Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Ο «Ζορμπάς» λαός άρχισε να λυγίζει. Και το Κόμμα του;


Σ` ένα προηγούμενο σημείωμά μου, που φιλοξενήθηκε στις «σελίδες» του «Εργατικού Αγώνα» (σσ: η ηλικία μου δεν μου επιτρέπει να αποσπαστώ από την ορολογία του γραπτού και του έντυπου λόγου και να υιοθετήσω την αντίστοιχη των ηλεκτρονικών υπολογιστών) είχα παραθέσει τούτη την παράγραφο:

«Το στερεότυπο του «Ζορμπά» έχει στασιάσει: δε χορεύει πια πάνω από τα ερείπια της θεόμουρλης και εξ αρχής καταδικασμένης επιχείρησης ορυχείων. Ένας άλλος «Ζορμπάς», συνειδητός, δουλευταράς, αγωνιστής, έτοιμος πάντα να δώσει ταξικές ή εθνικοαπελευθερωτικές μάχες και νάχει και κατακτήσεις – έτοιμος πάντα όμως για το χορό, αλλά και για τον αγώνα – έχει αναδειχτεί μέσα στον αιώνα που πέρασε. Αυτός ο «Ζορμπάς» δεν είναι πια μια ανώδυνη και γραφική φολκλορική φιγούρα, είναι η επίφοβη εικόνα ενός λαού που δεν θέλησε να παραδεχτεί ότι η ιστορία τέλειωσε, μ` όλες τις στρεβλώσεις και τις υστερήσεις στη συνείδησή του, μ` όλη την άγνοια και την αποκοπή από την ιστορική μνήμη που προσπαθούν να του επιβάλλουν η εγκύκλια παιδεία και όλοι οι φορείς και οι μηχανισμοί της αστικής ιδεολογίας».

Προσπάθησα, με το σχήμα αυτό, να περιγράψω τη συνείδηση που έχει χτίσει, μέσα από τις ιστορικές του περιπέτειες, ο ελληνικός λαός και να αναφερθώ στο λόγο για τον οποίο αυτή η συνείδηση, αυτή η νοοτροπία, αυτή η κουλτούρα (κατά βάση κουλτούρα εξέγερσης) αντιμετωπίζεται σκαιά και υβριστικά από τον ιμπεριαλισμό. Ωστόσο, για να μη βλέπουμε την πραγματικότητα με παραμορφωτικούς φακούς, για να μην εξωραϊζουμε καταστάσεις που γίνονται όλο και πιο οδυνηρές, δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε ότι αυτή η κουλτούρα της εξέγερσης, της αντίστασης και της κατάφασης στη ζωή, έχει υποστεί ρωγμές, μέσα από τις οποίες εισβάλλει η μοιρολατρεία, η απογοήτευση, η αποστράτευση, η κατάθλιψη, αλλά και – το πιο επίφοβο απ` όλα – η σάπια ιδεολογία του φασισμού.

Οι υλικές συνθήκες ζωής του λαού μας, της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, τείνουν στην πλήρη εξαθλίωση: το γεγονός βεβαίως και έχει επιπτώσεις στον ψυχισμό του. 

Εμφανίζονται τον τελευταίο καιρό καταστάσεις στον τόπο μας εντελώς ασυνήθιστες μέχρι τώρα, με πιο χαρακτηριστικό – και βαθειά ανησυχητικό – παράδειγμα, την αύξηση του αριθμού των αυτοκτονιών. Οπωσδήποτε, η μελέτη και αποτίμηση του φαινομένου – πολύ περισσότερο η θεραπεία – δεν εντάσσεται στη σφαίρα της ψυχιατρικής αλλά στη σφαίρα της οικονομίας και της πολιτικής.

Η απογοήτευση οδηγεί και στην πολιτική αποστράτευση: ένα κουρασμένο «δεν γίνεται τίποτα» ακούγεται από πολλά χείλη και σε πολλές και διαφορετικές περιστάσεις.

Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο στους νέους ανθρώπους: στους νέους ανέργους, στα πολύ νέα παιδιά που τελειώνουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ακόμη και σε ανθρώπους που είναι ήδη στην παραγωγή και έχουν ή προσπαθούν να φτιάξουν οικογένεια στους οποίους η εμπειρία, η αγωνιστική και ιστορική παράδοση είναι μικρότερη. Θεωρώ ότι σε αυτούς η απογοήτευση και η αποστράτευση συνοδεύονται από και «πατάνε» σε ένα σοβαρό έλλειμμα συνείδησης και ιστορικής μνήμης. 

Καταγράφω ορισμένες πλευρές:
-          Σε πολλούς χώρους δουλειάς, οι νεώτεροι σε ηλικία εργαζόμενοι δεν πιστεύουν στις συλλογικότητες όπως είναι τα συνδικάτα, αλλά ούτε και στην αποτελεσματικότητα των αγώνων. Στο χώρο της εκπαίδευσης για παράδειγμα, οι περισσότεροι απεργοσπάστες προέρχονται από τους αναπληρωτές και τους νεοδιόριστους, κάτι αδιανόητο λίγες δεκαετίες πριν. Η μισθολογική πίεση που υφίστανται όσοι για πρώτη φορά μπαίνουν στην παραγωγή ή που πρόσφατα έχουν μπει, λειτουργεί ανασταλτικά ως προς τη συμμετοχή τους σε απεργίες. Αυτό το σχήμα ωστόσο επενδύεται και ιδεολογικά, αφού με πρόσχημα τις δυσλειτουργίες ή τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις – κάποτε και τους συμβιβασμούς – οι νέοι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται το σωματείο τους ως κάτι εντελώς ξένο από τους ίδιους και τα συμφέροντά τους.
-          Παρατηρείται αδιαφορία για ό,τι θεωρείται «υψηλή» πολιτική. Πρόκειται για το αμέσως επόμενο βήμα στην επικίνδυνη πορεία προς την ιδιώτευση και τον αυτοεγκλεισμό. Αυτό συναρτάται και με την απαξίωση της ιστορικής μνήμης: η άγνοια – σαφέστατα μεθοδευμένη από την πολιτεία – των νέων ανθρώπων όχι μόνο ως προς τα ιστορικά γεγονότα αλλά και – κυρίως – ως προς τις νομοτέλειες της ιστορίας, μετεξελίσσεται σε αδιαφορία, ημιμάθεια και ροπή είτε προς επικίνδυνες, αντιεπιστημονικές θεωρίες είτε στη μόνιμη  επωδό της παραίτησης, του «δεν γίνεται τίποτε». Τα ιδεολογήματα των αρχών της δεκαετίας του `90, όταν ο καπιταλισμός θεώρησε ότι έχει επιτύχει μια ολοκληρωτική νίκη και θεωρούσε τον εαυτό του αιώνιο και πανίσχυρο, και τα οποία συμπυκνώθηκαν στην αντίληψη περί «τέλους της ιστορίας», ξανάρχονται από το παράθυρο και στρογγυλοκάθονται στο μυαλό της νέας ή και της μελλοντικής βάρδιας της εργατικής τάξης.
-          Από μια άλλη πλευρά – και σε στενή συνάρτηση με τα παραπάνω – η άγνοια της ιστορίας υποβοηθά τη διάδοση φασιζουσών απόψεων που ασκούν μια ορισμένη γοητεία σε ανθρώπους που αισθάνονται την ανάγκη να υπερασπιστούν την ιδιοπροσωπεία του ελληνικού λαού. Αναφέρομαι κυρίως σε γελοίες και επιστημονικά ασύστατες θεωρίες περί «φυλετικής συνέχειας», «ανωτερότητας της ελληνικής φυλής», «υψηλής τεχνολογίας των αρχαίων ελλήνων» κλπ. που καταλήγουν στην επιστημονική γελοιότητα και στο ρατσισμό, αλλά που επηρεάζουν πολλές και διαφορετικές ηλικίες, ακόμη και ανθρώπους με επιστημονική κατάρτιση, αλλά χωρίς πολιτική σκέψη.
-          Η σκέψη πολλών νέων, κυρίως, ανθρώπων, εγκλωβίζεται σε κλισε: η αστική προπαγάνδα, όπως αναπτύσσεται και διαδίδεται από τα ΜΜΕ αλλά και από την εγκύκλια παιδεία, ενσωματώνεται έτσι πιο εύκολα στις συνειδήσεις. Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία παίζουν – και ας μη θεωρηθεί υπερβολή – οι … Πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και ο αγοραίος μηχανισμός εμπορίας πληροφοριών και τεχνικών που έχει στηθεί για να τις εξυπηρετήσει – εννοώ την παραπαιδεία. Εκθέσεις δεκαεξάχρονων παιδιών, αντί να εκφράζουν την πραγματική αγωνία για το μέλλον τους, την αμφισβήτηση του νέου ανθρώπου απέναντι στον καθεστωτικό λόγο, μηρυκάζουν απόψεις που ακούγονται στα καθεστωτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, από «παπαγάλους» της κυβερνητικής πολιτικής και του ιμπεριαλισμού, που «κουνάνε το δάχτυλο» στον ελληνικό λαό, φορτώνοντάς του και το … προπατορικό αμάρτημα, «νουθετώντας» και απειλώντας τον.

Η γενίκευση αυτών των νέων, δυσάρεστων δεδομένων στη συνείδηση του ελληνικού λαού, δημιουργεί εξ αντικειμένου ένα νέο καθήκον, αλλά και ένα νέο πεδίο ουσιαστικής δράσης και ιδεολογικής παρέμβασης για τις ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις, πρώτα και κύρια για το φορέα της ιδεολογίας της εργατικής τάξης, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Και, για να πούμε τα πράγματα με τ` όνομά τους, θαρρώ ότι, αν το ΚΚΕ, κοιτάξει το πρόσωπό του στον καθρέφτη με εντιμότητα και ειλικρίνεια, μόνο ευχαριστημένο δεν θα πρέπει να είναι από την ανταπόκρισή του σε αυτό το καθήκον. Γιατί, κατά τη γνώμη μου, ιδεολογική παρέμβαση δεν μπορεί να είναι μόνο η στεντορεία τη φωνή διακήρυξη σε όλους τους τόνους, περί ορθότητας της στρατηγικής του (ωσάν σε άλλες ιστορικές περιόδους, τις οποίες το ΚΚΕ άλλοτε με κομψό και άλλοτε με λιγότερο κομψό τρόπο απαξιώνει, να μην είχε ως στρατηγική του το σοσιαλισμό, τον  οποίο ανακάλυψε η παρούσα καθοδήγηση): η ιδεολογική παρέμβαση οφείλει να έχει πλατύτερο, συνολικό περιεχόμενο, να αγγίζει κάθε πλευρά της ανθρώπινης ζωής και της ανθρώπινης σκέψης, να απαντά σε όλα τα πιθανά ερωτήματα, να δίνει τη λύση και τη διέξοδο σε όλες τις πιθανές αρνήσεις και να τις μετατρέπει σε κατάφαση, σε αγωνιστική στάση ζωής.

Φοβάμαι ότι το ΚΚΕ όχι μόνο δεν δίνει τις απαντήσεις που πρέπει, αλλά σε πολλές περιπτώσεις δίνει απαντήσεις λάθος, που δημιουργούν στρεβλώσεις και αποπροσανατολίζουν. Σε δύο κυρίως ζητήματα θέλω να επικεντρωθώ: στο ζήτημα του συνδικαλιστικού κινήματος και, συνολικά, των λαϊκών κινητοποιήσεων και σε εκείνο του πατριωτισμού σε συνάρτηση με το μέγα θέμα της εθνικής ανεξαρτησίας.

Ως προς το πρώτο από τα δύο ζητήματα: το ΚΚΕ πράττει άριστα όταν ασκεί κριτική στις επίσημες συνδικαλιστικές ηγεσίες, κατηγορώντας τις για συμβιβασμό και ενσωμάτωση. Από το σημείο όμως αυτό μέχρι την πρακτική του, στην καθημερινή δράση, όπου, άτυπα, επιχειρεί να προβάλλει – και, ενδεχομένως, να επιβάλει – παράλληλες συνδικαλιστικές δομές[1], υπάρχει μεγάλη και ουσιαστική απόσταση. Ο ρόλος του ΠΑΜΕ, του οποίου η ίδρυση χαιρετίστηκε από τους εργαζόμενους, ως πρόπλασμα ενός ταξικού πόλου, ενός «αντίπαλου δέους» στις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές παρατάξεις και ηγεσίες, έχει καταστεί ασαφής, θολός και προβληματικός: λειτουργεί άλλοτε ως παράταξη, άλλοτε ως παράλληλη συνδικαλιστική δομή, ως αντι – ΓΣΕΕ και ενίοτε ακόμη και ως Κόμμα, υποκαθιστώντας το ίδιο το Κόμμα σε πολλές λειτουργίες του. Και αν μια τέτοια στάση δημιουργεί δυσφορία ή αμηχανία σε ανθρώπους μιας ορισμένης ηλικίας και εμπειρίας από πολιτικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες, πολύ περισσότερο συντελεί στις συγχύσεις και στην απαξίωση του συνδικαλισμού, ως πρώτου βήματος συνειδητοποίησης και διεκδικήσεων από τη μεριά της εργατικής τάξης, στους πολιτικά άπειρους.

Τον προηγούμενο χρόνο ξέσπασε το κίνημα των «πλατειών» και των «αγανακτισμένων». Θολό ως προς τον προσανατολισμό, με πολλά αντιφατικά στοιχεία και έλλειψη συγκεκριμένης και σαφούς προοπτικής, αποτέλεσε ωστόσο πόλο έλξης για ανθρώπους χωρίς προηγούμενη πολιτική εμπειρία και δράση. Το ΚΚΕ, αντί να κατέβει στις πλατείες και να «ζυμώσει» την πολιτική του στον κόσμο που διαδήλωνε, με τις συγχύσεις και τις παλινωδίες του, κράτησε εξ αρχής μια «αφ` υψηλού» περιφρονητική στάση, γύρισε στην κυριολεξία την πλάτη του σ` έναν κόσμο που «άλλο δεν ήθελε παρά κάποιον να ακουμβήσει τες πλάτες του» - για να παραφράσω μιαν αποστροφή του Κολοκοτρώνη. Αρνήθηκε δηλαδή στην πράξη να παίξει τον καθοδηγητικό του ρόλο, εντείνοντας συγχύσεις και υποβοηθώντας την απογοήτευση που δημιούργησε το «ξεφούσκωμα» του κινήματος.

Εκεί ωστόσο που, κατά τη γνώμη μου, το ΚΚΕ έχει πάρα πολύ σημαντικές ευθύνες για το «ξεστράτισμα», τις στρεβλώσεις των συνειδήσεων, για την εκτροπή τους σε επικίνδυνα μονοπάτια, είναι η αντιμετώπιση, το τελευταίο διάστημα, από την καθοδήγηση και τα επίσημα ενημερωτικά του όργανα του εθνικού ζητήματος και, συνακόλουθα, του πατριωτισμού.

Αντιγράφω την ακόλουθη παράγραφο από το Καταστατικό του ΚΚΕ, όπως  αυτό εγκρίθηκε από το 15ο Συνέδριο:

«Το ΚΚΕ συνδέει διαλεκτικά το διεθνισμό με τον πατριωτισμό. Είναι γνήσιος και αντάξιος κληρονόμος των εθνικών, δημοκρατικών και επαναστατικών παραδόσεων του ελληνικού λαού. Αντιπαλεύει κάθε εκδήλωση φασισμού, εθνικισμού, σοβινισμού και ρατσισμού».

Πολύ φοβάμαι ότι η πρώτη πρόταση της περιόδου αυτής (εννοώ τη σύνδεση ανάμεσα στον πατριωτισμό και το διεθνισμό) έχει ατονήσει σε βαθμό κατάργησης. Και ας μη σταθώ στο αυτονόητο: ότι δηλαδή ο διεθνισμός χωρίς τον πατριωτισμό διολισθαίνει επικίνδυνα προς τον αστικό κοσμοπολιτισμό, «αμαρτία» και στρέβλωση πολύ συνηθισμένη σε πολιτικούς χώρους που εκφράζουν οπορτουνιστικές απόψεις. Το ΚΚΕ, το Κόμμα – ψυχή και αιμοδότης της εποποιίας της Εθνικής Αντίστασης, το Κόμμα που έμπρακτα απέδειξε την ανωτερότητα του πατριωτισμού της εργατικής τάξης έναντι του «πατριωτισμού» των αστών, δείχνει να φοβάται πια τους όρους «πατρίδα», «πατριωτισμός», «πατριωτικός». Καινοφανείς και – κατά τη γνώμη μου, αστήρικτες – αναλύσεις και επεξεργασίες των τελευταίων χρόνων αποτελούν το θεωρητικό υπόβαθρο αυτής της απομάκρυνσης από ένα αξιακό σύστημα, στη βάση του οποίου το ΚΚΕ απόχτησε βαθειές ρίζες στο νου και στην καρδιά του ελληνικού λαού.

Η θέση περί εξάρτησης της Ελλάδας από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις,  που έχει ισχυρά ιστορικά ερείσματα και στο επίπεδο των παραδειγμάτων αλλά και στο επίπεδο της θεωρίας, όλο και περισσότερο δίνει τη θέση της στη νεοπαγή θεωρία περί «αλληλεξάρτησης» των καπιταλιστικών χωρών, μέσα στα πλαίσια του ιμπεριαλισμού. Ήδη από τις Θέσεις για το 17ο Συνέδριο του Κόμματος εμφανίστηκε η διατύπωση περί ενίσχυσης των «ιμπεριαλιστικών χαρακτηριστικών του ελληνικού καπιταλισμού», υπό την έννοια της ενίσχυσης της ελληνικής αστικής τάξης μέσα στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Η θεωρία περί «αλληλεξάρτησης» αντιστρατεύεται τη θέση του Λένιν για το «νόμο της ανισόμετρης ανάπτυξης». Η διατύπωση των Θέσεων του 17ου Συνεδρίου «σπάει τα μούτρα της» πάνω στον τοίχο μιας αντικειμενικής πραγματικότητας όπου κυριαρχεί η τρόϊκα, ο γκαουλάϊτερ Ράϊχενμπαχ, ο γερμανικός, κυρίως, και γενικότερα, ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός που εφορμά ως όρνιο να κατασπαράξει το δημόσιο πλούτο της χώρας και να απαξιώσει εντελώς την εργατική της δύναμη – χωρίς να παραγνωρίζουμε και την ισχύ του αμερικάνικου παράγοντα που διόλου δεν μειώθηκε. 

Ουδείς αρνείται βέβαια ότι από μια τέτοια εξέλιξη, η αστική τάξη της Ελλάδας κάθε άλλο παρά θα βγει χαμένη, όπως εξ άλλου ο σκύλος δεν βγαίνει χαμένος, όταν ακολουθεί το αφεντικό του στο κυνήγι – χαμένο, εννοείται, ότι βγαίνει το θήραμα!

Στην πολιτική πράξη, οι θέσεις αυτές μεταφράζονται σε απόλυτη υποτίμηση – έως και πλήρη αγνόηση – του διεθνούς παράγοντα, δηλαδή του ιμπεριαλισμού και του ρόλου του στα δεινά του λαού μας. Σταχυολογώ ορισμένες σκόρπιες παρατηρήσεις μου σε σχέση με το πώς πολιτεύεται το ΚΚΕ ή το πώς θεωρητικολογεί, μέσα από τα έντυπά του, τα 2 τουλάχιστον τελευταία χρόνια:

-          Από τη στιγμή που λήφθηκαν τα πρώτα μέτρα και μετά έχουν γίνει αξιοσημείωτες – αν και προφανώς όχι επαρκείς – λαϊκές κινητοποιήσεις και μεγάλες διαδηλώσεις, που χαρακτηρίστηκαν και από τη μαζική παρουσία των μελών και φίλων του ΠΑΜΕ. Ως γνωστό, το ΠΑΜΕ έχει πλήρη δυνατότητα να δώσει το ιδιαίτερο στίγμα του σε μια κινητοποίηση. Ε, λοιπόν, σ` ένα διάστημα δυόμιση χρόνων ούτε μια πορεία δεν έχει καταλήξει στα γραφεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή στη γερμανική πρεσβεία, ούτε μια κινητοποίηση δεν έχει γίνει όταν καταπλέει, έμπλεη μίσους και ταξικής περιφρόνησης η τρόϊκα (αν και, για να μη γίνομαι άδικος, θαρρώ ότι πριν μερικούς μήνες έγινε κινητοποίηση έξω από το ξενοδοχείο που έμεναν οι εν λόγω κύριοι).

-          Αντλώ ορισμένα παραδείγματα από την αρθρογραφία του «Ριζοσπάστη», ή ακόμα και από τις ανακοινώσεις του Γραφείου Τύπου του ΚΚΕ. Σε ενυπόγραφη κριτική που γίνεται στη «Σπίθα» του Μίκη Θεοδωράκη (και, ανεξάρτητα από κάποιες ορθές παρατηρήσεις σε σχέση με τις θέσεις της) γράφονται τούτα τα καταπληκτικά: «Θέμα εθνικής ανεξαρτησίας στην Ελλάδα δεν τίθεται, δεν έχουμε κατοχή. Την τρόϊκα έφεραν από κοινού η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΕΒ, τους εφοπλιστές, τους τραπεζίτες, τους μεγαλέμπορους. Όλοι αυτοί, δηλαδή η αστική τάξη, είναι σύμμαχοι της τρόϊκας (…)». Λαμπρά! Η οποία τρόϊκα (εννοείται όχι ως άτομα, αλλά οι φορείς που εκπροσωπεί) έσπευσαν αρωγοί, χωρίς οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να έχουν κανένα ενδιαφέρον και κανένα όφελος από την καθυπόταξη του ελληνικού λαού!  Και, την ίδια περίπου εποχή (άνοιξη του 2011, αν δε με απατά η μνήμη μου), σε ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη» για τη συγκέντρωση της «Σπίθας» στα Προπύλαια (και, επαναλαμβάνω, ανεξάρτητα από την ορθότητα πλευρών της κριτικής που γίνεται στον πολιτικό οργανισμό που ίδρυσε ο Μίκης) αναφέρεται τούτη η φράση: «το ψευδοεπιστημονικό ιδεολόγημα της εξάρτησης!!» Οποία βεβαιότης!  Και ψευδοεπιστημονικό και ιδεολόγημα! Ωσάν να συγκλήθηκε σώμα επιστημόνων, ιστορικών και οικονομολόγων και να τεκμηρίωσε επιστημονικά ότι το ελληνικό κράτος έχει διαγάγει τον μέχρι τώρα βίον του σε συνθήκες πλήρους ανεξαρτησίας, έχει χαράξει τη δική του πολιτική με γνώμονα τα συμφέροντα του λαού του, δεν έχει γνωρίσει ούτε δανεισμούς, ούτε ξενικές επεμβάσεις – όχι σπάνια ένοπλες! Ωσάν να μην έχει πληρώσει ο ελληνικός λαός με ποταμούς αίματος την πολιτική του ιμπεριαλισμού! Κι ακόμα, ωσάν να έχει ήδη συγκληθεί το κομματικό εκείνο σώμα, επιπέδου συνεδρίου που έχει ήδη υιοθετήσει την «προχωρημένη» περί μη εξάρτησης θέση … Η τρόϊκα δε είναι μάλλον εκτόπλασμα, ολόγραμμα, αντικατοπτρισμός, βρε αδελφε …

-          Αθλιότητες αθλουμένης: κυρία αποκλείεται (ορθώς) από τους Ολυμπιακούς αγώνες του Λονδίνου για τα τρισάθλια, βλακώδη, ρατσιστικά σχόλιά της, σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Το σχόλιο του γραφείου τύπου του ΚΚΕ εντοπίζει τα αίτια στον εθνικισμό και στην εθνική υπεροψία «που καλλιεργούνται γενικότερα και ειδικότερα στο χώρο του αθλητισμού». Ως προς το χώρο του αθλητισμού θα συμφωνήσουμε απόλυτα. Εκείνο το «γενικότερα» όμως, πολύ μας προβληματίζει: αν το σχόλιο εννοεί τη γνωστή φιδοφωλιά των χρυσών αυγών (του φιδιού) έχει καλώς. Τόση ιδεολογική ισχύ έχει όμως η συμμορία που να μπορεί να διαμορφώνει «γενικότερο» κλίμα και «γενικότερες» αντιλήψεις; Τότε μάλλον θα πρέπει να ψαχτεί πολύ περισσότερο το ΚΚΕ και το λαϊκό κίνημα! Αν όμως το «γενικότερα» είναι κυριολεκτικό, μάλλον οι εκπρόσωποι του Γραφείου Τύπου θα πρέπει να παρακολουθούν πιο προσεκτικά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για να μπορούν να έχουν κύρος και οι απαντήσεις τους: γιατί δε νομίζω ότι η «γενικότερη» από τα παπαγαλάκια της δημοσιογραφίας, θεώρηση του ελληνικού λαού ως από τη φύση του «διεφθαρμένου», «λαμόγιου», «τεμπέλη», «καθυστερημένου» και «ρέμπελου» (τέτοιες ιδιότητες αρέσκονται να προσάπτουν στο λαό μας οι ρέκτες του κοσμοπολιτισμού) τρέφει την «εθνική υπεροψία». Είναι άλλο πράγμα αν οι άμυνες του ελληνικού λαού απέναντι σε αυτή την απαξίωση εκτρέπονται σε μια τέτοια, λαθεμένη κατεύθυνση, όταν το Κόμμα της εργατικής τάξης απαξιώνει να τις καναλιζάρει σωστά – δηλαδή αντιϊμπεριαλιστικά.

-          Στις 2 εθνικές γιορτές που έγιναν μέσα στο χρόνο που πέρασε, το ΚΚΕ αρνήθηκε ρητά και κατηγορηματικά να συμμετάσχει στις λαϊκές εκδηλώσεις οργής, ενώ και οι αντιστασιακές οργανώσεις (φοβάμαι, με κεντρική πολιτική πρωτοβουλία) δεν παρήλασαν! Το πρόσχημα: ο κίνδυνος της προβοκάτσιας, της πιθανής εμπλοκής ακροδεξιών αλλά και της αποφυγής του να γίνουν οι γέροντες της Αντίστασης … γραφικοί! Έτσι, από τις εκδηλώσεις τιμής για την Εθνική Αντίσταση έλειπαν οι πρωτεργάτες της και οι αντίστοιχες για το `21 αφέθηκαν στους επιγόνους των κοτζαμπάσηδων![2] Που βρίσκονται, σε αυτή την πρακτική, οι αγωνιστικές παραδόσεις του ελληνικού λαού, που κληρονόμος τους ορίζεται το ΚΚΕ, σύμφωνα με το ίδιο το Καταστατικό του;

-          Στο δημόσιο λόγο του ΚΚΕ απουσιάζουν προκλητικά οι καταγγελίες για την εκποίηση του δημόσιου πλούτου της χώρας, καθώς και για πλευρές του Μνημονίου (το οποίο, εξ άλλου, για τη σημερινή καθοδήγηση, δεν αποτελεί κεντρικό πρόβλημα) που θέτουν ευθέως σε αμφισβήτηση ακόμη και την τυπική ανεξαρτησία της Ελλάδας: την υπαγωγή της σύμβασης στο αγγλικό δίκαιο ή ακόμη την προβλεπόμενη παραίτηση της χώρας από κάθε εμπράγματο δικαίωμα στο δημόσιο πλούτο της.

-          Τέλος, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό: οι μέρες που γράφονται αυτές οι γραμμές, συμπίπτουν με την επέτειο της ίδρυσης του ΕΑΜ. Ο «Ριζοσπαστης» διάλεξε ένα πρωτότυπο τρόπο να το τιμήσει: σε μια εποχή που ο φασισμός έχει ήδη σηκώσει κεφάλι, δημοσίευσε επετειακό άρθρο το οποίο χρησιμοποίησε ως αφορμή για να επιτεθεί στο … ΣΥΡΙΖΑ (αυτή ήταν και η κατακλείδα του άρθρου, άλλ` αντ` άλλων σε σχέση με το υπόλοιπο δημοσίευμα) αλλά και για να κατηγορήσει εμμέσως πλην σαφώς το ίδιο το ΕΑΜ και το Κόμμα, επειδή, (κατά τον αρθρογράφο Σ.) δεν είχε στη στρατηγική του το σοσιαλισμό! Οπωσδήποτε, το άρθρο αυτό έρχεται να συνεχίσει τόσο τη λογική του Β` Τόμου του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, ο οποίος λίγο – πολύ ψέγει το σύνολο της δράσης του Κόμματος, ως … οπορτουνιστικό, αλλά και δημόσιες τοποθετήσεις στελεχών του, ακόμα και στο εξωτερικό (για παράδειγμα, περυσινή ομιλία της Ελένης Μπέλλου στο Μεξικό), όπου η εαμική ιστορική εμπειρία αντιμετωπίζεται τουλάχιστον με σκεπτικισμό και επιφύλαξη, ως μη επαρκώς ταξικά προσανατολισμένη.

Από τη μια, υπάρχει ένα Κόμμα που η όψιμη πρακτική του και οι νεοπαγείς θεωρίες της καθοδήγησής του[3], το αποσπούν από ένα βασικό στοιχείο της ιδεολογίας και της παράδοσής του: τον πατριωτισμό. Από την άλλη, ένας λαός, μια εργατική τάξη που υφίσταται διπλή ταπείνωση και απαξίωση, και στο εθνικό και στο ταξικό πεδίο. Το τμήμα της – όχι ευκαταφρόνητο αριθμητικά – που η συνείδησή του εμφανίζει όλες αυτές τις υστερήσεις και στρεβλώσεις που ανέφερα στην εισαγωγή του άρθρου, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να διοχετεύσει τις αντιδράσεις και τις άμυνές του σε σφοδρά αντιδραστική κατεύθυνση: στους απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, να αρχίσει να απαντά με αναφορές στο αρχαίο … κλέος (και κυρίως σε πλευρές του ανύπαρκτες και επινοημένες). Και μέχρι εδώ τα πράγματα περιορίζονται στα όρια της γραφικότητας. Από δω και πέρα γίνονται επικίνδυνα όταν μορφώματα σαν τη χρυσή αυγή, οι επίγονοι των κουκουλοφόρων της κατοχής, οι θαυμαστές και θιασώτες των SS, έχουν το θράσος να καπηλεύονται τα πατριωτικά αισθήματα του ελληνικού λαού. Την ίδια στιγμή, οι επίγονοι των «200» της Καισαριανής, του Σουκατζίδη και της Ηλέκτρας, σιωπούν 


Η ιστορία έχει δώσει πια άπειρα παραδείγματα, με κύριο αυτό της Γερμανίας του Μεσοπολέμου.  Η εξαθλίωση του γερμανικού λαού, μετά την κρίση του `29, μαζί με την εθνική του ταπείνωση, δεν οδήγησαν στη χειραφέτησή του από την αστική τάξη, αλλά, αντίθετα, στην ενσωμάτωση στη συνείδησή του και στην αποδοχή της ναζιστικής ιδεολογίας. Από μια άλλη πλευρά, ας θυμηθούμε το Στάλιν (στου οποίου το όνομα συχνά – πυκνά ορκίζεται η σημερινή καθοδήγηση του ΚΚΕ, αλλά μάλλον κρατά το όνομα και όχι την ουσία της πολιτικής του). Στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το τελευταίο πριν το θάνατό του, ο Στάλιν, απευθυνόμενος στους εκπροσώπους των κομμουνιστικών κομμάτων των καπιταλιστικών χωρών, έθεσε στους κομμουνιστές και στην εργατική τάξη των χωρών αυτών το καθήκον της υπεράσπισης της πατρίδας, το καθήκον να υψώσουν τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας, καθώς η αστική τάξη την έχει απεμπολήσει και μπορεί ακόμη και να ξεπουλήσει την επικράτεια για να στηρίξει τα συμφέροντά της. Η προτροπή αυτή φαίνεται να έχει τεθεί στο αλήστου μνήμης «χρονοντούλαπο της ιστορίας» από τη σημερινή καθοδήγηση του ΚΚΕ …

Κάτι ακόμη, εξαιρετικά, κατά τη γνώμη μου, σημαντικό, που πιστοποιεί την απουσία ουσιαστικής παρέμβασης του ΚΚΕ στο ζήτημα της αλλαγής της συνείδησης: είναι βέβαιο ότι ο φασισμός, ως ιδεολογία αλλά και  μορφή πολιτειακής οργάνωσης, γεννιέται, αναπτύσσεται και εγκαθιδρύεται στο έδαφος του καπιταλισμού. Δεν παύει ωστόσο να έχει ιδιαίτερα, ποιοτικά χαρακτηριστικά σε σχέση με το αστικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα: είναι η μορφή διακυβέρνησης που επιλέγει η αστική τάξη όταν «τα βρίσκει σκούρα», όταν διά ροπάλου προσπαθεί να επιβάλει την πολιτική της. Το ΚΚΕ, σε μια όψιμη λογική του να αναγάγει τα πάντα στο «αίτιο άνευ ποιούντος αιτίου», δηλαδή στον καπιταλισμό, υποτιμά ή ακόμη και ακυρώνει τις επί μέρους αντιθέσεις που αναπτύσσονται στο έδαφος της κύριας αντίθεσης. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, η πολεμική του απέναντι στη συμμορία  δε στάθηκε στο επίπεδο που θα απαιτούσε η περίσταση, τουλάχιστον προεκλογικά. Παραινέσεις όπως αυτή της Αλέκας Παπαρήγα: «η απάντηση στη χρυσή αυγή να δοθεί στην κάλπη», δε φαίνεται να έπιασαν τόπο. Αλλά και η απουσία του Κόμματος από αντιφασιστικές συγκεντρώσεις που διοργανώθηκαν και – το κυριότερο – η μη οργάνωση από το ίδιο μιας μαχητικής παρέμβασης, τόσο ιδεολογικής όσο και πρακτικής, με όρους κινήματος, ενάντια στους φασίστες, τους άφησε, θαρρώ, ακόμη πιο ανοιχτό γήπεδο για να παίξουν το άθλιο παιχνίδι τους.

Συμπερασματικά: μίλησα στην αρχή για ρωγμές στη συνείδηση του ελληνικού λαού, μέσα από τις οποίες εισβάλλει η απογοήτευση, η αποστράτευση, ο εκφασισμός. Αν δεν μπει το ΚΚΕ μπροστά, αν δεν ασκήσει τον ιστορικό του ρόλο, τμήμα σημαντικό του οποίου είναι και η διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης και του λαού, το ατσάλωμα της συνείδησής του μέσα και από τη γνώση και την ιστορική εμπειρία, οι ρωγμές θα ανοίξουν ακόμη περισσότερο και τα αποτελέσματα θα είναι ολέθρια. Αν, από την άλλη, εμφανιστεί, όπως τονίζει το καταστατικό του, ως ο κληρονόμος των «εθνικών, δημοκρατικών και επαναστατικών παραδόσεων του ελληνικού λαού», τότε θα μπορέσει να ξαναχτίσει τους δεσμούς του με τις μεγάλες λαϊκές μάζες – δεσμούς που, επίσης, η ατελέσφορη, σεχταριστική πολιτική των τελευταίων χρόνων έχει διαρρήξει.

Αλκιβιάδης Σωζόμενος

[1] Αξίζει να επισημανθεί το εξής: σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία, όπου ανέκαθεν υπήρχαν διαφορετικές συνδικαλιστικές δομές, διαφορετικές συνομοσπονδίες, το γεγονός αυτό ουδέποτε έδωσε πιστοποιητικά ταξικότητας και ορθής στρατηγικής στα αντίστοιχα κόμματα: μιλάμε – και δεν χρειάζονται παραπέρα διευκρινίσεις – για τα κομμουνιστικά κόμματα της Γαλλίας και της Ιταλίας.
[2] Να σημειώσω εδώ και την προσπάθεια των ναζιστών να καπηλευτούν την επέτειο της άλωσης της Τριπολιτσάς: ευτυχώς, εκδιώχθηκαν πυξ – λαξ από τους τριπολιτσιώτες. Τους «ευχόμαστε» να θυμούνται τη μέρα με τους στίχους του Ύμνου: «Ω τι νύχτα ήταν εκείνη – που την τρέμει ο λογισμός…». Πάντα τέτοια!
[3] Οι οποίες είναι αλήθεια ότι έχουν ρίζες στον ελληνικό τροτσκισμό του μεσοπολέμου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου