του Νίκου Γαλάνη
Το τελευταίο διάστημα
υπήρξαν πολλοί λόγοι για να θυμηθούμε τον τελευταίο στίχο από το πολύ παλιό
αλλά καλό τραγούδι του πάλαι πότε ριζοσπάστη τραγουδοποιού Δ. Σαββόπουλου «αφού
δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μη μας πει κανένα».
Από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ
-ευτυχώς όχι από το σύνολο- μοιάζει να είναι απαγορευμένη οποιαδήποτε κριτική ή
δημόσια τοποθέτηση που τολμά να κάνει λόγο για τις δυσκολίες της επόμενης μέρας
και για τις αναπόφευκτες συγκρούσεις. Τουλάχιστον επί ποινή σιωπής επιδιώκεται
να σταματήσουν όλοι όσοι εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ είτε επισημαίνουν κινδύνους,
ελλείψεις, άστοχες επιλογές, λανθασμένες πρακτικές, είτε κριτικάρουν αμφίσημες
και αντιφατικές θέσεις που παίρνει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Όλοι όσοι προσπαθούν να
ανιχνεύσουν εναλλακτικές λύσεις και διεξόδους εκτός των συστημικών πλαισίων και
των επιλογών του διεθνούς και ντόπιου κατεστημένου, κατηγορούνται ως εμπαθείς,
συμπλεγματικοί και σκοπίμως γκρινιάρηδες «που κάνουν δώρα στο Σαμαρά».
Ακούγονται και εφευρίσκονται πολλά τέτοια κοσμητικά επίθετα που δεν κοσμούν
καθόλου «τον φορέα που βρίσκεται σε διαδικασίες συνεχούς αυτοδιαμόρφωσης… του
φορέα που είναι ανοιχτός σε πρωτοβουλίες και ιδέες που έρχονται από το
εξωτερικό του…» όπως αναφέρεται στο νωπό σχέδιο διακήρυξης του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ίλιγγος της εκλογικής
επιτυχίας και η ίδια η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ έχει δημιουργήσει πέρα από τις
επώδυνες και επικίνδυνες ζάλες, όχι αδίκως πολλές προσδοκίες. Αυτό είναι
ευχάριστο, γιατί μετά από 50 χρόνια ο λαός προσδοκά κυρίως από την αριστερά και
όχι από τη δεξιά ή από την πολύ επικίνδυνη παραμονεύουσα ακροδεξιά.
Το πολιτικό πρόβλημα όμως
και η κοινωνική άσκηση που επιζητεί συζήτηση και άμεση λύση βρίσκεται στην
ανάγνωση και διάγνωση της συμπεριφοράς του λαϊκού παράγοντα. Ψήφισε ο λαός
αριστερά γιατί πιστεύει ότι έχει τη λύση; Ψήφισε ο λαός ΣΥΡΙΖΑ γιατί γνωρίζει
τη διέξοδο και πείστηκε ότι την κατέχει ο ΣΥΡΙΖΑ; Είναι ή όχι και γιατί
καχύποπτος με τον ΣΥΡΙΖΑ;
Είναι σωστό ότι ο λαός
έχει πολιτικές επιθυμίες, έχει απαιτήσεις, αλλά δεν μπορεί ο λαός από μόνος του
να προτείνει διέξοδο. Πείθεται από τα πολιτικά υποκείμενα και ακολουθεί με ή
χωρίς εισαγωγικά διεξόδους, αναγνωρίζοντας ίσως τα άμεσα ή μακροπρόθεσμα
συμφέροντά του. Για αυτούς τους λόγους στρατεύεται προσωρινά ή με μεγάλη
διάρκεια. Είναι σωστό ή λάθος ότι σήμερα δεν υπάρχει πίστη από τον λαό για την
εναλλακτική λύση, για τη διέξοδο; Αληθεύει ή όχι ότι ο βαθμός στράτευσής του,
ενεργοποίησής του είναι αντιστρόφως ανάλογος με τον βαθμό ανάθεσής του, που
δυστυχώς σήμερα είναι πολύ υψηλός. Αυτή η λογική της ανάθεσης αύριο –μετά την
ανάληψη της διακυβέρνησης- είναι δυνατόν να γίνει πρακτική της γρήγορης
εγκατάλειψης αν δεν υπάρχει η κρίσιμη λαϊκή μάζα που να έχει προετοιμαστεί, να
έχει διαπαιδαγωγηθεί, που να γνωρίζει, να πιστεύει, να αγωνίζεται για την
εναλλακτική λύση, για ένα σχέδιο διεξόδου που μπορεί να μη μοιάζει με τα
συνηθισμένα, που να συγκρούεται με τη συνηθισμένη πολιτική και τα κατεστημένα
συμφέροντα, με τις συστημικές δυνάμεις ξένες και ντόπιες.
Έχουμε ένα μεγάλο
κοινωνικοταξικό ρεύμα αντιμνημονιακής δυσαρέσκειας που για να αποκτήσει δύναμη
πέρα από τα ποσοτικά του στοιχεία απαιτείται να έχει όραμα και συνειδητή πίστη
για τη λύση.
Θα έχουμε –αν δεν έχουμε εκτροπές- ένα πλειοψηφικό ρεύμα που δεν
πρέπει να εγκλωβιστεί ούτε στη Σκύλλα του «πολιτικού ρεαλισμού» ούτε και στη
Χάρυβδη του επαναστατικού τυχοδιωκτισμού και του ιδεολογισμού. Για να
αποφύγουμε αυτά τα σύγχρονα τέρατα που κατατρώνε πολλά χρόνια το σώμα της
αριστεράς, σήμερα που δεν έχουμε την πολυτέλεια να ζούμε στις «ήρεμες» μέρες
του καπιταλισμού, χρειάζεται πολιτική και οργανωτική προετοιμασία τόσο του
πολιτικού όσο και του κοινωνικού υποκειμένου. Και η πολιτική προετοιμασία
σημαίνει ότι πρέπει να παρθούν υπόψη όλες οι ορατές και πιθανές συγκρούσεις, να
προσπαθηθεί να υπάρχει πρόγνωση για τις αναπόφευκτες συγκρούσεις, για τις
συστημικές επιθέσεις και αντιπαραθέσεις. Είναι ιστορικά αλλά και εμπειρικά
γνωστό ότι η ιδιοτέλεια του συστήματος δεν χαρίζει χρόνο, χώρο, εξουσία.
Γνωρίζει καλά η ελληνική αριστερά από τη σύγχρονη ιστορία του τόπου ότι δεν
υπάρχουν βελούδινα γάντια αλλά σιδερένιες γροθιές του ιμπεριαλισμού. Οι
κόκκινες γραμμές καλό είναι να μπαίνουν για την υπεράσπιση του κόσμου της
εργασίας. Ταυτόχρονα χρειάζεται να είναι γνωστό πως υπάρχουν πολύ σκληρές
κόκκινες γραμμές από τον κόσμο του κεφαλαίου και τους ιμπεριαλιστές. Τα σημεία
της σύγκρουσης και θραύσης δεν είναι όλα γνωστά και εκ των προτέρων. Ορισμένα
όμως είναι κόμβοι, είναι οι λεγόμενες στρατηγικές επιλογές, είναι ορατά και
πολυδιακηρυγμένα και έχουν χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν σαν όπλα – πολυεργαλεία
φόβου, εκβιασμού, καταστροφής, από τις συστημικές δυνάμεις και τους
«διαμορφωτές της κοινής γνώμης».
Έτσι κι αλλιώς πάμε για
σύγκρουση. Δεν την επιλέγουμε αλλά θα είμαστε πολιτικοί μπουνταλάδες για να μην
προετοιμαζόμαστε υποτιμώντας τον αντίπαλο. Εκτός κι αν (έχει ήδη) επιλεγεί μια
άτακτη υποχώρηση που όμως θα σημαίνει την πολιτική κατάρρευση-διάλυση του
συνόλου της αριστεράς, με πολύχρονες καταστροφικές συνέπειες για τον λαό. Το
απευχόμαστε. Η σύγκρουση, που δεν μπορεί να έχει τα στοιχεία του ειρηνικού
ξεσηκωμού όπως διατείνεται ο Αλέξης Τσίπρας, θα θυμίσει, αλλά δεν θα είναι, τον
πόλεμο κινήσεων κατά Γκράμσι, θα έχει πρωτοτυπία μιας και γίνεται στην Ευρώπη
του 21ου αιώνα και γιατί δεν θα διεξαχθεί με τους κλασικούς
ιστορικούς τρόπους. Στη σύγκρουση δεν επαρκούν οι εκλογικοί στρατοί.
Απαιτούνται στρατοί που κερδίζουν στον «πόλεμο θέσεων», που υποδεικνύουν
πολιτική και κοινωνική διέξοδο και προοπτική, που απαντούν στα λαϊκά καυτά
ερωτήματα «ποιος και πώς». Οι συγκρούσεις, αν τις εννοούμε, απαιτούν όρους και
προϋποθέσεις, δηλαδή φερεγγυότητα του υποκειμένου, προετοιμασία, όραμα,
επιτελεία, συμπαρατάξεις και εφεδρείες . Αν δεν υπάρχουν στοιχειωδώς αυτά, τότε
μάλλον θα οδηγηθούμε σε ήττα ίσως πριν και χωρίς αγώνα. Κανείς δε μπορεί να
διαβεβαιώσει ότι με τη σύγκρουση θα νικήσει ο λαός, αλλά όλοι μπορεί να
συμφωνήσουν ότι σήμερα χωρίς σύγκρουση είναι βέβαιη η ήττα.
Είναι λοιπόν
νομιμοποιημένα εναλλακτικά σχέδια, αναζητήσεις και αφηγήσεις ή τα στέλνουμε
στον καιάδα της μονοσήμαντης σκέψης και του μονόδρομου; Έχουν τεθεί με γνήσια
αγωνία πραγματικά ερωτήματα όπως τα παρακάτω:
1. Θα σεβαστεί μια
κυβέρνηση της αριστεράς τα διεθνή πλαίσια και τις συνθήκες που έχουν
ονοματεπώνυμο και ξεκινάνε από το Μάαστριχτ, διατρέχουν τη Νίκαια και φθάνουν
στη Λισσαβόνα;
2. Θα αρνηθεί μια
κυβέρνηση της αριστεράς και πώς τις υπογραφές στις δανειακές συμβάσεις και τα
μνημόνια, γυρίζοντας πίσω τα πράγματα;
3. Θα αμφισβητηθεί ή όχι
η παραμονή στην Ευρωζώνη και την Ε.Ε. όταν αυτά εμφανώς (θα) βρίσκονται σε
αντιπαράθεση τόσο με την επιβίωση του λαού όσο και με την παραγωγική
ανασυγκρότηση;
4. Γιατί «η μοίρα της
Ελλάδας είναι συνυφασμένη με τη μοίρα της Ευρώπης» (διακήρυξη); Επειδή έτσι
επέλεξε και ακολούθησε η αστική πολιτική και η αστική τάξη της Ελλάδας 50
χρόνια πριν;
5. Θα εγγυηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ
ένα πρόγραμμα όπου οι μισθοί-συντάξεις θα ανέβουν, όπου η παιδεία-υγεία-έρευνα
θα πάρουν μεγαλύτερο ποσοστό επί του προϋπολογισμού, όπου το μεγάλο κεφάλαιο
που κρύβεται πίσω, μέσα και μαζί με τους τραπεζίτες θα πληρώσει, ή θα εγγυηθεί
«την σταθεροποίηση των μισθών και των δημοσίων οικονομικών στα σημερινά τους
δεδομένα» (δήλωση Γ. Σταθάκη); Για τον πάτο του βαρελιού ψάχνουμε και παλεύουμε
ή για την αξιοπρεπή ανάκαμψη και επιβίωση του λαού;
6. Θα αναζητήσει καθόλου
αυτό που σε άλλες χώρες (ακόμα και στη Φινλανδία) συζητείται δημοσίως, δηλαδή
το σχέδιο ζωής και μετά την έξοδο απ’ το ευρώ, ή θα παραμείνει σταθερά και
δογματικά προσηλωμένος στο Plan A στο πλάνο δηλαδή της διατήρησης του ευρώ;
7. Θα αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ
την ευθύνη να ρίξει άμεσα την κυβέρνηση και να δημιουργήσει κοινωνικές και
πολιτικές συμμαχίες και στηρίγματα ή απλά θα κάνει τον τροχονόμο της πασοκικής
ψήφου και τον οικοδεσπότη της ασταθούς αντιμνημονιακής ψήφου; Θα σταματήσει να
βολεύεται με τη λογική ανάθεσης από τον λαό, καλώντας επίμονα και υπομονετικά
σε κοινό μέτωπο όλη την αριστερά, με την ελπίδα ότι και η υπόλοιπη αριστερά θα
σταματήσει να παρακολουθεί απομονωμένη και θα εγκαταλείψει τις μικροψυχίες;
Είτε το θέλουμε είτε όχι
είναι τουλάχιστον δεξιά η πολιτική που επενδύει στην ήττα της ενδεχόμενης και
επερχόμενης κυβέρνησης της αριστεράς, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, με την ελπίδα της
μετέπειτα δικαίωσης. Ας θυμηθούμε μόνο πως μετά την τυπική κατάρρευση της ΕΣΣΔ
που καταγράφηκε παγκόσμια σαν χρεωκοπία του σοσιαλισμού, δικαιώθηκε μόνο το στρατόπεδο
του καπιταλισμού και καθόλου όλοι όσοι δεν θεωρούσαμε ότι εκεί υπάρχει και
οικοδομείται σοσιαλισμός. Σε τελική ανάλυση και στην πράξη, δεν είναι αριστερή
η πολιτική που δεν λερώνει τα χέρια της αλλά αυτάρεσκα κριτικάρει και ελπίζει
στην ήττα αριστερών δυνάμεων και συντρόφων.
Είναι δημιουργική,
αριστερή και σωστή μια κριτική που όχι απλά κρούει τον κώδωνα αλλά έμπρακτα
παραδειγματίζει-πρωτοπορεί και όχι απλά υποδεικνύει τι πρέπει να κάνει η
αριστερά, ανοίγοντας έτσι δρόμους σκέψης, πράξης, προοπτικής. Άλλο δημιουργική
κριτική, άλλο στήσιμο στον τοίχο, άλλο ταύτιση και ένταξη, άλλο ανεξαρτησία,
μετωπική συμπαράταξη και συνεργασία κόντρα στον κοινό εχθρό. Όμως είτε το
θέλουμε είτε όχι, είναι επικίνδυνη η ηθελημένη ασάφεια του επίσημου πολιτικού
και διακηρυγμένου λόγου του ΣΥΡΙΖΑ, είναι αντικειμενικά δεξιά πολιτική η
αναζήτηση διαπιστευτηρίων από τις συστημικές δυνάμεις εσωτερικού και
εξωτερικού, είναι αποφυγή ανάληψης της ευθύνης η πολιτική του ώριμου φρούτου.
Είναι λάθος η επιμονή στην κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική νομιμότητα,
όταν αντιμετωπίζουμε επί 3 συναπτά χρόνια το σοκ και τη βία, όταν έχουμε
πληθωρισμό ανεργίας, φτώχειας, κατάθλιψης, αυτοκτονιών. Όλα αυτά δικαίως
φοβίζουν και αυξάνουν την καχυποψία. Είτε το θέλουμε είτε όχι πηγαίνουμε σε
πολιτικές σφαγείου αν δεν προετοιμαζόμαστε και δεν προετοιμάζουμε το λαό
τουλάχιστον στην επερχόμενη σύγκρουση και στην αναζήτηση της εναλλακτικής
λύσης.
Ας το ξεκινήσουμε έστω
και τώρα γιατί σαν αριστεροί θέλουμε να μην ισχύσει ο Σαββοπουλικός στίχος «τα
νέα που μας έφερε μας χάιδεψαν τ’ αυτιά, μα απέχουνε πολύ από την αλήθεια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου