Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

Οι διάσπαρτες φωνές να ενωθούν σε μία!


του Γιώργου Αλεξάτου

Λαϊκή Αντίσταση και λαϊκο-δημοκρατική ιδεολογία


«Ο σύντροφος Λένιν μας δίδαξε ότι για να νικήσουμε τον ταξικό μας εχθρό,
που είναι ισχυρός και έχει πολλά μέσα και αποθέματα στη διάθεσή του,
πρέπει να εκμεταλλευτούμε κάθε ρωγμή του μετώπου του και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε κάθε πιθανό σύμμαχο, έστω και αβέβαιο,
ταλαντευόμενο και προσωρινό».

Αντόνιο Γκράμσι, «Ουνιτά», 2/7/1925


Η ολομέτωπη επίθεση που, για παραπάνω από ένα χρόνο, δέχεται η εργατική τάξη και το σύνολο των κυριαρχούμενων λαϊκών τάξεων και στρωμάτων, θα ήταν λάθος να αποδοθεί αποκλειστικά και μόνο στην ανάγκη του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας να αντιμετωπίσει την κρίση δανεισμού ρίχνοντας τα βάρη στους εργαζόμενους. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια απόπειρα γενικευμένης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, για την εδραίωση νέων όρων κεφαλαιακής συσσώρευσης σε νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση.
Η κρίση λειτούργησε και αξιοποιήθηκε ως ευκαιρία, θεμελιωμένη στην εκτίμηση πως ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων επιτρέπει μια τελική κίνηση για την πλήρη αποδιάρθρωση του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Κατά συνέπεια, η επίθεση βασίστηκε στην εκτίμηση πως το εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν θα είναι σε θέση να αντιπαραταχθεί αποτελεσματικά, ενώ η επιτυχία της θα αποκρυσταλλώσει νέους συσχετισμούς, ακόμα πιο δυσχερείς για το κίνημα.
Η πολύχρονη και πολύπλευρη κρίση του εργατικού και λαϊκού κινήματος εκδηλώνεται με την απομαζικοποίηση των συλλογικών του φορέων, τη γραφειοκρατικοποίηση των διαδικασιών του, την κυριάρχησή του από δυνάμεις που συναινούσαν στις βασικές πολιτικές επιλογές των εκάστοτε κυβερνήσεων. Σχετίζεται επίσης με την αναδιάρθρωση της εσωτερικής σύνθεσης της ίδιας της εργατικής τάξης (μαζική παρουσία μεταναστών, χωρίς κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, περιορισμός εργασιακών δικαιωμάτων για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας κ.λπ.), καθώς και με τη διαμόρφωση όρων που επέτρεπαν σε τμήματα των εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων να λειτουργούν ως στηρίγματα του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας.
Πρόκειται και πάλι για τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της εργασίας του μεταναστευτικού προλεταριάτου από ευρύτατα τμήματα της μικροϊδιοκτησίας της πόλης και της υπαίθρου, για την ανάπτυξη κλάδων ευνοϊκών για τα στρώματα αυτά, όπως ο τουρισμός και οι κατασκευές, καθώς και για την ενίσχυση ανώτερων και μεσαίων τμημάτων της νέας μισθωτής μικροαστικής τάξης, ιδιαίτερα στο δημόσιο τομέα, που αποτέλεσε και το μοχλό της συνολικότερης σταθεροποίησης των συνθηκών πελατειακής εξάρτησης από τους μηχανισμούς του δικομματισμού.


Η αποδιάρθρωση της λαϊκο-δημοκρατικής ιδεολογίας

Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε και η ιδεολογική ηγεμονία του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας πάνω σ’ αυτά τα κοινωνικά στρώματα, που δεν άφησε ανεπηρέαστα και σημαντικά τμήματα της ίδιας της εργατικής τάξης, ενώ εκφράστηκε ιδιαίτερα στην πολιτιστική και πολιτισμική διαμόρφωση της πλειονότητας της νέων της περιόδου.
Ο ευρωπαϊσμός, ενισχυμένος με τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε. και κατόπιν στην ΟΝΕ, αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος της κυρίαρχης ιδεολογίας. Σε αντίθεση με μια εύκολη και φαινομενική αντιπαράθεση ευρωπαϊσμού-εθνικισμού, ο εθνικισμός, είτε λανθάνων είτε σε έξαρση, συμβάδισε με τον ευρωπαϊσμό, αποτελώντας οργανικό στοιχείο της ίδιας ιδεολογίας.
Αφετηριακό σημείο της έξαρσης του εθνικισμού αποτέλεσε η «εθνική ομοψυχία» που επιδείχτηκε σχετικά με το «Μακεδονικό», στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η φράση της Μαρίας Δαμανάκη, προέδρου τότε του ΣΥΝ, για τη συμφωνία όλων «πλην Λακεδαιμονίων» (εννοώντας την Παπαρήγα και το ΚΚΕ) ήταν χαρακτηριστική. Όπως χαρακτηριστικός ήταν ο όρος «Γυφτοσκοπιανοί» για τον προσδιορισμό των Σλαβομακεδόνων γειτόνων.
Η «ισχυρή ευρωπαϊκή Ελλάδα» αποτελεί τον «παράδεισο» για τους γειτονικούς λαούς και όχι μόνο γι’ αυτούς. Ο Έλληνας, ως ικανός να συγκαταλέγεται μεταξύ των Ευρωπαίων, αποδεικνύει την ανωτερότητά του απέναντι σε όσους καταφεύγουν στη χώρα του για να μπορέσουν να ζήσουν. Η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, η κατάκτηση του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος στο ποδόσφαιρο κ.λπ., αποτελούν στοιχεία που αποδεικνύουν αυτή την «εθνική ανωτερότητα».
Επί μια εικοσαετία περίπου, ο συνδυασμός ευρωπαϊσμού-εθνικισμού συμβαδίζει με την ανάδειξη ως κυρίαρχων των αξιών της ατομικής επαγγελματικής επιτυχίας, που επιδεικνύεται μέσω του καταναλωτισμού και της πολιτιστικής εκπτώχευσης. Ακόμα και στον τομέα του τραγουδιού –της πιο μαζικής έκφρασης λαϊκού πολιτισμού- τα ταξικά όρια, που σηματοδοτούσε μια παλιότερη περίοδο το στυλ Καζαντζίδη, καταρρέουν και κυριαρχούν είδη (σκυλάδικο, ποπ τεκνο-τσιφτετέλι) απευθυνόμενα στο αδιαφοροποίητο κοινωνικό σύνολο: «Εγώ είμαι και του σαλονιού, εγώ είμαι και του λιμανιού». Ιδιαίτερη σημασία έχει η κυριαρχία των ιδιωτικών καναλιών και η προβολή ενός συγκεκριμένου life style από τα ΜΜΕ, το οποίο αναδεικνύει ως μόνο τρόπο ζωής, άξιο να ζήσει κανένας, αυτόν της κυρίαρχης τάξης, που κινείται στο τρίγωνο Εκάλη-Μύκονος-Αράχωβα.
Η βάση της αστικής ηγεμονίας πάνω στη λαϊκή ιδεολογία θα μπορούσε να αναζητηθεί στην αποσύνδεση στις λαϊκές συνειδήσεις της πρωτοφανούς για τη χώρα σταθεροποίησης των κοινοβουλευτικών θεσμών και της εδραίωσης των αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με μια επίσης πρωτοφανή ευημερία για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, που είχε δοκιμαστεί επί δεκαετίες σε συνθήκες φτώχειας και ανέχειας, από τους όρους που επέτρεψαν αυτές τις κατακτήσεις. Το 1989-91, η απαξίωση της επίσημης -και μόνης γνωστής στον πολύ κόσμο- Αριστεράς, που ενωμένη συμμετείχε στις κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα, για να διασπαστεί στη συνέχεια, η απογοήτευση από την πασοκικού τύπου «Αλλαγή» που βούλιαξε στα οικονομικά σκάνδαλα, και πάνω απ’ όλα η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και η διάλυση της ΕΣΣΔ, διαμόρφωσαν, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, όρους βαριάς ιδεολογικής ήττας της Αριστεράς και αποδιάρθρωσης της λαϊκο-δημοκρατικής ιδεολογίας, που από την εποχή του ΕΑΜ (τροφοδοτούμενη κι απ’ τους μετέπειτα αγώνες κατά του μετεμφυλιακού καθεστώτος, της δικτατορίας και του «κράτους της Δεξιάς») εξακολουθούσε, έστω και μετασχηματισμένη, να συνομιλεί προνομιακά με τις σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ιδέες, καθιστώντας το μαρξισμό ιδεολογία μαζών. Ας θυμηθούμε το μοναδικό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα γεγονός, ότι κατά τη δεκαετία του 1980 το 60% του εκλογικού σώματος και το 70-75% της εργατικής τάξης, ψήφιζε κόμματα που αναφέρονταν στο μαρξισμό και τη σοσιαλιστική προοπτική, ανεξαρτήτως πραγματικών προθέσεων και προσανατολισμών.
Μολονότι η εαμογενής λαϊκο-δημοκρατική ιδεολογία υποχώρησε και αποδιαρθρώθηκε, βασικά στοιχεία της παρέμεναν ενεργά, έστω και ηγεμονευόμενα, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, και αυτά. Για παράδειγμα, η μαζική ξενοφοβία δεν συνοδεύτηκε από εκδηλώσεις ρατσιστικού μίσους, παρά μόνο σε περιθωριακές περιπτώσεις. Η παράδοση του Οτσαλάν και οι αμερικανο-νατοϊκές επεμβάσεις στη Γιουγκοσλαβία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ προκάλεσαν παλλαϊκές αντιδράσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αντιφατική στάση απέναντι στον κρατικό μηχανισμό καταστολής. Σε μια περίοδο που η μεγάλη πλειονότητα θεωρεί πως η αστυνομία έχει απομακρυνθεί από το βεβαρυμμένο παρελθόν της, παραμένουν οξυμμένα τα αντανακλαστικά απέναντι στην αστυνομική βία, και η δημοσιοποίηση σχετικών περιστατικών («ζαρντινιέρα» π.χ.) προκαλεί λαϊκή δυσαρέσκεια. Χαρακτηριστική η παλλαϊκή καταδίκη της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου, που έβγαλε επί ένα μήνα στους δρόμους έφηβους και νέους, από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη.
Εντούτοις, η υποχώρηση και αποδιάρθρωση της εαμογενούς λαϊκο-δημοκρατικής ιδεολογίας εκδηλωνόταν όλο και πιο έντονα και με την ανάδειξη ανταγωνιστικών αντανακλαστικών μεταξύ διαφορετικών τμημάτων της εργατικής τάξης, μεταξύ διαφορετικών λαϊκών τάξεων και στρωμάτων, σε μια χώρα όπου οι συνθήκες ζωής μεταξύ των εργατών και της πλειονότητας των υπαλλήλων και των μικροϊδιοκτητών της πόλης και της υπαίθρου, διαμόρφωναν επί δεκαετίες σχέσεις αλληλεγγύης. Πρόκειται για την εμφάνιση των περιβόητων «κοινωνικών αντανακλαστικών», που εκδηλώνονταν κάθε φορά που κάποιος κλάδος ή κάποια κοινωνική ομάδα προχωρούσε σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις. Ο κυρίαρχος λόγος των κυβερνητικών εκπροσώπων, αναπαραγόμενος από τα «παπαγαλάκια» των ΜΜΕ, γινόταν, σχεδόν κάθε φορά, λόγος της μεγάλης κοινωνικής πλειονότητας.
Η μετάλλαξη αυτή σχετίζεται προφανώς και με τη διάρρηξη των σχέσεων αλληλεγγύης στην ίδια την καθημερινότητα, σε μια κοινωνία που άφησε πίσω της τη συνοχή της γειτονιάς και της ευρείας οικογένειας, υιοθετώντας πρακτικές που απέβλεπαν στην πάση θυσία ατομική επιτυχία και την εξασφάλιση των νεότερων μελών της στενής πυρηνικής οικογένειας.


Από το κίνημα των πλατειών στο Λαϊκό Μέτωπο Αντίστασης

Σε μια συνθήκη κρίσης της Αριστεράς, κρίσης του μαζικών κινημάτων και πρώτα απ’ όλα του συνδικαλιστικού, και αποδιάρθρωσης της λαϊκο-δημοκρατικής ιδεολογίας, εκτιμήθηκε πως οι όροι είναι εξαιρετικά ευνοϊκοί για την εξαπόλυση της ολομέτωπης επίθεσης. Κι όμως, η εκτίμηση αποδεικνύεται λανθασμένη!
Μπορεί την πρώτη αντίδραση, με τη μεγάλη κινητοποίηση της 5ης Μαΐου 2010, να τη διαδέχτηκε το μούδιασμα, η περίσκεψη, η αίσθηση αδυναμίας, αλλά συνάμα σιγόβραζε η αγανάκτηση, που οδήγησε στο αυθόρμητο ξέσπασμα του κινήματος των πλατειών.
Πρόκειται για κάτι πρωτοφανές, όπως αναγνωρίζουν κορυφαία στελέχη του ίδιου του ΔΝΤ. Σε καμιά άλλη χώρα, απ’ όσες μπήκαν υπό τον έλεγχό του, δεν υπήρξε τόσο άμεση και μαζική λαϊκή αντίδραση.
Το κίνημα των πλατειών διαμόρφωσε ένα νέο τοπίο. Ο ελληνικός λαός απέδειξε πως διατηρεί την ικανότητά του να εξεγείρεται και είναι ο πρώτος λαός που κάνει κάτι τέτοιο στην Ευρώπη, μετά από πολλές δεκαετίες υποχώρησης του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Όπως ακριβώς ήταν η ελληνική νεολαία η πρώτη που εξεγέρθηκε ενάντια στην κρατική καταστολή, το 2008, με αφορμή ένα περιστατικό απ’ αυτά που συμβαίνουν πολύ συχνά και σε άλλες χώρες, αλλά χωρίς να προκαλούν αυτής της έκτασης τις αντιδράσεις.
Το κίνημα των πλατειών αποτέλεσε το σημείο αντιστροφής του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων. Τα κυριαρχούμενα λαϊκά στρώματα βγήκαν στο προσκήνιο, ανακτώντας την ιστορική πρωτοβουλία, διαμορφώνοντας νέους όρους αντίστασης, υποχρεώνοντας τον αντίπαλο να βρεθεί στο μεταίχμιο μεταξύ επίθεσης και άμυνας.
Μια πρωτοτυπία του κινήματος που συγκλόνισε την Ελλάδα επί ενάμιση μήνα, και αναμένεται να συνεχιστεί από τις αρχές Σεπτεμβρίου, είναι το ξεκίνημά του χωρίς πρωτοβουλία συγκροτημένων δυνάμεων και φορέων του μαζικού κινήματος και της Αριστεράς. Αντίθετα, το κίνημα στάθηκε εξαιρετικά επιφυλακτικό, έως και απορριπτικό, απέναντι στους συγκροτημένους συνδικαλιστικούς και πολιτικούς φορείς, ως συνέπεια της αντίληψης πως αποτελούν μέρος του προβλήματος. Ως ένα βαθμό άδικα, καθώς ήταν η Αριστερά και οι συνδικαλιστικές δυνάμεις, που συνδέονται μαζί της, που αντιτάχθηκαν επί χρόνια στις αναδιαρθρωτικές κινήσεις του αντιπάλου, όταν η πλειονότητα του κόσμου που κατέβηκε τελικά στις πλατείες επέμενε να στηρίζει το μεγαλύτερο μέρος των εκάστοτε κυβερνητικών επιλογών. Μόνο που στους κοινωνικούς αγώνες δεν μετράει το ποιος έκανε τι χθες, αλλά το ποιος βρίσκεται σε κίνηση σήμερα. Κι εκεί που ο λαϊκός κόσμος εξέφραζε τη διάθεση αντίστασης με μαζικές καθημερινές κινητοποιήσεις, σημαντικά τμήματα της Αριστεράς τού γύρισαν την πλάτη. Επιβεβαιώνοντας στις λαϊκές συνειδήσεις τις επιφυλάξεις σχετικά με το ρόλο τους και την ικανότητά τους να ασκήσουν πολιτική που να δίνει διέξοδο για τα λαϊκά προβλήματα.
Τέτοια ήταν η στάση του μεγαλύτερου και πλέον ιστορικού κόμματος της Αριστεράς, του ΚΚΕ. Ανάλογη στάση κράτησαν και μικρότερες δυνάμεις του χώρου της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, ακόμα και μέσα στο συμμαχικό σχήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Σε αντίθεση με τμήματα της Αριστεράς που παρενέβησαν, με ή χωρίς επιφυλάξεις, κρατώντας στάση που κυμαινόταν από πρακτικές πλήρους υποταγής στο λαϊκό αυθόρμητο, μέχρι και αντιμετώπισης του κινήματος με τις -συνήθεις στα φοιτητικά αμφιθέατρα- πρακτικές της πραξικοπηματικής επιβολής της «σωστής άποψης». Με τον κύριο όγκο όσων αριστερών δυνάμεων αγκάλιασαν το κίνημα να σέβεται την αυτονομία του και τη μαζική λαϊκή πρωτοβουλία, χωρίς να ακυρώνει την αναγκαία πολιτικο-ιδεολογική του παρέμβαση.
Το κίνημα των πλατειών, εκτός όλων των άλλων, σηματοδοτεί τη ρήξη με μια προηγούμενη ιστορική περίοδο, όσον αφορά και την ιδεολογική διαπάλη. Εκφράζει τη ρήξη των σχέσεων εκπροσώπησης ευρύτατων λαϊκών στρωμάτων με τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Αναδεικνύει στοιχεία μιας νέας λαϊκο-δημοκρατικής ιδεολογίας, που θεμελιώνεται;
1. Στη διεκδίκηση της εθνικής αξιοπρέπειας, ως αντίδραση στην αίσθηση εθνικής ταπείνωσης που προκαλεί η εκχώρηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας σε ξένα κέντρα. Για μια ακόμα φορά, όπως συνέβη με το εαμικό κίνημα, όπως με τους αγώνες για την Κύπρο κατά τη δεκαετία του ’50, τα Ιουλιανά του ’65 και το Πολυτεχνείο του ’73, η ελληνική σημαία αναδεικνύεται σύμβολο παλλαϊκής αντίστασης, ενάντια στις κυρίαρχες ταξικές δυνάμεις που ακρωτηριάζουν την εθνική κυριαρχία και ξεπουλούν τον εθνικό πλούτο. Ο λαϊκός πατριωτισμός συναντιέται για μια ακόμα φορά με τα βαθιά αντιιμπεριαλιστικά αντανακλαστικά αυτού του λαού, στρεφόμενος πρώτα και κύρια ενάντια στην ίδια την ελληνική άρχουσα τάξη.
2. Στη διεκδίκηση της δημοκρατίας και των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, που ακρωτηριάζονται στο πλαίσιο ενός αυταρχικού κρατισμού, που μετατρέπει σε κουρελόχαρτο ως και αυτό το Σύνταγμα.
3. Στη διεκδίκηση ακύρωσης όλων των αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων που συνόδευσαν και συνοδεύουν την υπαγωγή της χώρας υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο, που διαμορφώνει ένα νέο πλαίσιο αντιπλουτοκρατικής (αν και όχι σαφώς αντικαπιταλιστικής) λαϊκής ιδεολογίας.
Η κυριαρχία των συνθημάτων «Δεν χρωστάμε, δεν πουλάμε, δεν πληρώνουμε», «Δεν σας θέλει ο λαός, το Μνημόνιο κι εμπρός!» και «Ψωμί, παιδεία ελευθερία! Η Χούντα δεν τελείωσε το ’73», η μαχητική πεισματώδης αντίσταση στις δυνάμεις καταστολής στις 15 και 28-29 Ιουνίου, η ανάδειξη πρακτικών αλληλεγγύης και η διαμόρφωση μιας νέας συνείδησης κοινών συμφερόντων των εργαζομένων λαϊκών στρωμάτων, σηματοδοτούν την ανασυγκρότηση μιας σύγχρονης λαϊκο-δημοκρατικής ιδεολογίας. Ως τέτοια, δεν θα μπορούσε παρά να είναι αντιφατική, εμπεριέχοντας, ακόμα και σε μεγάλο βαθμό, στοιχεία της ίδιας της κυρίαρχης ιδεολογίας την οποία αντιμάχεται. Δεν πρόκειται για κάτι παράδοξο, κάθε άλλο μάλιστα. Η λαϊκο-δημοκρατική ιδεολογία αποτελούσε και παλιότερα μόνιμο πεδίο αντιπαράθεσης, άρα και διεκδίκησης της ηγεμονίας στο εσωτερικό της από αντιτιθέμενες σύμμαχες ή και εχθρικές κοινωνικές δυνάμεις.
Η συνειδητοποίηση της τομής που πραγματοποιήθηκε με την έκρηξη του κινήματος των πλατειών, θα έπρεπε να αποτελεί κύριο αντικείμενο ανάλυσης εκ μέρους των δυνάμεων της Αριστεράς που στον ένα ή στον άλλο βαθμό συμμετείχαν σ’ αυτό και συνέβαλαν στην ανάπτυξή του. Είναι απαραίτητη η αναγνώριση πως στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων ανασυγκροτείται μια ευρύτατη λαϊκή συμμαχία, που η παρέμβαση των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων καλείται να μορφοποιήσει σε ένα Λαϊκό Μέτωπο Αντίστασης. Προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι η διάθεση συνειδητής υλοποίησης της προτροπής του Μάο «να διδασκόμαστε απ’ τις μάζες, να υπηρετούμε το λαό».
Στο πλαίσιο του Λαϊκού Μετώπου Αντίστασης, φορείς του οποίου θα είναι οι αυθόρμητες Λαϊκές Συνελεύσεις που ξεφυτρώνουν σε πόλεις, κωμοπόλεις και γειτονιές, οι μαζικές οργανώσεις του εργατικού, λαϊκού και νεολαιίστικου κινήματος, στο βαθμό βέβαια που θα απεμπλακούν από τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις τους, και νέες, άγνωστες προς το παρόν, μορφές λαϊκής οργάνωσης, είναι προφανές πως θα διεξαχθεί παρατεταμένος αγώνας για τη διεκδίκηση της ηγεμονίας από την εργατική τάξη και για τον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό του κινήματος.
Η επιτυχία αυτού του στόχου εξαρτάται από την πολιτική βούληση και την ικανότητα των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς να βρουν τον κοινό βηματισμό τους, αναμετρώμενες τόσο με τον ακολουθητισμό απέναντι σε δυνάμεις που η ίδια η φυσιογνωμία τους αποτελεί πλέον εμπόδιο στην ανάπτυξη αγώνων και αντιστρατεύεται την υπό διαμόρφωση λαϊκο-δημοκρατική ιδεολογία, ένα από τα βασικά στοιχεία της οποίας τείνει να γίνει η διεκδίκηση της ρήξης με την Ε.Ε., όσο και με το σεχταρισμό και τον εργατισμό, που παραβλέπει τη δυναμική των αυθόρμητων λαϊκών αγώνων, αγνοεί επιδεικτικά το ζήτημα των κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης και καλεί την εργατική τάξη σε μέτωπο με τον εαυτό της, στο όνομα ενός «καθαρού» αντικαπιταλιστικού προτάγματος.
Αγνοείται, στην προκειμένη περίπτωση, η βασική συνεισφορά του Γκράμσι στην ανάπτυξη του μαρξισμού, για την ανάγκη συγκρότησης ενός νέου ιστορικού συνασπισμού ταξικών δυνάμεων, απέναντι στον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας, στο πλαίσιο του οποίου διεκδικείται η ηγεμονία από την εργατική τάξη. Η ηγεμονία δεν είναι προϋπόθεση, αλλά διακύβευμα.
Όπως παραβλέπεται κι αυτό που θα έπρεπε να είχαμε διδαχτεί από τον Αλτουσέρ: Ότι ο -σε τελευταία ανάλυση- καθοριστικός ρόλος της βασικής αντίθεσης (εργασίας-κεφαλαίου) είναι πάντα επικαθοριζόμενος από μια σειρά άλλες αντιθέσεις, κάποια απ’ τις οποίες αναδεικνύεται κύρια στην εκάστοτε συγκυρία. Ότι, για το λόγο αυτό, η στιγμή του «σε τελευταία ανάλυση» δεν έρχεται ποτέ.
Κατά συνέπεια, ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός δεν είναι ζήτημα διακηρύξεων, αλλά πολιτικού και ιδεολογικού διακυβεύματος, στο πλαίσιο ενός Αριστερού Ριζοσπαστικού Μετώπου, που επιδιώκεται να κινηθεί σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, και ενός Λαϊκού Μετώπου Αντίστασης, που ο αντικαπιταλιστικός του προσανατολισμός θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του πολιτικού μετώπου να προωθεί θέσεις αντικαπιταλιστικής διεξόδου, πείθοντας τις σύμμαχες κοινωνικές δυνάμεις για τη δυνατότητα έκφρασης των συμφερόντων τους σε μια νέα κοινωνία εργατικής και λαϊκής κυριαρχίας, με δημοκρατικές πολιτικές δομές και κυρίαρχες τις σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου