Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2011

Η Φιλόπτωχος κυρία κι ο Θανάσης… – Διήγημα

Πηγή: http://redkangaroo.wordpress.com


Το μεγάλο, το καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης λαμποκοπούσε φωτισμένο εκείνο το βράδι του Δεκέμβρη. Τα ακριβά αυτοκίνητα είχαν γεμίσει το απλόχωρο πάρκινγκ και κάποιοι καθυστερημένοι έκοβαν βόλτες μήπως και βρουν θέση στάθμευσης. Κοσμοσυρροή. Τα καθιερωμένο τσάι της Φιλοπτώχου ήταν πάντα γεγονός. Φιλανθρωπικό αλλά κυρίως κοσμικό. Όλοι και όλες ήταν εκεί. Οι αρχές, ο ιερός κλήρος, τα σώματα ασφαλείας, ο καλός κόσμος. Ευκαιρία να βρεθούν, να φανούν και να προσφέρουν. Για καλό σκοπό.

Η κυρία Ντίνα, έλαμπε γεμάτη καμάρι, έσφυζε από ενεργητικότητα. Ήταν η ψυχή της Φιλοπτώχου. Όλα από τα χέρια της περνούσαν. Και όλα πήγαιναν καλά. Φέτος είχε επιμείνει να οργανωθεί το τσάι νωρίτερα. Τις μέρες των Χριστουγέννων θα ταξίδευε στη χιονισμένη Ελβετία. Η μικρή της κόρη λάτρευε το σκι και δεν μπορούσε να της χαλάσει χατίρι. Οι άσπονδες φίλες της στο Διοικητικό Συμβούλιο είχαν στην αρχή διαφωνήσει. Αλλά το δέχθηκαν με μισή καρδιά. Είπαμε, η κυρία Ντίνα ήταν η ψυχή, αλλά και ο βασικός χρηματοδότης της Φιλοπτώχου.

Στάθηκε να φωτογραφηθεί δίπλα στο Δήμαρχο, είπε δυο βιαστικές κουβέντες με τη σύζυγο του Στρατιωτικού Διοικητή, επέπληξε με τσεκουράτες κουβέντες δυο σερβιτόρες που καθυστερούσαν, χαμογέλασε από μακριά σε κάτι παλιές της συμμαθήτριες με τις οποίες δεν είχε και πολλά πολλά. Όλα αυτά τα κατάφερνε αβίαστα. Το είχε από φυσικού της. Η βραδιά ήταν στην αρχή της, την κορύφωση η κυρία Ντίνα τη φύλαγε για αργότερα.

Άφησε πίσω του τη θορυβώδη αίθουσα του καφενείου και βγήκε στο λιμάνι. Δεν έκανε κρύο, μόνο την υγρασία του νοτιά ένιωθες κάπως. Ο Θανάσης ένιωθε το κεφάλι του βαρύ, τη σκέψη του μπερδεμένη. Αρχές του μήνα και αφού είχε –ευτυχώς- πληρώσει νοίκι, λογαριασμούς και υποχρεώσεις, είχε μείνει με δυο εικοσάρικα στην τσέπη.  Όταν τους έκοψαν τα μεροκάματα στην κατασκευαστική εταιρεία που δούλευε, νόμιζε ότι θα ήταν κάτι προσωρινό αλλά δυστυχώς έγινε μόνιμο. Το βδομαδιάτικο είχε πέσει στο μισό. Οι πενιχρές αποταμιεύσεις είχαν τελειώσει. Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Τα παιδιά ήθελαν τα δώρα τους, το τραπέζι έπρεπε, κάπως να γεμίσει.

Ευτυχώς, κάποια έξτρα μεροκάματα τα έβρισκε και στρογγύλευε την κατάσταση. Απόψε στο καφενείο είχε κλείσει μια τέτοια δουλειά. Το βάψιμο ενός εξοχικού. Καμιά βδομάδα δουλειά. Απογεύματα. Μόνος του θα την έκανε, μικροεργολαβία. Όσα έπαιρνε θα επέτρεπαν στην οικογένεια να κάνει γιορτές.

Ξεκίνησε για το σπίτι. Στην απέναντι άκρη του λιμανιού το μεγαλύτερο, το καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης ξεχώριζε στην εορταστική του φωταψία. Οι περαστικοί στέκονταν και το χάζευαν.

Σ’ ένα παγκάκι διέκρινε μια γνώριμη φιγούρα με το βλέμμα προσηλωμένο στα απέναντι φώτα.

Η κορυφαία στιγμή της βραδιάς, ήρθε όταν η κυρία Ντίνα, ως Πρόεδρος της Φιλοπτώχου εκφώνησε το σύντομο χαιρετισμό στους καλεσμένους. Στάθηκε δίπλα στο βαρυφορτωμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Οι φωτογράφοι και η κάμερα του τοπικού τηλεοπτικού σταθμού στήθηκαν μπροστά της. Μίλησε απλά και ζεστά. Άγιες μέρες… αγάπη… συμπόνια…. κρίση…. αναξιοπαθούντες. Ευχαρίστησε όσους συμμετείχαν, τις αρχές πρώτα απ’ όλους.

Και, κλείνοντας, δήλωσε ότι προσφέρει το ποσό των 3.000 € για τους σκοπούς της Φιλοπτώχου. Έκανε νόημα σε έναν σερβιτόρο να φέρει την επιταγή.

Η επιταγή ήταν τυπωμένη σε χαρτόνι ένα μέτρο επί ενάμισι. Το είχε δει σε αντίστοιχες περιπτώσεις στην τηλεόραση και της είχε φανεί πολύ ωραία ιδέα. Σε κάτι τέτοια η κυρία Ντίνα ήταν ευφυής και δημιουργική. Όταν έβαζε κάτι στο μυαλό της το έκανε απαραίτητα πράξη.

Το χειροκρότημα ήρθε σαν έκρηξη στη μεγάλη αίθουσα. Ζωηρό και παρατεταμένο. Δεν έλεγε να σταματήσει. Η κυρία Ντίνα αισθάνθηκε την έξαψη, ένα κύμα ζεστασιάς. Υποκλίθηκε στο χειροκρότημα των παρισταμένων. Έσφιξε δεκάδες χέρια, δέχθηκε συγχαρητήρια, επαίνους, ευχαριστίες. Ήταν ικανοποιημένη. Και φέτος το τσάι της Φιλοπτώχου ήταν η δική της βραδιά.



Στο παγκάκι καθόταν ο Μανόλης. Από παιδιά γνωρίζονταν με το Θανάση. Μόνο που ο Μανόλης, πώς να το πούμε, είχε ατυχήσει. Το μικρό του μαγαζί, είδη υγιεινής, είχε βουτήξει στα χρέη μέχρι που έβαλε λουκέτο. Ύστερα έπεσαν πάνω του οι Τράπεζες. Του πήραν το σπίτι. Έστειλε γυναίκα και παιδιά στο χωριό στα πεθερικά του. Εκείνος έμεινε πίσω, πάλευε να σταθεί στα πόδια του αλλά δεν ήταν εύκολο. Κοιμόταν στην αποθήκη του παλιού του μαγαζιού, το μόνο που του είχε μείνει. Τουλάχιστον δεν ήταν στο δρόμο. Πως την έβγαζε άγνωστο.

Ο Θανάσης κάθισε δίπλα του. Κέρασε τσιγάρο. Δεν είχαν πολλά να πούνε. Λίγες οι κουβέντες τους. Τι να πει κανείς και τι να κουβεντιάσει. Όμως του Θανάση του ήρθε μια ιδέα.

«Ρε συ, με μπογιές τα καταφέρνεις;»

«Πως δεν τα καταφέρνω…»

Αυτό ήταν, του πρότεινε να μοιράσουν την «εργολαβία» στο εξοχικό. Μισά μισά, όσα έβγαζαν. Του Μανόλη φωτίστηκε το πρόσωπο. Δεν ήταν μόνο τα μεροκάματα, που ένας θεός ξέρει πόσο τα είχε ανάγκη. Θα είχε μια βδομάδα δουλειά, θα έπαιρνε ανάσα το μυαλό του από το βραχνά της απραξίας.

Ο Θανάσης έβαλε το χέρι στην τσέπη, κι έβγαλε ένα τσαλακωμένο εικοσάρικο. Το έχωσε στην παλάμη του άλλου.

«Προκαταβολή» του είπε και του έκλεισε το μάτι.   .

Και ο Θανάσης και η κυρία Ντίνα κοιμήθηκαν ευχαριστημένοι εκείνη τη νύχτα. Είχαν τους λόγους τους….

copyright Κ.Ζ. 2011


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου