Για την ανταρτομάνα Κοκκινιά, την πόλη που αγαπήσαμε
Αφιέρωση τιμής και μνήμης
Λένε σ΄αυτήν την γωνιά σταμάτησε εκείνος ο χαφιές,ο ταγματασφαλίτης που φώναζε."Όλοι οι άνδρες από 16 έως 86 χρονών να μαζευτούν στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Όποιος δεν υπακούσει θα εκτελείται επί τόπου. Σ΄αυτή την γωνιά, κοντοστάθηκε το Γερμανικό τζιπ, το πρωινό της 17 Αυγούστου του 1944. Εκεί στην γωνιά ήταν η βρύση που έπαιρνε νερό όλη η γειτονιά και της έλαχε της Βαγγελίτσας, να΄ναι εκεί, με τον γκαζοτενεκέ. Νόημα της έκανε να τους δώσει να ποιούν και κείνη τους γύρισε την πλάτη. Ο Ταγματασφαλίτης κατέβηκε της έδωσε μια κλωτσιά, την έριξε κάτω βρίζοντας και συνέχισε να την κλωτσάει με λύσσα. Όλοι είπαν τυχερή ήταν που δεν την σκότωσε. Ήταν 14 χρονών η Βαγγελίτσα. Έμεινε "σακάτισσα" σε όλη την υπόλοιπη ζωή της. Πέθανε πριν κάποια χρόνια,μόνη χωρίς οικογένεια.
Εκεί σ΄αυτήν την βρύση τα κορίτσια της γειτονιάς έλεγαν την πρώτη καλημέρα. Εκεί έβγαινε το πρώτο "ανακοινωθέν" εκεί η "ενημέρωση"και η "κοινωνική κριτική" Τι θα μαγειρέψουν,τι έγινε με τα γεννητούρια της Κατίνας,τι απέγινε με τον τσακωμό της Αγγέλας με την Φιλιώ και .....γύρισε ο άντρας της Έλλης από την λεγάμενη; Εκεί στη γωνία, οι καημοί και οι πόνοι, γίνονταν μικρά μικρά κομματάκια αντίδωρο να το μοιραστούν όλοι, να γίνει ο πόνος ποιο μικρός και πανηγύρι η χαρά. Στο προσφυγικό γωνιακό διώροφο,ο κυρ Γιώργος που έμενε από πάνω με την κυρά του την κυρά Τασία, έκανε μανάβικο το κάτω μέρος της σκάλας στο ισόγειο και έτσι συμπλήρωνε την σύνταξη της πείνας. Κάθε τόσο παρατούσε το μανάβικο και πεταγόταν στην αντικρινή γωνία να πιει ένα ποτηράκι ρετσίνα με τον κυρ Γιάννη,τον Άρη,τον Αντώνη...Ε! και τότε έβγαινε στο μπαλκόνι η κυρά Τασία, ειδοποιημένη από την κυρά Δέσποινα την "πεπεού" και έβαζε την φωνή "Γιώργηηηηη, που είσαι βρε Γιώργη, έλα δω,πελάτης. Στο ισόγειο σ΄ένα δωμάτιο μ΄ένα κουζινάκι,έμενε η "Λολομηλίτσα". Λιγερόκορμη ,όμορφη,νέα και περήφανη. Ερωτεύθηκε και κράτησε τον καρπό του έρωτά της και ποτέ κανείς δεν έμαθε ποιος ήταν. Άγαμη μητέρα ! Την εποχή εκείνη τόλμησε να παραμείνει άγαμη και να μεγαλώσει με περηφάνια και μες την φτώχεια το παιδί της. Εκεί λοιπόν στη βρύση κάναν σύναξη τα χρώματα. Κάναν σιγόντο οι φωνές, τα γέλια τα πειράγματα. Και τα χρόνια πέρναγαν.........
Εκεί μαζεύονταν τα Σάββατα πριν από το πάρτι του Σαββατόβραδο η καινούργια γενιά. Μοσχοβολούσε η γειτονία βασιλικό και ασβέστη, γιασεμιά και χύμα κολόνια. Άναβε η κουβέντα για το ποδόσφαιρο. Πώς έβαλε γκολ ο Υφαντής και ο Νεστορίδης, πως μπλοκάρανε την μπάλα ο Θεοδωρίδης και ο Μανταλόζης. Εκεί κλεφτά το πρώτο τσιγάρο,εκεί και οι κλεφτές ματιές στα κορίτσια που μπαινόβγαιναν από το ένα σπίτι στο άλλο με τα μπικουτί στα μαλλιά για τις τελευταίες ετοιμασίες για το πάρτι. Ο Βαγγέλης, ο Αλέκος, ο Θοδωρής, ο Σταυρής, ο Αντώνης.......η Λουκρητία,η Ρηνούλα,η Μαλάμω,η Μαρίνα,η Βασιλίτσα....και η φωνή του Στελάρα. "Εγώ με την αξία μου και το φιλότιμό μου,κρατάω πάντα στη ζωή ψηλά το μέτωπό μου"
Πριν φύγουν από την γειτονιά ο κυρ Γιώργης και η κυρά Τασία είχαν βάψει το μπαλκόνι ροζ. Η πόρτα κάτω δεν μαντάλωνε και πια δεν έμενε κανείς. Οι μικρές γλάστρες γεμάτες πλατύφυλλους βασιλικούς, τα γεράνια,το γιασεμί,τα τζιράνια περίμεναν να τα ποτίσουμε και μεις, παιδιά ανεβαίναμε τις σκάλες καθόμασταν στο μπαλκόνι και αγναντεύομαι το γαλάζιο της θάλασσας,πέρα μακρυά. Τα λευκά κουρτινάκια στο κουζινάκι της κυρά Τασίας, παρέμεναν εκεί για να μαρτυρούν το πέρασμά της.
Κάτω,μπρος στη πόρτα της "Λολομηλίτσας" μια ροδούλα να μεγαλώνει,ν΄απλώνει τα κλαδιά της και να σκεπάζει με το πράσινο και το ροδή της, την εγκατάλειψη.Εκεί η ροδούλα να δίνει καθημερινά την μάχη της επικράτησης με το καυσαέριο και τον καιρό. Όλα σιγά σιγά ρημάξανε. Η βρύση βγήκε από την γωνία,το γιασεμί μαράθηκε, μαράθηκαν τα τζιράνια και ο βασιλικός και στη θέση της βρύσης, μπήκε μια πινακίδα της τροχαίας και ένας κάδος σκουπιδιών. Το ροζ του μπαλκονιού ξέφτισε και από κάτω φάνηκαν το γαλάζιο,η ώχρα και πια από το μπαλκόνι δεν έβλεπες την θάλασσα. Υψώθηκαν πολυκατοικίες,να κλείνουν τον ορίζοντα,βάζοντας φραγμό στο βλέμμα και στα όνειρα. Τσιμεντένιοι όγκοι κρύβουν τα μυστικά, την χαρά και τον πόνο. Ταφόπλακα στις καρδιές. Και κει κάτω,γύρω γύρω παρκαρισμένες ιλουστρασιόν λαμαρίνες,να ξεφωνίζουν την ανθρώπινη ματαιοδοξία και αλλοτρίωση.
Βουητό και γδούποι, βγήκα να δω τι γίνεται. Παντού κουρνιαχτό και κει στην γωνία που χρόνια τώρα έχει στοιχειώσει τ΄όνειρο, που στα δωμάτια μπαινοβγαίνουν αρουραίοι, εκεί που τα σκουπίδια ασελγούν στην μνήμη και τις ζωγραφιές, που εκτόπισαν τις μυρωδιές τ΄αρώματα,τα χρώματα και τα τραγούδια,δυο κουρτινάκια μόνον, με δαντελίτσα γύρω γύρω,κατακίτρινα πια, να μαρτυρούν το πέρασμα των ονείρων.
Μόνον η ροδούλα με πείσμα να δίνει την μάχη της επιβίωσης, σε πείσμα των καιρών και κάθε χρόνο να πρασινίζει,ν΄απλώνει κλαδιά,να στολίζεται με τα κατακόκκινα λουλουδάκια της,να τα μετασχηματίζει σε ολοστρόγγυλους καρπούς και να βγάζει κοροϊδευτικά την γλώσσα.
Κουρνιαχτός ολόγυρα και βουητό. Ένα γιγάντιο ατσάλινο χέρι,μια εφιαλτική χούφτα ενός κακού γίγαντα, τερατόμορφου,να υψώνεται και να πέφτει κατά πάνω στο μπαλκόνι ,στο κουζινάκι της κυρά Τασίας. Η παλιά της γκαζιέρα, εκσφενδονίστηκε ψηλά και τα κουρτινάκια της θάφτηκαν στο χώμα. Υψώνεται το γιγάντιο χέρι και πέφτει με μανία ξανά και ξανά.
Όχι, όχι την ροδούλα,κάτω τα ξερά σου,όχι που να σε πάρει ο διάβολος. Και πια στην γωνία δεν υπάρχει τίποτα. Ένα κλαράκι απ΄την ροδούλα πρόκαμα και μάζεψα. Ένα κλαράκι με μια ριζούλα.Το΄βαλα σε μια γλάστρα να΄χω να το ποτίζω.... Χθες μου φάνηκε ποιο πράσινο.
Στην γωνία δεν έμεινε τίποτα μόνον όγκοι από πλίνθους και χώματα. Σωρός ερειπίων,όλα μας τα παραμύθια,όλες οι ζωγραφιές των παιδικών μας χρόνων, για να υψωθεί η τσιμεντένια ματαιοδοξία μας, πληγώνοντας την ιστορία και την φυσιογνωμία της πόλης μου.
Η ροδούλα σήμερα πέταξε ένα καινούργιο φυλλαράκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου