Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Κώστας Βάρναλης:Ο Ποιητής του Λαού




Η φιλία του Λουντέμη και η αγάπη στον άνθρωπο πάνω απ΄ όλα Κώστα Βάρναλη, τον οδήγησε να γράψει το βιβλίο Ο Κονταρομάχος. Δε θα πω περισσότερα. Αφήνω να μιλήσουν τα αποσπάσματα που επέλεξα από το γραπτό του αγαπημένου μου Μενέλαου προς τον αγαπημένο του κυρ-Κώστα.
……………………………………………………………………………

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ

«Υπάρχουν βιβλία γραμμένα απ΄τον Κώστα Βάρναλη. Πολλά. Δεν υπάρχει όμως κανένα βιβλίο για τον Κώστα Βάρναλη.

 Ο Βάρναλης σαν ποιητής και προπάντων ο Βάρναλης σαν άνθρωπος δεν έγινε ακόμα βιβλίο. Να!... 

Αυτό το χρέος και, μαζί, αυτήν την αποστολή έρχομαι να εκπληρώσω σήμερα. Να δώσω δηλαδή στους ανθρώπους τον ά ν θ ρ ω π ο.

Τα βιβλία ενός ποιητή διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται. Εκδίδονται και επανεκδίδονται. Τον άνθρωπο τον ίδιο όμως ποτέ δεν μπορείς να τον επανεκδώσεις. Έχει μια και μόνη έκδοση. Την εξαντλεί  και φεύγει.

Να γιατί καταπιάστηκα μ΄ αυτό το γραφτό. Θέλω να επαναλάβω τον άνθρωπο. Να τον χαρίσω στους ανθρώπους. Σ΄ όσους δεν τον γνώρισαν. Να τους κεράσω την απλότητά του, τη σεμνή του παλληκαριά και τη λαϊκή του σοφία.

Ο ποιητής πια πάει, κατοχυρώθηκε, θα μείνει. Δεν είναι όμως κρίμα να χαθεί ο άνθρωπος;

[…]

Διάβασα κάπου ότι ως και τα ξεκινήματα του Βάρναλη δεν ήταν απ΄  τα συνηθισμένα, ήταν κι αυτά πρωτότυπα. Πήρε την ποίηση  λέει για παιχνίδι, ήταν δα από έφηβος «πειραχτήριο». Πολύ αργότερα… έγινε ο κοινωνικός «ταραξίας» που άρχιζε ν΄ απασχολεί πια και τις Αστυνομίες. Το πρώτο του ψευδώνυμο ήταν… Δήμος Τανάλιας. Σαν του το θύμισα κάποτε ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.

-Σώπα… μου λέει. Για να ξέρεις γλύτωσα από χειρότερα…. Στην αρχή ήθελα να το κάνω Σφύρος Δρεπάνης. Αλλά πρόφτασε ένας βλάμης και μου είπε: Κάντο «Τανάλιας» και σώθηκα. Δηλαδή τι σώθηκα…

Αν τον εξετάσεις στο βάθος ο Βάρναλης δεν ήταν ποτέ πρωτολειακός. Μ΄ άλλα λόγια δεν έχει «νεανικά αμαρτήματα». Η ποίησή του δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε απ΄ την αρχή μπαρούτι. Κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά «γυμνάσματα» και δοκιμές και περιπλανήσεις στους «λειμώνες των ασφοδέλων»… Μ΄ άλλα λόγια χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η ποίηση του Βάρναλη ήταν απ΄ την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα που πεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού.

[…]

Ποιητής καθάριος, λαϊκός. Ποιητής των πικραμένων, των φουρκισμένων, των «αβόλευτων», είναι ο Βάρναλης. Ένας ποιητής που –για πρώτη φορά στην ιστορία της ποίησης μας- απαγγέλθηκε από εργατικά χείλη, μπήκε στις φτωχογειτονιές, κατέβηκε στα υπόγεια ταβερνάκια.

Η ΠΡΩΤΗ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΥΝΤΕΜΗ

Κάθομαι τώρα και σκέφτομαι και βασανίζω τη μνήμη μου. Που τον πρωτογνώρισα; Γιατί το παράξενο είναι ότι δεν θυμούμαι ποτέ που να μην τον γνώρισα. Κι ίσως να ναι και λίγο φυσικό αυτό. Γιατί –όταν μπήκα κι εγώ στον τυραννικό κόσμο των στίχων –τ΄ όνομα «Βάρναλης» ήταν πια κατακυρωμένο.
Πρώτα, φυσικά, είδα κάτι φωτογραφίες του, πιο σωστά κάτι σκίτσα του. Προεξείχε το σήμα κατατεθέν –το αφτί στην παλάμη. Έπειτα εκείνη η μορφή με την οικεία πνευματικότητα του λαϊκού ανθρώπου –όχι του ανθρώπου που ξεκίνησε απ΄ τον ποιητή, αλλά του ποιητή που ξεκίνησε απ΄ τον άνθρωπο. Σύνθεση σπάνια και εξαίσια ελληνική. Αλλά ό, τι γνώρισα ως τότε ήταν ριγμένο στο χαρτί. Σκίτσα και ποιήματα. Πίσω απ΄ αυτά χάνονταν, ή, μόλις μαντεύονταν ο άνθρωπος.
Κανείς ποτέ μέσα στο στενό κόσμο που κινούμουν κείνον τον καιρό –δεν το ήξερε… Το ότι δεν χρειάζονταν παρά να κατέβω μερικά σκαλοπάτια, να μπω σε κάποια λαϊκή ταβέρνα για να τον συναντήσω ανάμεσα στους απλούς και καλόγνωμους ανθρώπους, να τσιμπολογά μια μαρίδα και να ρουφάει γλυκά και συσταζούμενα το κρασί του… αυτό ποτέ δεν το διανοήθηκα.
Το λάθος μου ήταν ότι τον ζητούσα σε άλλες σφαίρες, στους κύκλους των ποιητών. Ποτέ δε μου πέρασε απ΄ το νου –αν συνέχιζα να τον αναζητώ σ΄ αυτούς τους κύκλους- δεν θα τον εύρισκα ποτέ.
Ήμουν τότε πολύ νέος, πολύ άμαθος για να πιστέψω ότι έναν ποιητή –και τέτοιον ποιητή- θα μπορούσα να τον βρω στον περίβολο των ταπεινών. Πίστευα ότι μόνο… σε ουράνια δώματα θα τον αντάμωνα, να μιλά μ΄ ονειροπόλα μάτια και μεθυστική φωνή για ό, τι ευγενικό κι εξαίσιο έχει μέσα του αυτός ο κόσμος.

Ε!... Εκεί τον πρωτόδα; Όχι φυσικά. Τον πρωτόδα σ΄ ένα παλιό, βαρύ, άχαρο θέατρο.
Χρονιά; Δεν την πολυθυμάμαι. Θαρρώ 1935. Τόπος το θέατρο «Κεντρικό» της πλατείας Κολοκοτρώνη. Οι εφημερίδες έλεγαν ότι θα μιλούσαν δεν… θυμούμαι ποιοι. Το ποιοι ήσαν το μαθα πια την επομένη. Ήταν και δύο γυναίκες. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη  κι η Ελένη Ουράνη (Άλκης Θρύλος). Έπειτα… ο Στρατής Σωμερίτης, ο Βάρναλης, ο Βεάκης, και δε θυμάμαι και ποιοι άλλοι ούτε το θέμα θυμάμαι ακριβώς. Μου φαίνεται για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα… Η αίθουσα ήταν ασφυχτικά γεμάτη. Άκουα –χωρίς να βλέπω- χωμένος κάπου στο καπνιστήριο. Απ΄ όλη αυτή την ιστορία μόνο ένα πράμα θυμάμαι. Ότι σε κάποια στιγμή ξέσπασαν στην αίθουσα τέτοια ξεφωνητά και χειροκροτήματα που παραλίγο να πεφτε το παμπάλαιο και άχαρο κείνο θέατρο.

(Ο συγγραφέας περιγράφει στη συνέχεια ότι προσπαθούσε να μάθει ποιος ήταν ο ομιλητής, κάποιος του είπε ένας Τούρκος, Αβράμ Αλής, ρώτησε κι άλλους, ώσπου στο τέλος διαπίστωσε ντροπιασμένος ότι επρόκειτο για τον Βάρναλη)

Το φιάσκο αυτό ακόμη το φυσάω και δεν κρυώνει.
Κι έτσι έχασα τη μοναδική ευκαιρία να τον δω.
Από τότε δεν άφηνα διάλεξη για διάλεξη. Φιλολογικές γιορτές στον Παρνασσό… Ρεσιτάλ ποίησης. Τίποτα. Κείνη η εμφάνισή του στο «Κεντρικό» ήσαν, καθώς φαίνεται, η πρώτη και η τελευταία δημόσια εμφάνιση του ποιητή.

[…]Μισοθυμάμαι θαμπά, ένα χλιαρό βράδυ της κατοχικής, πεινασμένης Αθήνας. Ένας φίλος, ένας άνθρωπος θυσιασμένος στη φιλία μου –ο Γιώργος Λιαρομάτης- έτρεχε όλη την ημέρα να με βρει αφήνοντας παντού παραγγελία: «Πέρνα το βράδυ απ΄  το σπίτι. Μην αμελήσεις. Θα σε φουρνίσω». 
Απ΄ αυτό έβγαινε ότι είχε ψωμί.
Ανησύχησα μη δε προλάβω κι έτρεξα. Σαν έμπαινα είχε πέσει πια η νύχτα. Το σπίτι όμως από μέσα ήταν φωτισμένο από κάτι λάμπες του παλιού αιώνα. Ένα τραπέζι στο βάθος του σαλονιού… Κουταλοπήρουνα, και στη μέση –ουρανοί!- μια πιατέλα μ΄ αχνιστά φασόλια! Ξαναζωντάνεψαν οι περασμένες εποχές των μεγάλων θαυμάτων. Ποιο χώμα ευλογημένο ζέστανε, επώασε και γέννησε αυτόν τον «άρτο» των Ελλήνων.
Στο τραπέζι δεν ήμουν ο μόνος καλεσμένος. Κάπου ήταν ένα πλάσμα ανάμεσα σε τρεις ηλικίες. Και λίγο πιο πέρα ένας στυφόγλυκος άνθρωπος με το χέρι στ΄ αφτί. Ήταν ασπρομάλλης, αδύνατος, ωραίος στον τύπο του.
-Γιώργο, λέω στον οικοδεσπότη, αν αυτός δεν είναι ο Βάρναλης θα σηκωθώ να φύγω και θα μείνω νηστικός.

(Έτσι έγινε η πρώτη γνωριμία τους, που έμελλε να εξελιχθεί σε μία στενή σχέση και φιλία)

Ο ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΛΟΥΝΤΕΜΗ

…Είπαμε ότι ανάμεσα στους υπερασπιστές μου ήταν κι ο Δάσκαλος. Αλλά, πως ήρθε! Δεν είχε την υπομονή να περιμένει να τον ειδοποιήσουν. Μόλις το πληροφορήθηκε απ΄ τις εφημερίδες ντύθηκε τα γιορτινά του κι ήρθε μόνος του. Δε λογάριασε ούτε γηρατειά, ούτε φόβο, ούτε κρύο. Διέσχισε τα πυκνά στίφη των πραιτωριανών (που χανε κυκλώσει ολόκληρο το τετράγωνο) και μπήκε στην αίθουσα.
-Κωνσταντίνος Βάρναλης… φώναξε ο κλητήρας.
Ο Δάσκαλος τον κοιτούσε με χλευαστική απάθεια.
-Δάσκαλε… Εσένα φωνάζουν… του πε ο Νίκος Παππάς.
-Εμένα; Τότε τι «Κωνσταντίνος» λέει αυτός ο… άντε ας μην το πω.
-Περάστε κ. Βάρναλη… του είπε ο Εισαγγελέας Κατεβαίνης, που κανε τον διανοούμενο.
Ο Δάσκαλος πλησίασε κάτω απ΄ την έδρα με το χέρι στ΄ αφτί. Ο Πρόεδρος ρωτά:
-Πιο δυνατά! φώναξε ο Βάρναλης.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Έστω. Είναι ένοχος ο κατηγορούμενος;
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (Με έμφαση): Ένοχος; Όχι! Για να ναι ένοχος ένας Συγγραφέας πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις; Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερο: Αν ο Λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο; Και τρίτο και τελευταίο: Αν η Πατρίδα πάει σ΄ εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλικάρια; Γνωρίζω τον κατηγορούμενο από έφηβο. Τον γνωρίζω σαν συγγραφέα, και σαν Έλληνα. Και σας δηλώνω κατηγορηματικά: Και στις τρεις ερωτήσεις ο κατηγορούμενος έδωσε αυτές τις απαντήσεις. Δεν είναι ένοχος.
[…]
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Εις ένα από τα υπό κατηγορίαν κείμενά του και συγκεκριμένα εις το υπό τον τίτλον «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό»…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ε;…
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Ο Συγγραφεύς  -δια να σώσει την τρυφεράν Ειρηνούλαν από την βουλιμίαν των αφεντικών της- την παραδίδει εις τας χείρας των εργατών.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Καλά κάνει.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Δε θα μπορούσε , έξαφνα, να την παραδώσεις εις χείρας εκείνων οίτινες είναι εντεταλμένοι για την φρούρησιν της τιμής των…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Ποιονών. Των χωροφυλάκων;
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Βεβαίως.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Όχι! Θα την πουλούσαν στο μπουρδέλο.
ΣΥΝΕΔΡΟΣ: Κύριε Βάρναλη…
ΒΑΡΝΑΛΗΣ: Τη γνώμη μου δε ζητήσατε; Τη γνώμη μου είπα. Ξέρω, εσείς έχετε άλλην γνώμη. Αλλά δεν είσθε σεις ο μάρτυρας.
ΠΡΟΕΔΡΟΣ: Τίποτε άλλο κ. Βάρναλη. Μπορείτε ν΄ αποσυρθείτε.
ΒΑΡΝΑΛΗΣ (δυνατά): Κοιτάξτε μην τύχει και τον αθωώσετε «λόγω αμφιβολιών»! Αν οι Νόμοι σας καταδικάζουν αυτές τις αρετές καταδικάστε τον! Δεν έχει κανένα ελαφρυντικό. Κανένα! Σας το λέω εγώ!

ΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ

…Κάτι γλυκοχάραζε στον ορίζοντα. Οι φίλοι του Δάσκαλου, τα πνευματικά σωματεία, οι Δήμοι της Αθήνας και του Πειραιά… ετοίμαζαν μια Βαρναλική μέρα. Τα πενήντα χρόνια της πνευματικής του δημιουργίας.
Το μαθαίνει κείνος και βγαίνει απ΄ τα ρούχα του. Σηκώνεται και –μια και δυο- τραβάει ολόισα στα Γραφεία της Εταιρείας Λογοτεχνών.
-Έφτασαν στ΄ αφτιά μου κάτι άσκημες φήμες… λέει στον Κουκούλα που κείνον των καιρό ήταν πρόεδρος.
-Ουφ… τις φήμες ακούς καημένε Δάσκαλε;
-Όπου βγαίνει καπνός δε λείπει η φωτιά. Έννοια σου συ.
-Ε, καλά. Πες μας… Τι λένε αυτές οι φήμες;
-Ότι κάτι σκαρώνετε πίσω απ΄ την πλάτη μου. Γιορτές ή μνημόσυνα… κάτι τέτοιο. Για κοιτάτε καλά! Θα βγω να σας καταγγείλω! Δεν δέχομαι διασυρμούς.
-Μα τι διασυρμούς Δάσκαλε; Εσύ τι ανάμιξη έχεις; Εμείς τα ετοιμάζουμε αυτά.
-Άσε και  ξέρω γω πως τα ετοιμάζουνε όλα αυτά τα μασκαραλίκια.
-Εδώ είναι η Επιτροπή Εορτασμού.
-Ξέρω. Προβάλλεται η Επιτροπή Εορτασμού για να μη φανεί ο τιμώμενος που τρώει τα λυσσακά του για να επιδειχθεί. Έτσι γίνονταν πάντα!
-Να μα τώρα που δε γίνεται.
-Ποιος θα το πιστέψει ότι εγώ είμαι αθώος του εγκλήματος; Δε νομίζετε ότι πριν απ΄ την οργάνωση όλης αυτής της δυσφημιστικής εκστρατείας έπρεπε να ρωτηθεί και το…θύμα; […] Περιμένετε να πεθάνω μωρέ κι ύστερα κάνετε ό, τι θέλετε. Τότε δε θα μπορώ να σας εμποδίσω. Τώρα μπορώ. Και σας εμποδίζω!
Ο Κουκούλας προσπαθούσε να τον καλμάρει.
-Άκου Δάσκαλε. Θα σου πω κάτι που, φυσικά, το ξέρεις. Και το ξέρει κι ο κόσμος όλος. Ότι δε σ΄ αρέσουν τα τέτοια. Ότι δεν είσαι καθόλου –όπως λέει ο Λαός- «φιγουρατζής». Συνεπώς θα το καταλάβει ότι πραγματικά, εσύ δεν είχες καμία ανάμιξη.
-Χμ… ξέρει αυτό, αλλά ξέρει και κάτι άλλο. Ότι καμία τέτοια τιμητική γιορτή δεν έγινε ποτέ χωρίς ο τιμώμενος να χει χώσει το χεράκι του. Γι΄ αυτό δε θα πιάσει. Άσε. Η καλύτερη λύση είναι να περιμένετε να πεθάνω. Τότε κανένας δε θα στάξει το φαρμάκι του –όσο κακή γλώσσα κι αν έχει.

[…]

-Είδες τι ρεζιλίκια μου σκαρώσανε… μου λέει με παράπονο.
-Τα είδα και γέμισε η καρδιά μου αγαλλίαση.
-Έτσι; Καλά… Θα σε συγυρίσω κι εσένα. Αλλά τώρα δε σηκώνει ο τόπος.
Άρχισε η γιορτή σε ατμόσφαιρα αγάπης, πάθους και λατρείας λαϊκής.
Σε μια γωνιά φαινόταν καθισμένος κι εκείνος ν΄ ακούει (ευτυχώς… να μην ακούει) τα όσα του ξομπλιάζανε. Ένα έχω να συστήσω στους μελλοντικούς φίλους του. Να μην αρχίζουνε μπροστά του τα παινέματα. Θα τους βρίσει, θα τους κατσαδιάσει, και θα φύγει. Δε λέω υπερβολές.
Τέλος οι πανηγυρισμοί κάποτε πήραν τέλος. Και, στη σκηνή, κλήθηκε ο τιμώμενος –ίσα ίσα την ώρα που… το ‘σκαζε. Με τραβολογήματα τον γύρισαν πίσω και τον ανέβασαν απάνω. Τι ήταν εκείνο!... Τι σάστισμα… Τι ντροπαλοσύνη… Τι αμηχανία αγνού ανεπιτήδευτου ανθρώπου, και τι κάκιωμα μικρού παιδιού!
[…]
-Ακούστε… λέει στο κοινό σα ζεματισμένος. Εγώ… Εγώ δεν τα ήθελα αυτά. Τσακώθηκα και μαζί τους, τους φοβέρισα. Αν θέλετε ρωτήστε τους. Γιατί μου τα κάνανε όλα αυτά; Εγώ ακόμα ζω. Πάνε δηλαδή με το ζόρι να με κάνουνε «μεταστάντα»;
-Για να σε τιμήσουμε το κάναμε Δάσκαλε… λέει δυνατά απ΄ τη θέση του Προεδρείου ένα μέλος της Οργανωτικής Επιτροπής. Να τιμήσουμε το ζωντανό έργο ενός ζωντανού ανθρώπου.
-Και τότες γιατί βάλατε τη λέξη «πενηντάχρονα»! Όλοι αυτοί εκεί κάτω ξέρουνε αριθμητική και θα με βγάλουνε… γέρο!
Ήταν τόσο ειλικρινής… τόσο αγνός κι απροσποίητος στο παράπονό του που ολόκληρο το ακροατήριο σηκώθηκε όρθιο και τον χειροκροτούσε με λατρεία.
-Να τους πείτε να αναγνωρίσουν το λάθος τους… λέει στο κοινό δείχνοντας την Οργανωτική Επιτροπή. Έχω αρκετά δικά μου λάθη. Δε χρειάζεται να πληρώνω και ξένα. Εγώ ξέρω ότι το χρεός του ποιητή δεν είναι ν΄ ανεβαίνει στα παλκοσένικα και να κορδακίζεται σαν πυγμάχος. Είναι να βάζει τα δυνατά του ν΄ ανεβάσει τη ζωή ένα σκαλί πιο πάνω.

Ο ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Ο Δάσκαλος δεν έκανε καμία απολύτως προσπάθεια –ίσα ίσα για ν΄ αποκρύψει την «κλίση» του στο θήλυ, κλίση απαρομοίαστα σφοδρή.
Πόσοι δεν πάσκισαν να γαντζωθούν απ΄ αυτό και να τον διασύρουν, να τον μειώσουν, για ν΄ ανακόψουν –έτσι νόμιζαν- την πλημμυρίδα του λαού που μαγνητιζόταν απ΄ τη λαϊκή του προσωπικότητα.
«Ε δεν είναι ντροπή σε μιαν τέτοιαν ηλικία ν΄ αγαπά;» ήταν η πληκτική και ανόητη επωδός κάποιων ξεπλυμένων τύπων που η μόνη τους δραστηριότητα ήταν να κατηγορούν την δραστηριότητα των άλλων.
Αλλά αυτό, ούτε λίγο ούτε πολύ, ήταν η αναγνώριση ότι ξόφλησαν. Ο Έρωτας είναι παράπτωμα; Ο Έρωτας είναι ντροπή; Μα… αρνούμαι να αγαπώ θα πει αρνούμαι να ζήσω. Εφόσον η ψυχή του ανθρώπου φέγγει η όψη του κόσμου οφείλει να είναι ηλιόλουστη. Μ΄άλλα λόγια ερωτευμένη. Ως πότε; Ώσπου να σβήσει –όχι το φως- το φως θα φέγγει- μα ώσπου να σβήσει ο άνθρωπος. Μερικοί προσπάθησαν να «διαιρέσουν» το Βάρναλη  -να καταδικάσουν τον μισό, και τον άλλον μισό να τον δοξάσουν. Κακορίζικη διαίρεση. Ήταν κι άλλοι που τον καταδίκαζαν χοντρικά όλον. Και άλλοι πάλι τον αθώωναν χοντρικά όλον.
Δε θέλω να περάσω από τέτοιες λογιστικές κατατάξεις. Επειδή όμως στο κεφάλαιο αυτό τον αδίκησαν πολύ, πλήγωσαν τον άνθρωπο, θα προσπαθήσω ν΄ ασχοληθώ με τον άνθρωπο.
Μια μέρα μια κοπέλα που ήξερε ότι τον είχα φίλο ήρθε να με βρει. Ήταν γεμάτη παράπονο. Ο ποιητής μας την απογοήτευσε.
-Συγνώμη… τη διέκοψα. Ο ποιητής ή ο άνθρωπος;
-Μα… δεν είναι το ίδιο;
Υποχρεώθηκα να της κάνω μια μικρή διάλεξη.
-Όχι, της είπα. Ο ποιητής είναι αυτός που ήθελε να είναι. Ο άνθρωπος είναι εκείνος που μ π ο ρ ε ί να είναι. Η ποίηση είναι αγώνας να γίνεις καλύτερος. Γιατί δεν εκτιμάται αυτόν τον ευγενικό αγώνα; Όσο κακός κι αν σας φάνηκε ο Βάρναλης τον σώζει κάτι: Η δίψα να γίνει καλύτερος. Προσέξτε όμως. Αν νικήσει χάθηκε. Θα ψευτίσει. Θα γίνει τ έ λ ε ι ο ς. Δεν το ξέρετε; Καλοσύνη δεν υπάρχει. Καλοσύνη είναι ο αγώνας να γίνεις καλός. Αλλά τι κακό σας έκανε αυτός ο άνθρωπος και σας απογοήτεψε;
-Μου έκανε… «κρούσεις». Καταλαβαίνετε τι είδους.
-Ερωτικές. Μα τότε θα πρεπε να σας απογοητέψει σαν άντρας, όχι σαν ποιητής.
[…]
-Σας ρωτώ όμως. Επιτρέπεται στην ηλικία του να χει έναν τέτοιον ερωτικό πληθωρισμό;
Άρχισα τα γέλια.
-Απευθυνθείτε στη μητέρα Φύση, της λέω. Και…συγχαρείτε την. Ως τώρα όλα τα «ασθενή» σημεία του Βάρναλη περιορίσθηκαν στο σ θ έ ν ο ς του. Κανένας δεν τον είπε «ιδιοτελή», «άρπαγα», «συκοφάντη», «μικροπρεπή», «ύπουλο», «μικρόψυχο». Κανείς. Όλοι τον είπαν «ερωτιάρη». Και νομίζουν ότι μ΄ αυτό ξοφλούν! Τι να κάνουν οι καημένοι; Έπρεπε να βρισκαν κι αυτοί κάτι. Αν δεν έβρισκαν θα μεναν απαρηγόρητοι. […] Αλλά για πέστε μου… θυμώσατε πολύ που σας έκανε αυτές τις… κρούσεις;
-Δε θύμωσα. Απογοητεύτηκα. Ένας τόσο μεγάλος ποιητής να φέρεται όπως ένας μανάβης.
-Θα θελα να ξέρω… τόσο διαφορετικοί ανατομικά είναι ένας ποιητής κι ένας μανάβης; Έίσθε σκληρή κοπέλα! Θα πρεπε λοιπόν να είναι «ανάπηρος» ένας ποιητής για να μη σας απογοητέψει;

«ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ»

…Δεν υπήρχαν τερτίπια της ταβέρνας, νόμοι του κρασιού, που να μην τα ξερε. Και γι΄ αυτό σ΄ όλη του τη ζωή δεν υπέκυψε ποτέ. Δεν παραπάτησε, δεν μπέρδεψε τη γλώσσα του, ούτε τα βήματά του. Γνώρισα ανθρώπους με θλιβερά γεράματα. Άλλους μ΄ αισιόδοξα ή με γκρινιάρικα. Τα σφριγηλά όμως και θυμοειδή γεράματα του Βάρναλη δεν τα γνώρισα σε κανέναν. Δεν ήταν σε τίποτα αναρχούμενος. Ούτε και μισοήξερε κάτι. Ή το ξερε ή το αγνοούσε. Ήταν όμως και μερικά πράγματα που τα αγνοούσε θεληματικά. Βαριόταν να τα μάθει, γιατί τα θεωρούσε αδιαφόρετα  «νερομπούλια». Κείνος αναζητούσε πάντα την ουσία των πραγμάτων, την ψίχα τους. Και δεν την γευόταν μόνο με το στόμα. Την έπαιρνε με όλες του τις αισθήσεις, και με μία επιπλέον. Δεν γνώρισα ακόμα άνθρωπο που να χαράμισε λιγότερο τη ζωή. Και πως; Ψιλοβελονιά, με αργό και μερακλίδικο ρυθμό. Αργυραμοιβός του πάθους του. Μεράκι και στα ελάχιστα, σεβντάς και στα παραμικρά. Και στο τάβλι, και στο κουβεντολόι, και στην Τέχνη, και στη Γυναίκα.
Αποστρεφόταν πάντα τη δεύτερη ποιότητα. Άμα δεν είχε ψωμί έτρωγε «παντεσπάνι», δεν έτρωγε κουραμάνα. Το ίδιο έκανε και με την παρέα του. Δεν συναναστρεφόταν ποτέ μυξολόγιους. Ή θα ήταν αληθινοί λόγιοι ή θα ταν Λαός, αμόλευτος, χωρίς πασαλείμματα. Μεγαλύτερη ακαταστασία και μεγαλύτερη πληγή στη ζωή θεωρούσε την ημιμάθεια. Αποστρεφόταν φανατικά τους φανφαρόνους, τους ξιπασμένους, τους βερμπαλιστές, τους κούφιους ωραιολόγους και τους κακορίζικους. Σιχαινότανε προπάντων τους «αριστοκρατίζοντες» φτωχούς καθώς και του «πτωχοπροδρομικούς» αριστοκράτες.
[…]
Παστρικά λόγια, λαγαρές καταστάσεις, χωρίς ψευδώνυμα.

«ΚΛΕΙΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΗΣΕ ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΗ…»

…Μερικοί απρόσεχτοι τον είπαν «ευδαιμονιστή», «φίλαυτο» (Κώστας κερνά-Κώστας πίνει). Θα τους φανεί πολύ απροσδόκητη αυτή η αποκάλυψη.
Μόνο στους βιαστικούς κι επιπόλαιους φαίνονταν έτσι. Αλλά –κι αυτοί- αναγνώριζαν τη «μαστοριά» του στο στίχο. Ηλιθιότητα. Σα να ταν τυχαία η μαστοριά, κάτι θεόπεμπτο και όχι προϊόν της τυράγνιας, της υπομονής και της αγρύπνιας. Αλλά ξέρω τι ήθελαν. Ήθελαν να βλέπουν τον Βάρναλη «ποιητή» και στην ταβέρνα, ποιητή και στο δρόμο, ποιητή και στις παρέες. Αλλά ο Βάρναλης όταν έβγαινε έξω άφηνε τον ποιητή στο σπίτι. Και κυκλοφορούσε με τον Κώστα, τον Κωσταντή (γεια σου Κωσταντή βαρβάτε!). Κυκλοφορούσε με τον απλό, λαϊκό πολίτη. Σαν τον έβλεπαν μερικοί που τον αγνοούσαν φυσιογνωμικά απόμεναν. «Αυτός είναι ο Βάρναλης; έλεγαν. Αδύνατο!»
Πως έπρεπε να είναι; Να χει δηλαδή τη «σφραγίδα» του θεού; Αυτό έπαθε κι ο Σικελιανός και σιγά σιγά έχασε το όνομά του. Όλοι τον έλεγαν «Ποιητή». Ο Σικελιανός δεν ήξερε να διχαστεί. Κάποτε βρέθηκε στο σταυροδρόμι… Ανακάλυψε ότι δε μπορούσε να ζει και με τις δύο μαζί ιδιότητες. Και πέταξε τη μία. Έμεινε ποιητής. Στο ίδιο σταυροδρόμι βρέθηκε κι ο Βάρναλης. Κάποιον έπρεπε να μανταλώσει. Από κάποιον ν΄ απαλλαγεί. Και δεν άργησε να διαλέξει. Κλείδωσε τον ποιητή και κράτησε τον πολίτη.

ΒΑΡΝΑΛΗΣ vs ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

…Ο Βάρναλης δεχόταν την ποίηση του Σικελιανού, δεχόταν τον Σικελιανό αλλά δε τον θαύμαζε. Ο Σικελιανός όμως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς θαυμασμό. Ε, αυτό ήταν το μυστικό.
-Είναι καμπανιστή…, έλεγε, περίτεχνη (εννοούσε τη Σικελιανή ποίηση), παίρνει πόζα. Ας κάτσει ήσυχα. Δε θα γίνει και Αισχύλος.
[…]
-Ήταν αριστοκράτης! φώναξε μια μέρα ο Βάρναλης.
-Γιατί; ρώτησα.
-Φαντάσου… Δεν είπε ποτέ τη λέξη «ρε». Φτουραίνει ποτές άνθρωπος που δεν ξέρει να βρίσει; Πόσο είχε δίκιο! Τόσα χρόνια και μόνο τότε το ανακάλυψα. Ο Σικελιανός δεν έβρισε ποτέ. Κοίτα ανακάλυψη! Και ποτέ δεν του φυγε απ΄ τα χείλη του κάτι αγοραίο. Ίσως όχι γιατί το αποστρεφόταν μόνο. Αλλά ίσως και να το αγνοούσε.

Η «ΑΠΟΣΙΩΠΗΣΗ» ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΛΗ

…Ο Δάσκαλος -τώρα που γράφω- είναι πολύ μακριά. Δεν ξέρω την στάση του. Υπάρχουν όμως άνθρωποι για τους οποίου και μόνη η αμφιβολία αποτελεί βρισιά. Για το Βάρναλη δεν έχουμε δικαίωμα ν΄ αμφιβάλλουμε. Δεν είναι βαρήκοος ο ίδιος. Είναι βαρήκοα τα αφτιά του. Η συνείδησή του ποτέ. Φτάνει να σκεφτεί κανείς ότι ενώ γι΄ άλλους η «τοποθέτησή» τους στάθηκε σωτήρια… Κι έδρεψαν απ΄ την έπαλξή τους πλούσιους καρπούς, και στεφάνους, και υμνολόγια… Ο Βάρναλης είχε μόνο παραμερισμούς, φαρμάκια και, πολλές, «τυχαίες»- αλλά όχι και τόσο αθώες- παρασιωπήσεις.
Όταν βγήκε η συλλογή του «Ελεύθερος Κόσμος» το 1966, απλώς συνεχίσθηκαν οι υστερικοί πανηγυρισμοί γύρω από ένα άλλο –το αιώνια και αηδιαστικά μονότονα προβαλλόμενο απ΄ την Αριστερά όνομα. Ο Βάρναλης τυλίχθηκε στα υφάδια της «διακριτικής» σιωπής. Και χρειάστηκε να υψώσουμε φωνή απ΄ την αφανή γωνιά μας εμείς οι ξενιτεμένοι για να τους υπομνήσουμε την παρουσία του πατριάρχη…ανάμεσά τους.
Σίγουρα δεν θα τολμούσαν να καταπιούν τη γλώσσα τους αν ο Βάρναλης ήταν από κείνους που συνηθίζουν να ξεσπαθώνουν σαν τους τρώνε το δικό τους δίκιο. Αλλά ήξεραν. Ο Βάρναλης δεν είναι ούτε από κείνους που κάνουν παφλασμούς γύρω από την «αφάνειά» τους. Ο Βάρναλης δεν καταδέχτηκε ποτέ να γίνει «πλασιέ» της δικής του αξίας. Κι αυτή τη στάση την κράτησε με συνέπεια απ΄ την χοχλακιασμένη νιότη του ως τα τιμημένα και άσπιλα γεράματά του.

[…]

Ο Ποιητής μας δεν ικέτεψε, δεν κολάκεψε, δεν κλαψούρισε. Έμεινε ως το τέλος αυτό που ήταν και έπρεπε να είναι: Ο ακέραιος, ο αδιάφθορος, ο αναπαλλοτρίωτος.

[…]

(Ο κόσμος του) ήταν και έμεινε ο κόσμος των χαμηλών σπιτιών και των ταπεινών κρασοπουλιών –όπου μοιράζουν το κρεμμύδι και την ελιά στη μέση.  Κι απ΄ τις νοθείες που υπάρχουν στον κόσμο τέσσερις μόνο δε δέχθηκε. Τη νοθεία στην Ιδέα, στο κρασί, στον Έρωτα και στην Ποίηση. Γι΄ αυτό όταν λέμε ποιητής δεν εννοούμε «ένας ακόμα ποιητής». Εννοούμε ο ποιητής. Ο ποιητής του Λαού, ο βάρδος, ο πρώτος μέσα σ΄ όλους τους βάρδους, υμνωδούς, μαστόρους και πελεκητές του. Και –το λέω άλλη μια φορά- δεν θα χρειαστούν αιώνες για να πάρει τη θέση του στη Λυρική μας πινακοθήκη. Είναι από τώρα βαλμένος εκεί πλάι στους κλασικούς και ανέσπερους όλης της πατρίδας μας.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ, Ο Κονταρομάχος (Κ. Βάρναλης), Εκδόσεις Δωρικός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου