Γράφει η Krotkaya
Φέτος που λες, έκλεισα δεκαετία. Δέκα χρόνια
εκτός Ελλάδας. Μεγάλωσα σε κείνη την Ελλάδα του ανάδελφου
έθνους, του «σοσιαλισμού» και των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, την Ελλάδα που η
μεσαία της τάξη ονειρευόταν να γίνει Ευρώπη αλλά ένιωθε πάντα κομπλεξικός
φτωχός συγγενής. Σε κείνη την Ελλάδα που αγνοούσε ότι στο έδαφος της δεν ζούσαν
μονάχα Έλληνες (αλλά και καθολικοί, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι και Πομάκοι), που
προσποιούνταν πως ξέχασε τους εμφύλιους του παρελθόντος της και δοκίμασε
ανεπιτυχώς να θάψει τα αγεφύρωτα χάσματα κάτω από τις στάχτες των καμένων
φακέλων της Εθνικής Συμφιλίωσης.
Μέχρι τα 25 μου, οι μόνοι ξένοι που είχα
γνωρίσει ήταν οι ξανθοί τουρίστες των καλοκαιριών. Και ξαφνικά,
ήμουν και εγώ ξένη. Ξένη πολυτελείας βέβαια, καταγόμενη
από τη χώρα των εξωτικών καλοκαιριών, των ιστορικών
ερειπίων και του μουσακά. Ξένη που επέλεξε να ζει σε άλλη
χώρα, σπουδές, δουλειά, το πακετάκι των late ’90s-early ’00s, όσο ακόμα ήταν
κραταιά η φούσκα της επίπλαστης χλιδής. Τότε που ακόμα φεύγαμε από την Ελλάδα
γιατί γουστάραμε να ζήσουμε την εμπειρία ή την περιπέτεια, εκμεταλλευόμενοι
Σένγκεν, Εράσμους και τις λοιπές πεπονόφλουδες του φρουρίου που χτιζόταν σιγά
σιγά. Και, ‘ντάξει, άμα λάχει θα γυρίζαμε κιόλας. Με υφάκι, περγαμηνές και
ιστορίες να διηγούμαστε για τη φιγούρα. Τότε ήταν πιο εύκολα.
Με τη μαγκιά που κουβαλάμε
στο συλλογικό μας ασυνείδητο, είχαμε την ανετίλα να
σνομπάρουμε τόσο τους ξενέρωτους βορειοευρωπαίους, όσο και τους
κατώτερους μαροκάνους, μαύρους, Αλβανούς και ανατολικοευρωπαίους. Οι
περισσότεροι Έλληνες που γνώρισα στο εξωτερικό,
πέρασαν και δεν ακούμπησαν από όσα μια τέτοια
εμπειρία έχει να προσφέρει. Δεν μπήκαν καν στον κόπο να
γνωρίσουν τους ντόπιους στη χώρα όπου έζησαν, συνέχιζαν να ζουν
όπως και στην Ελλάδα και απλά γκρίνιαζαν για τον κακό καιρό, τους
ξενέρωτους ντόπιους και την τάχα ανύπαρκτη νυχτερινή ζωή.
Ζω στο Βέλγιο οκτώ χρόνια. Στο Βέλγιο
υπάρχουν πάρα πολλοί Έλληνες, και μολονότι μισώ να χωρίζω τους
ανθρώπους σε κατηγορίες, θα δοκιμάσω να το κάνω
για την οικονομία της συζήτησης.
Η μια κατηγορία Ελλήνων είναι οι μετανάστες
των δεκαετιών του ’50 και του ’60, τότε
που η Ελλάδα ήταν μια φτωχή χώρα του νότου,
και ο κόσμος έφευγε για να γίνει φτηνό εργατικό
δυναμικό στις βιομηχανικές χώρες. Ίσως δεν είναι ιδιαίτερα
γνωστό το γεγονός ότι οι Έλληνες (και Ισπανοί, Ιταλοί,
Πορτογάλοι) που τότε πήγαιναν στη Γερμανία και το Βέλγιο κυρίως
για να δουλέψουν σε βιομηχανίες και ορυχεία, περνούσαν
από ειδικά agencies, για τα πρώτα χρόνια στη δουλειά ζούσαν έγκλειστοι σε
κοιτώνες μέσα ή κοντά στον τόπο εργασίας, συχνά τους κρατούσαν τα διαβατήρια
και ενίοτε τους δεχόντουσαν μόνο με εγγυήσεις σχετικά με τα πολιτικά φρονήματα,
για πολύ ευνόητους λόγους. Οι άνθρωποι αυτοί στην πλειονότητά τους, ζούσαν πολύ
λιτά και μάζευαν ένα κομπόδεμα για να στείλουν πίσω ή για να κάνουν κάτι δικό
τους αργότερα. Έτσι προέκυψαν τα δεκάδες ελληνικά εστιατόρια και παρόμοιες
μικροεπιχειρήσεις στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Παράλληλα με τους
οικονομικούς μετανάστες, σε χώρες όπως η Γαλλία ή η Σουηδία, προσέφευγαν και
πολιτικοί πρόσφυγες, δηλαδή κυνηγημένοι αριστεροί, όταν δεν είχαν την
δυνατότητα να διαφύγουν στη Σοβιετική Ένωση ή άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ.
Οι Έλληνες αυτοί συνήθως δεν είχαν και ιδιαίτερα καλή φήμη στο ντόπιο πληθυσμό,
όπως πάντα συμβαίνει με τους ξένους εργάτες σε μια (πιο) πλούσια χώρα, και
συνήθως κοινωνικοποιούνταν αποκλειστικά μεταξύ τους, μάθαιναν τη ντόπια γλώσσα
τσάτρα-πάτρα και τελικά από αυτούς προέκυψε μια δεύτερη και μια τρίτη γενιά
Ελλήνων που μιλάει μπάσταρδα γαλλικά (γερμανικά,σουηδικά, you name it) και έχει
στο κεφάλι της μια εξιδανικευμένη εικόνα των ’60s για την πατρίδα που δε
γνωρίζουν πια.
Η δεύτερη γενιά Ελλήνων στο Βέλγιο προέκυψε
κατά τη δεκαετία του ’80, ως απότοκο της ένταξης
της χώρας στην ΕΟΚ. Οι Έλληνες ευρωυπάλληλοι των ’80s
είναι άλλη φάρα και προφανώς καμία σχέση με την εργατική τάξη. Άνθρωποι με
συνήθως ανώτερη μόρφωση, χωρίς όμως αυτό να αντανακλά απαραίτητα και μια
ευρύτερη κουλτούρα, που συχνά πήραν χαρακτηριστικά νεόπλουτων και παρήγαγαν
επίσης μια δεύτερη γενιά αρκετά εθνικιστική και μάλλον με χαρακτηριστικά
«γαλάζιας γενιάς» ασχέτως κομματικής τοποθέτησης.
Η τρίτη κατηγορία των
Ελλήνων εδώ είναι οι φοιτητές των ’90s και των ’00s. Ήρθαν εδώ
για σπουδές, βρήκαν μια δουλειά και έμειναν, εκτός κι αν έφυγαν για αλλού, όπου
το αλλού όχι απαραίτητα στην Ελλάδα.
Ζω οκτώ χρόνια στο Βέλγιο. Μέχρι πριν από 2
χρόνια, οι Έλληνες του Βελγίου ανήκαν λίγο πολύ σε
μια από τις παραπάνω κατηγορίες. Μέσα
στα τελευταία δύο χρόνια, σχηματίζεται
και μια τέταρτη κατηγορία, αυξανόμενη με ραγδαίους
ρυθμούς. Άνθρωποι ανάμεσα στα 25 και τα 40, έρχονται
εδώ για να βρουν δουλειά,
μια οποιαδήποτε δουλειά
ανεξαρτήτως τυπικών προσόντων. Σημείωσέ το: δεν έρχονται στο
Βέλγιο απαραίτητα, έχοντας ήδη βρει μια δουλειά, αλλά με στόχο να
βρουν. Που σημαίνει πως ενδεχομένως φτάνουν εδώ και παραμένουν άνεργοι για
κάποιους μήνες -χωρίς φυσικά δικαίωμα στο επίδομα ανεργίας- διαμένουν σε φίλους
και γνωστούς και επιβιώνουν από ένα μικρό κομπόδεμα ή μια μικρή ενίσχυση από
τους γονείς τους. Σημείωσε και αυτό: ανεξαρτήτως τυπικών προσόντων, οι
περισσότεροι είναι έτοιμοι να δεχτούν να κάνουν μια οποιαδήποτε δουλειά.
Το λένε «φτηνό εργατικό δυναμικό», συχνά ανώτερης ή ανώτατης μόρφωσης.
Τα παραπάνω είναι μια
προσωπική καταγραφή που δεν διεκδικεί δάφνες
επιστημονικής ανάλυσης και είναι βασισμένη σε
προσωπικά στατιστικά και παρατήρηση. Απλά να σου πω πως εγώ μονάχα,
έχω γνωρίσει τα τελευταία χρόνια καμιά πενηνταριά
ανθρώπους της τελευταίας κατηγορίας. Μόνο στις Βρυξέλλες
και μόνον εγώ. Εύκολα υποθέτω πως το ίδιο
συμβαίνει και στο υπόλοιπο Βέλγιο, στην Ολλανδία, τη Γερμανία ή
τη Γαλλία. Εύκολα υποθέτω πως το πλήθος αυτών των ανθρώπων δύσκολα
καταγράφεται αλλά και πώς αυξάνεται καθημερινά με γεωμετρική πρόοδο. Αυθαίρετα
προσωπικά συμπεράσματα, βέβαια.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι
προπαππούδες μας έπαιρναν το δρόμο για την Αυστραλία και τις Ηνωμένες
Πολιτείες, σπρωγμένοι από τη φτώχεια που προέκυψε μετά από μια χρεωκοπία και
μερικούς πολέμους (του 1897, τους Βαλκανικούς, τον Α’ Παγκόσμιο, το
Μικρασιατικό, πόσους θες να σου μετρήσω;). Στα μισά του 20ου αιώνα,
οι παππούδες μας έπαιρναν το δρόμο για την Κεντρική Ευρώπη και συνέβαλαν με τα
χέρια τους στην δημιουργία του γερμανικού θαύματος και άλλων παρόμοιων
μικρότερων ίσως θαυμάτων. Στις αρχές του 21ου αιώνα, εμείς
κάνουμε πάλι το ίδιο, απλά οι περισσότεροι από μας έχουμε τετρασέλιδα cv που
αξίζουν λιγότερο από την τιμή τεσσάρων φύλλων Α4.
Λέω να αλλάξω λίγο κλίμα, γεωγραφικό
μήκος και πλάτος. Ας ταξιδέψουμε στην Ανατολική Ευρώπη.
Γνώρισα στην Ελλάδα ανθρώπους από τις χώρες
του πρώην υπαρκτού: με σπουδές, με πτυχία, με όνειρα. Εργάτες,
καθαρίστριες και οικόσιτες νοσοκόμες. Οι περισσότεροι ήρθαν στην Ελλάδα μέσα
στη δεκαετία του ’90, όταν νεοφιλελεύθερα πειράματα εφαρμόζονταν στη Ρωσία, την
Πολωνία και πόλεμοι μαίνονταν στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Κι ας ταξιδέψουμε λιγάκι σε
χώρες της κεντρικής Ασίας ή τις Αφρικής.
Χώρες που μέχρι την αποαποικιοποίηση
της δεκαετίας του ’60 ξεζουμίζονταν από τον
«πρώτο κόσμο», κι όταν αποφάσισαν να διώξουν τους αποικιοκράτες,
αυτοί τεχνηέντως έφυγαν αφήνοντας πίσω τους ένα χάος
από εμφυλίους και χούντες. Πενήντα χρόνια τώρα,
η Δύση δε χάνει ευκαιρία να ανακατεύεται
στα εσωτερικά αυτών των χωρών, ενίοτε και να τους
φυτεύει δικτατορίες, να σκηνοθετεί πολέμους ή και να
τις βομβαρδίζει, πάντα
στο όνομα της ειρήνης και της δημοκρατίας.
Θες ονόματα; Πάρε: Ιράν, Ιράκ, Ινδονησία, Μπαγκλαντές, Καμπότζη,
Αφγανιστάν, Πακιστάν, Νίγηρας, Αιθιοπία, Αλγερία, Κονγκό, Ακτή του
Ελεφαντοστού, Γκάνα, Ρουάντα, Σομαλία. Ακόμα και ένα χρόνο πριν, εσωτερική κρίση
στο Κονγκό «επιλύθηκε» με την παρέμβαση Βέλγου πρίγκηπα. Τον ίδιο περίπου καιρό
που η κρίση στην Ακτή του Ελεφαντοστού «επιλυόταν» με παρεμβάσεις των Γάλλων.
Από τέτοιες χώρες φεύγουν οι άνθρωποι
που εγκλωβίζονται τελικά στην Ελλάδα,
την Ισπανία ή την
Ιταλία. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Αυτό
που θέλω να σου πω, είναι να δοκιμάσεις να κάνεις συνδέσεις,
αναγωγές και συγκρίσεις: Έλληνες στο Βέλγιο, Πακιστανοί στην
Ελλάδα, Λίβυοι στην Ιταλία, Μαροκινοί στην Ισπανία. Ψάξε διαφορές.
Δεν θα βρεις.
Και τέλος, άσε με να σου
αφηγηθώ ένα υποθετικό σενάριο: αποφασίζεις να φύγεις
από την Ελλάδα, έχεις το μελαμψό δέρμα
της Μεσογείου, καταλήγεις σε μια οποιαδήποτε βόρεια χώρα,
πιάνεις δουλειά σε ένα εργοστάσιο, σε μια εταιρία, σε
ένα οτιδήποτε, έχεις χαρτιά ή δεν έχεις χαρτιά, ξυπνάς ένα πρωί να πας στη
δουλειά σου, παίρνεις το τρένο, φτάνεις στον προορισμό σου, βγαίνεις από το
τρένο, σε υποδέχονται μπάτσοι, είσαι πολύ μελαχροινός για Σουηδός ή Ολλανδός,
σε μαζεύουν, σε κλείνουν σε ένα «χώρο υποδοχής», σε στέλνουν πίσω. Πίσω πού; Να
κάνεις τι; Δε θα ξανάκανες το παν για να ξαναφύγεις;
Έχει χρώμα στο δέρμα
της η απελπισία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου