικές μέρες αργότερα, μετά από μια μακρά παράσταση που περιλάμβανε βίντεο από μια «μυστική» τοποθεσία, ο Λόπεζ συγκάλεσε άλλη μια πορεία και χρησιμοποίησε το γεγονός για να παραδοθεί δημόσια στις αρχές. Τέθηκε υπό κράτηση και κρατήθηκε για ανάκριση, ενώ όλα τα δικαιώματά του διασφαλίστηκαν από το κράτος.

Ο Λόπεζ έγινε το σημείο συσπείρωσης για τις βίαιες διαδηλώσεις, οι οποίες συνεχίζονται ως σήμερα, προκαλώντας αρκετούς πρόσθετους θανάτους, δεκάδες τραυματισμούς και την καταστροφή δημόσιας περιουσίας. Σχετικά μικρές, βίαιες ομάδες διαδηλωτών έχουν μπλοκάρει τη διέλευση στις πιο πλούσιες ζώνες του Καράκας, προκαλώντας καθυστερήσεις στην κυκλοφορία και τρομοκρατώντας τους κατοίκους. Αρκετοί θάνατοι έχουν προκληθεί επειδή οι διαδηλωτές αρνήθηκαν να αφήσουν ασθενοφόρα να περάσουν ώστε να μεταφέρουν τους ασθενείς στην εντατική.

Ειρωνικά, τα διεθνή ΜΜΕ εμφανίζουν αυτούς τους διαδηλωτές ως ειρηνικά θύματα της κρατικής καταστολής. Μέχρι και διασημότητες, όπως η Σερ και η Πάρις Χίλτον, έχουν συνταχθεί σε μια ψεύτικη υστερία, καλώντας σε ελευθερία για τους Βενεζουελάνους από μια «βάναυση δικτατορία». Η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική. Ενώ δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ένα σημαντικό μέρος των διαδηλωτών στις μεγαλύτερες πορείες, έχει διαδηλώσει ειρηνικά τις νόμιμες ανησυχίες του, η κινητήρια δύναμη πίσω από αυτές τις διαδηλώσεις είναι ένα βίαιο σχέδιο για την ανατροπή μιας δημοκρατικής κυβέρνησης. Ο Λόπεζ, ο οποίος έχει δημόσια δηλώσει την περηφάνια του για το ρόλο του στο πραξικόπημα του Απρίλη 2002 ενάντια στον Ούγκο Τσάβες, εξακολουθεί να καλεί τους υποστηρικτές του να διαδηλώσουν ενάντια στην «δικτατορία» στη Βενεζουέλα.

Ενώ δεκάδες κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων του UNASUR (Ένωση των κρατών της Νότιας Αφρικής) και του Mercosur (οικονομική και πολιτική συμφωνία μεταξύ των χωρών της Λατινικής Αμερικής), έχουν εκφράσει τη σαφή υποστήριξη και αλληλεγγύη τους στην κυβέρνηση της Βενεζουέλας και τον πρόεδρο Μαδούρο, η Ουάσινγκτον έσπευσε να υποστηρίξει τους διαδηλωτές της αντιπολίτευσης και να απαιτήσει από την κυβέρνηση την απελευθέρωση όλων των συλληφθέντων κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων. Η διοίκηση του Ομπάμα έφτασε να απειλήσει τον πρόεδρο Μαδούρο με διεθνείς συνέπειες αν ο Λεοπόλδο Λόπεζ συλληφθεί. Στον απόηχο του πρώτου κύματος των βίαιων διαδηλώσεων, ο Μαδούρο απέλασε τρεις διπλωμάτες των ΗΠΑ από την πρεσβεία των ΗΠΑ στο Καράκας, κατηγορώντας τους ότι συνωμότησαν για να στρατολογήσουν φοιτητές στη Βενεζουέλα ώστε να συμμετάσχουν στην αποσταθεροποίηση.

Ενώ η βία εξακολουθεί σε κάποιες περιοχές στη χώρα, ο Μαδούρο έχει κάνει εκτεταμένες εκκλήσεις για ειρήνη. Ένα κίνημα για ειρήνη δρομολογήθηκε την προηγούμενη βδομάδα, καθοδηγούμενο από καλλιτέχνες, αθλητές και φιγούρες του πολιτισμού, μαζί με οργανωμένες κοινότητες, που επιζητούν να λήξει όχι μόνο η τρέχουσα χαοτική κατάσταση αλλά επίσης τα υψηλά επίπεδα εγκληματικότητας που μαστίζουν τη χώρα τα τελευταία χρόνια.

Οι περισσότεροι Βενεζουελάνοι θέλουν ειρήνη στη χώρα τους, και μια πλειοψηφία εξακολουθεί να στηρίζει την τωρινή κυβέρνηση. Η αντιπολίτευση έχει αποτύχει να παρουσιάσει μια εναλλακτική πλατφόρμα ή ατζέντα πέρα από την αλλαγή καθεστώτος, και η συνεχιζόμενη εξάρτησή της από τη χρηματοδότηση και τη στήριξη των ΗΠΑ – μέχρι και αυτή τη χρονιά ο Ομπάμα συμπεριέλαβε 5 εκατομμύρια δολάρια στον Προϋπολογισμό Ξένων Επιχειρήσεων του 2014 για ομάδες της αντιπολίτευσης στη Βενεζουέλα – είναι μια συνεχιζόμενη ένδειξη της αδυναμίας τις. Όπως ένα κρατικό στέλεχος της πρεσβείας των ΗΠΑ στο Καράκας, που δημοσιεύτηκε από το Wikileaks, εξηγούσε το Μάρτη του 2009, “Χωρίς τη συνεχιζόμενη βοήθεια μας, είναι πιθανό ότι οι οργανισμοί που βοηθήσαμε να δημιουργηθούν… θα εξαναγκάζονταν να κλείσουν… Η χρηματοδότησή μας θα παράσχει σε αυτούς τους οργανισμούς μια πολύ αναγκαία σανίδα σωτηρίας”.

Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας στη Βενεζουέλα, η φτώχεια μειώθηκε κατά πάνω από 50%, η υγειονομική περίθαλψη έχει γίνει ελεύθερη και προσβάσιμη σε όλους, όπως και η ποιοτική εκπαίδευση από την πρωτοβάθμια ως την τριτοβάθμια βαθμίδα. Οι κρατικές επιδοτήσεις παρέχουν τρόφιμα και στέγαση σε προσιτές τιμές γι’ αυτούς που το έχουν ανάγκη, καθώς επίσης και προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και τοποθέτησης των εργαζομένων. Τα ΜΜΕ, και ιδιαίτερα τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης, έχουν επεκταθεί σε εθνικό επίπεδο, δίνοντας περισσότερο χώρο για την έκφραση διαφορετικών φωνών. Η πρόσβαση στο ίντερνετ έχει αυξηθεί σημαντικά και το κράτος έχτισε επίσης εκατοντάδες δημόσια κέντρα πληροφοριών με δωρεάν υπολογιστές και πρόσβαση στο ίντερνετ σε όλη τη χώρα. Οι φοιτητές παίρνουν δωρεάν λάπτοπ και τάμπλετ για να χρησιμοποιήσουν για τις σπουδές τους. Η κυβέρνηση έχει αυξήσει τον ελάχιστο μισθό κατά 10-20% κάθε χρόνο, οδηγώντας τη Βενεζουέλα στο να έχει έναν από τους υψηλότερους ελάχιστους μισθούς στη Λατινική Αμερική. Οι συντάξεις είναι εγγυημένες μετά από μόλις 25 χρόνια δουλειάς, και αυτοί που δουλεύουν στην παραοικονομία έχουν επίσης εγγυημένη σύνταξη από το κράτος.

Ενώ τα προβλήματα παραμένουν στη χώρα, όπως παντού, οι περισσότεροι Βενεζουελάνοι είναι επιφυλακτικοί στο να εγκαταλείψουν τα τεράστια κοινωνικά και πολιτικά οφέλη που έχουν κερδηθεί τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια. Μια αντιπολίτευση με τίποτα να προσφέρει εκτός της ξένης παρέμβασης και της ανασφάλειας δεν είναι ελκυστική στην πλειοψηφία. Δυστυχώς, τα ΜΜΕ αποτυγχάνουν να δουν αυτή την πραγματικότητα, ή επιλέγουν να μην την προβάλλουν ώστε να προωθήσουν μια πολιτική ατζέντα. Στη Βενεζουέλα, η επανάσταση είναι εδώ για να μείνει και τα συμφέροντα του 1% δεν πρόκειται να υπερισχύσουν έναντι αυτών του 99% που είναι ήδη στην εξουσία.

Eva Golinger, 20 Φλεβάρη 2014


Μετάφραση: Ειρήνη Γαϊτάνου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου