Κανείς δεν γνωρίζει αν θα ευοδωθεί η όλη προσπάθεια. Δεν υπάρχουν βεβαιότητες, ούτε προς την μια, ούτε προς την άλλη κατεύθυνση. Υπάρχει μόνο αγώνας και συνέπεια που εξασφαλίζει την συνέχεια της όλης προσπάθειας. Το σίγουρο είναι ότι αν μπορεί να γίνει κάτι, αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ο ίδιος ο λαός και κανένας αντ’ αυτού. Αρκεί να οργανωθεί μαζικά με τρόπο που του εμπνέει εμπιστοσύνη και στη βάση κεντρικών αιτημάτων που θεωρεί και είναι δικά του.
Η ανάγκη ενός αληθινού παλλαϊκού μετώπου προέκυψε από την πρώτη στιγμή που η εργαζόμενη κοινωνία βρέθηκε αντιμέτωπη με το καθεστώς κατοχής, εκποίησης και δουλοπαροικίας του χρέους που άρχισε να οικοδομείται στην χώρα από την εποχή του μνημονίου και της Σύμβασης Δανειακής Διευκόλυνσης. Ωστόσο, με την έκρηξη του κινήματος των πλατειών, η διαμαρτυρία για ένα πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας μετατράπηκε σε απαίτηση να αλλάξει άρδην το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα. Κι έτσι, έστω και με στοιχειακό, αυθόρμητο τρόπο, ο ίδιος ο κόσμος που κινητοποιήθηκε έθεσε ως κεντρικό ζήτημα το πρόβλημα της εξουσίας. Κοντά ένα εκατομμύριο απλοί εργαζόμενοι, μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες, ελεύθεροι επαγγελματίες και νέοι, βρέθηκαν τουλάχιστον μια φορά στην πλατεία Συντάγματος για να διαδηλώσουν ενάντια στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα μέσα στις πάνω από 30 ημέρες που διαρκεί η κινητοποίηση αυτή. Το γεγονός επίσης ότι τεράστιες μάζες λαού κατέβηκαν να διαδηλώσουν έξω από παρατάξεις και κομματικά σχήματα, κάνει την όλη κινητοποίηση πρωτοφανή για τα ιστορικά χρονικά τουλάχιστον της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα.
Μεγάλο μέρος της κοινωνίας άρχισε πια να κινείται σε κατεύθυνση αντίθετη από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, αμφισβητώντας ευθέως τη νομιμότητα των κυρίαρχων πολιτικών επιλογών. Το γεγονός αυτό, είτε το θέλουμε, είτε όχι, μας εισάγει σε μια κατάσταση πανεθνικής κρίσης από την οποία δεν μπορεί να υπάρξει άλλη διέξοδος εκτός από την άμεση καταστολή της κοινωνίας, ή την ανατροπή του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος. Στο αμέσως επόμενο διάστημα η αντιπαράθεση της κοινωνίας, και ιδίως εκείνου του κομματιού της που έχει βγει μπροστά, με ολόκληρο το σύστημα άσκησης της εξουσίας θα γίνει ακόμη πιο σκληρή και πιο αδυσώπητη. Η ίδια η κατάσταση της οικονομίας και της κοινωνίας, η φτώχεια, η ανεργία και η ανέχεια, είναι που θα πυροδοτεί διαρκώς αυτήν την αναμέτρηση σε σημείο βρασμού.
Ο ομαλός κοινοβουλευτικός βίος της μεταπολίτευσης που λειτούργησε ως πρόσχημα για μια άκρως διεφθαρμένη κυβερνητική απολυταρχία, πνέει τα λοίσθια. Από τη μια η κοινωνία στο μεγαλύτερο μέρος της δεν θέλει και ούτε μπορεί να κινηθεί μέσα στα πλαίσιά του. Από την άλλη, το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να εξασφαλίσει την κοινωνική νομιμοποίησή του. Η σύγκρουση αυτή δεν μπορεί να λυθεί με ήπια μέσα, ούτε απλά με τις παραδοσιακές τακτικές κοινοβουλευτικού αποπροσανατολισμού της κοινωνίας. Ό,τι εφεδρεία και να φέρει στην επιφάνεια το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, όσο κι αν ξεγελάσει με προσωπικότητες ή επωνύμους κάποια τμήματα της κοινωνίας, είναι σίγουρο ότι όλοι αυτοί οι σχεδιασμοί θα καταρρεύσουν πολύ γρήγορα μπροστά στην αδυσώπητη πραγματικότητα της κρίσης, της χρεοκοπίας, της εξαθλίωσης και της γενικευμένης εκποίησης της χώρας.
Πώς πρέπει να αντιδράσει η κοινωνία; Ποιο είναι το επόμενο βήμα από την κινητοποίηση των πλατειών; Τι θα κρατήσει σε εγρήγορση την ίδια την κινητοποίηση, αλλά και θα πλατύνει την κοινωνική της αναφορά;
Ποιες απαντήσεις υπάρχουν;
Στα ερωτήματα αυτά δίνονται ποικίλες απαντήσεις. Ορισμένοι είναι ικανοποιημένοι με την ίδια την ύπαρξη των συνελεύσεων των πλατειών και την συζήτηση που διεξάγεται σ’ αυτές. Ονειρεύονται μάλιστα ότι από αυτές θα ξεπεταχτεί κάποιο είδος νέου σοβιέτ, παραγνωρίζοντας ότι όσοι απαρτίζουν τις συνελεύσεις δεν αντιπροσωπεύουν κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό τους. Κανενός είδους εντολοδόχοι, ή αντιπρόσωποι των πλατειών δεν μπορούν να υπάρξουν, διότι οι ίδιες οι πλατείες δεν εκπροσωπούν κανένα συγκροτημένο υποκείμενο της κοινωνίας. Δεν εκφράζουν τίποτε περισσότερο από μια συνάντηση ανθρώπων που αναζητούν τρόπους έκφρασης και δράσης εν μέσω κατακλυσμιαίων εξελίξεων. Κάθε προσπάθεια να εκβιαστεί η πλατεία σε κάτι που δεν είναι, την αποκόβει τελείως από την κοινωνία και την μετατρέπει σε γραφική καρικατούρα. Το καλύτερο που μπορεί να γίνει είναι να διατηρηθεί η συνάντηση της πλατείας σαν σημείο αναφοράς, ριζοσπαστισμού, αντίστασης και δράσης για πλατύτερες μάζες που έχουν τους δικούς τους τρόπους ωρίμανσης και κινητοποίησης. Κι αυτό προϋποθέτει ανοιχτές διαδικασίες, σαφείς πολιτικές αφετηρίες και περιφρούρηση απέναντι σε κάθε προσπάθεια χειραγώγησης.
Άλλοι, πάλι, τρέμουν τόσο πολύ τη μαζική συμμετοχή στις κινητοποιήσεις και κυρίως τον ριζοσπαστισμό του απλού κόσμου, που θέλουν να μετατρέψουν την πλατεία σε λέσχη ατέρμονης συζήτησης επί παντός επιστητού. Τα πάντα είναι προς συζήτηση, εκτός φυσικά από το πώς σπάμε τα δεσμά του χρέους και του ευρώ, όπως επίσης και το πώς ξεφορτωνόμαστε το σύστημα εξουσίας που σήμερα ξεκινά από τις Βρυξέλλες, την Φρανκφούρτη, το Παρίσι και το Βερολίνο. Οι δυνάμεις αυτές ασκούνται όλες αυτές τις ημέρες στο να βάζουν χαλινάρι στο ριζοσπαστισμό του κόσμου, στο όνομα του διαλόγου, αλλά και να επιχειρούν να αντιπαραθέσουν την συνέλευση της πλατείας με την μεγάλη μάζα που διαδηλώνει και η οποία είναι αδύνατον να ελεγχθεί από τους μηχανισμούς τους. Δεκάδες φορές επιχείρησαν να φέρουν σε αντιπαράθεση τους «πάνω», δηλαδή την κοινωνία, με τους «κάτω», δηλαδή τη συνέλευση της πλατείας Συντάγματος. Πρόκειται για το alter ego των προβοκατόρων των δυνάμεων καταστολής που έχουν σαν αποστολή να αφυδατώσουν τόσο πολύ την πλατεία, ώστε να την ελέγξουν, ή να την διαλύσουν. Ο στόχος τους είναι απλός. Η μετατροπή μιας μορφής κινητοποίησης σε λέσχη συζήτησης χωρίς αντίκρισμα στην κοινωνία και τα ζωτικά προβλήματά της, μπορεί εύκολα να λεηλατηθεί από επιτήδειους όταν θα έρθει η ώρα να προσθέσουν μια ακόμη συνιστώσα στη στημένη άνωθεν «συμμαχία» παραγόντων και παραγοντίσκων κορυφής.
Πέρα όμως από τις εντεταλμένες δυνάμεις που λειτουργούν ως στήριγμα του σημερινού πολιτικού συστήματος (βλ. ΣΥΡΙΖΑ και παραφυάδες), των οποίων η μόνη αγωνία είναι να μην αμφισβητήσει η πλατεία τα ιερά και όσια των επικυρίαρχων, (βλ. Ευρωπαϊκή Ένωση και ευρώ), υπάρχει και η παραδοσιακή λογική του κομματικού προσηλυτισμού. Υπάρχουν ήδη εν εξελίξει ζυμώσεις παρασκηνίου με «προσωπικότητες» και παράγοντες κάθε είδους που έρχονται να συνδράμουν στην ψηφοθηρική λεηλασία της πλατείας. Το επόμενο διάστημα θα είναι εξαιρετικά διδακτικό για το πώς παλιοί αγωνιστές με αλλοτινές περγαμηνές – χωρίς να σκέφτονται ότι πάντα τα στερνά τιμούν τα πρώτα – όπως και διάφοροι άλλοι νεόκοποι αντάρτες εξαργυρώνουν στο αλισβερίσι κορυφής την πολιτική τους διαδρομή και διαμαρτυρία. Αρκεί να μην θιχτούν τα θεμέλια του σημερινού άθλιου οικοδομήματος: η ΕΕ και οι δανειστές. Αρκεί να ξεγελάσουν και να χαλιναγωγήσουν τις διαδηλώσεις και τον ριζοσπαστισμό της κοινωνίας.
Τέλος, υπάρχει και ο τσαντιρομαχαλάς. Τα τσαντίρια δηλαδή της πλατείας Συντάγματος που έχουν στηθεί με σκοπό να πουλήσει ο καθένας τη δική του πολιτική πραμάτεια. Εδώ ισχύει το γνωστό: καλύτερα βασιλιάς στο δικό σου τσαντίρι, παρά απλός συνοδοιπόρος σ’ ένα μεγάλο πλειοψηφικό κίνημα. Σε τι ακριβώς συμβάλλουν τα τσαντίρια; Πώς ακριβώς συμβάλλουν στην ενότητα του κόσμου, στην ευρύτερη και πιο δυναμική κινητοποίηση της κοινωνίας; Δεν συμβάλλουν, απλά απασχολούν ορισμένους που νομίζουν ότι κάνουν κάτι με το να διακινούν την δική τους ιδιαιτερότητα, ή να μαζεύουν υπογραφές για αμφιλεγόμενα θέματα. Βεβαίως, ανάμεσά τους υπάρχουν και οι γνωστοί επιτήδειοι που μέσα από το δικό τους τσαντίρι βλέπουν την ανατολή ενός νέου κόμματος το οποίο επαγγέλλεται την σωτηρία της πατρίδας ή του κόσμου κατά τα ευαγγελικά πρότυπα. Παρασκήνιο, περίεργες συμφωνίες με γκρούπες και γκρουπούσκουλα ερήμην του κόσμου, παλιές και νέες σέχτες του ενός που ευαγγελίζονται την νέα αποκάλυψη, ένα ολόκληρο τσίρκο μετώπων, συμμαχιών και κομμάτων που στήνεται ανάμεσα σε παράγοντες και παραγοντίσκους, οι οποίοι θεωρούν ότι εκφράζουν ελέω Γιαχβέ όχι μόνο τον «κοσμάκη», αλλά το ίδιο το Έθνος! Κι όσο πιστεύουν ότι οι υπογραφές που μαζεύουν με διάφορα προσχήματα τους δίνουν πολιτική δύναμη, τόσο πιο σίγουροι αισθάνονται για το ηρωικό τους μέλλον. Άνοιξε το τριώδιο και οι πολιτικές μασκαράτες κάνουν παρέλαση με τον κόσμο να παρακολουθεί αποσβολωμένος και αδιάφορος.
Τι μπορούμε λοιπόν να κάνουμε; Να παραδοθούμε σε κάποια από τις παραπάνω εναλλακτικές ελπίζοντας για το καλύτερο; Να επαναλάβουμε την γνωστή αποτυχημένη συνταγή με την δημιουργία «μετώπων», δήθεν πατριωτικών ή δήθεν αριστερών, από διατεταγμένες οργανωμένες συνιστώσες, όπου ο απλός κόσμος θα κληθεί να ακολουθήσει αφού πρώτα οι αρχηγοί αποφασίσουν τις ισορροπίες κορυφής; Να στήσουμε ένα ακόμη κόμμα που θα διεκδικήσει την εκλογική διείσδυση στους κόλπους των αγανακτισμένων;
Για πολλούς το πρώτιστο μέλημα είναι οι επερχόμενες εκλογές. Επομένως το όλο θέμα είναι να στήσουμε ένα κόμμα ή κάποιο ευρύτερο σχήμα με θέσεις που να έχουν απήχηση και να ετοιμαστούμε για τις εκλογές. Όποτε κι αν γίνουν. Όμως κάτι τέτοιο σε καταδικάζει σε μια από τα ίδια. Ακόμη κι αν βρεθεί κόσμος να σε ψηφίσει.
Είναι αδιανόητο πόσοι σήμερα προβάρουν τα καλά τους, ώστε να είναι έτοιμοι να καταλάβουν τα έδρανα της Βουλής. Ψηφοδέλτια στήνονται αναφανδόν. Παλιά και νέα κόμματα επί ποδός εκλογών. Όλοι τους σε άγρα ψήφων. Ποντάρουν στο γεγονός ότι επειδή πλατύτερες μάζες αντιλαμβάνονται την πολιτική μέσα από το «τι θα ψηφίσω στις εκλογές», μπορούν να τις ξεγελάσουν και έτσι να υφαρπάξουν την ψήφο τους. Αυτό που χρειάζεται είναι κάποια ονόματα-κράχτες, πέντε υποσχέσεις, άλλα πέντε δεηθώμεν και έτοιμο το ψηφοδέλτιο. Λίγο σπρώξιμο από κάποια επιχειρηματικά ή άλλα κυκλώματα και έτοιμη η «λαϊκή απήχηση».
Υπολογίζουν όμως χωρίς τον ξενοδόχο. Οι εξελίξεις είναι αδυσώπητες, οι καταστάσεις μέσα στην κοινωνία γίνονται όλο και πιο άγριες. Όποιος προετοιμάζεται για τις εκλογές, απλά ετοιμάζει το ξεβράκωμά του. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα των εκλογών, θα κρατήσει για λίγους μόνο μήνες, επιδεινώνοντας δραματικά την πολιτική κρίση που βιώνει η χώρα. Η λύση του προβλήματος δεν μπορεί να δοθεί μέσα από εκλογές, όπως αυτές γίνονταν μέχρι σήμερα. Όποιος ποντάρει στην ανάδειξή του μέσα από τέτοιες εκλογές, είναι απολύτως σίγουρο ότι θα καταλήξει στον σκουπιδοτενεκέ της πολιτικής. Και μάλιστα πολύ γρήγορα.
Κι αυτό γιατί το κεντρικό ζήτημα σήμερα δεν είναι οι εκλογές, αλλά η εξουσία. Δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε με όρους αντιπολίτευσης, αλλά με όρους κατάκτησης της εξουσίας από τον ίδιο το λαό το συντομότερο δυνατόν. Το όλο ζήτημα επείγει όσο ποτέ άλλοτε. Δεν πρόκειται μόνο για την υπεράσπιση του εργαζόμενου, του μικρού και μεσαίου επιχειρηματία, του επαγγελματία και του νέου από την λαίλαπα των μέτρων και παρεμβάσεων εναντίον του, αλλά και για την ίδια την επιβίωση της χώρας. Είναι άλλο να διεκδικείς την ανάταξη της χώρας σου πριν πουληθεί κομμάτι-κομμάτι και άλλο όταν θα έχει εκποιηθεί και οι υποδομές της θα έχουν καταστραφεί ολοκληρωτικά από τους κερδοσκόπους επενδυτές. Είναι άλλο να μιλάς για μια ενιαία και αδιαίρετη εθνική επικράτεια και άλλο για έναν κατακερματισμένο εθνικό χώρο που θα εκποιείται προς όφελος των δανειστών και των επενδυτών κεφαλαίου. Και η διαφορά αυτή έχει πλέον απόσταση μερικών μηνών.
Όποιος δεν θέτει σήμερα θέμα εξουσίας από την σκοπιά των συμφερόντων του λαού, αυτός εξ αντικειμένου βάζει πλάτη στην κυρίαρχη εξουσία. Ότι κι αν ισχυρίζεται, όπως κι αν αντιπολιτεύεται την κυρίαρχη πολιτική. Στη σημερινή κατάσταση δεν υπάρχουν πια περιθώρια παραδοσιακής αντιπολίτευσης. Δεν υπάρχουν δυνατότητες αποτροπής της κυρίαρχης πολιτικής, ή απόσπασης κάποιων υποχωρήσεων. Αν δεν ανατραπεί το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, αν δεν συντριβεί το σημερινό καθεστώς, αν δεν ξηλωθεί ο ζουρλομανδύας που έχουν φορέσει στην χώρα το ΔΝΤ και κυρίως η ΕΕ και η ΕΚΤ, αν δεν αναγεννηθεί η δημοκρατία στον τόπο με όρους πραγματικής λαϊκής κυριαρχίας και εθνικής ανεξαρτησίας, τότε δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε τίποτε. Τότε είναι σαν να καταδικάζουμε το λαό και τη χώρα στην πιο απόλυτη καταστροφή, ψάχνοντας μόνο για τον εαυτό μας ένοχα άλλοθι.
Όσοι σκέφτονται με όρους του τι θα κάνουν με τις εκλογές, δεν έχουν αντιληφθεί τι ακριβώς συμβαίνει. Πιστεύουν αφελώς ότι οι εκλογές από εδώ και μπρος θα έρχονται και θα παρέρχονται όπως γινόταν παλιότερα. Πιστεύουν αφελώς ότι το σημερινό καθεστώς κατοχής, εκποίησης και δουλοπαροικίας έχει εσωτερικά την ίδια ανάγκη νομιμοποίησης όπως ο κοινοβουλευτισμός που ζήσαμε μεταπολιτευτικά. Ζουν την εικονική πραγματικότητα ενός απόλυτου κοινοβουλευτικού κρετινισμού. Δεν σκέφτονται, ούτε τους περνά από το μυαλό ότι μέχρι τις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν, θα έχουν συντελεστεί τόσο τραγικά γεγονότα και θα έχουν ανοίξει τόσα μέτωπα που θα κρίνουν καθοριστικά το παρόν και το μέλλον της χώρας και του λαού της.
Η πολιτική δύναμη που θα συμβάλει καθοριστικά στην οργάνωση του ίδιου του λαού για να αντιμετωπίσει τις τρέχουσες εξελίξεις, είναι η μόνη που θα μπορέσει να αποκτήσει βαθιές ρίζες μέσα στην κοινωνία και θα διεκδικήσει την πλειοψηφία με άμεσο σκοπό την ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής. Αυτό που επειγόντως έχει ανάγκη σήμερα η κοινωνία δεν είναι ένα ακόμη καλύτερο κόμμα, ούτε ένα «μέτωπο» κορυφής με εκλογικό προσανατολισμό, αλλά μια πολιτική δύναμη που να μπορεί να συσπειρώνει τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα στην καθημερινή πάλη για την επιβίωση, η οποία είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη, δημιουργώντας ταυτόχρονα τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την ανατροπή του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος και των βασικών επιλογών του εδώ και τώρα. Και για να το κάνει αυτό θα πρέπει να λειτουργεί ανοιχτά, να απευθύνεται κύρια στον ίδιο το λαό και να εκφράζει την ευρύτερη δυνατή κοινωνικοπολιτική συμμαχία, δίχως συνιστώσες κορυφής, δίχως προαπαιτήσεις και προϋποθέσεις άλλες εκτός από τη συμφωνία και τη συστράτευση σε μερικούς άμεσους κοινούς στόχους που στο σύνολό τους συνθέτουν την πολιτική πρόταση της ανατροπής.
Μόνο έτσι μπορεί σήμερα να νομιμοποιηθεί κοινωνικά η ανάδειξη μιας νέας πολιτικής δύναμης. Μόνο έτσι μπορεί το κίνημα των πλατειών και το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα που ανέδειξε να προχωρήσει οργανωμένα στο επόμενο βήμα. Μόνο έτσι θα μπορεί να εντάξει οργανικά τις όποιες πολιτικές μάχες θα κληθεί να δώσει, εκλογικές και άλλες, στην άμεση προετοιμασία της κοινωνικής ανατροπής.
Τι σηματοδοτεί το κάλεσμα για ΕΠΑΜ;
Αυτό το νόημα έχει το κάλεσμα για την άμεση συγκρότηση ενός Ενιαίου Παλλαϊκού Μετώπου (ΕΠΑΜ). Το κάλεσμα αυτό δεν είναι τίποτε περισσότερο από αυτό που λέει: ένα κάλεσμα, δηλαδή ένα προσκλητήριο αγωνιστικής συνεύρεσης στη βάση ορισμένων άμεσων κοινών στόχων. Με άλλα λόγια δεν είναι κανενός είδους ιδρυτική διακήρυξη, με όλη την αυστηρότητα που πρέπει να έχει ένα τέτοιο κείμενο. Οι ιδρυτικές διακηρύξεις των αληθινών μετώπων παράγονται από συλλογικά όργανα και μέσα από συλλογικές διαδικασίες που αφορούν όλα τα μέλη τους. Αυτό που κάνει το κάλεσμα είναι να ξεκαθαρίζει πάνω σε ποιους στόχους καλείται η άμεση συγκρότηση του ΕΠΑΜ, αλλά και με ποιους βασικούς όρους μπορεί να γίνει αυτή η συγκρότηση. Όλα τα υπόλοιπα είναι αντικείμενο των εσωτερικών διεργασιών του μετώπου.
Ανεξάρτητα από το ποιος ή ποιοι έγραψαν το συγκεκριμένο κάλεσμα ο στόχος του ήταν να κινητοποιήσει συνειδήσεις και αγωνιστές, ανεξάρτητα από ιδεολογικοπολιτικές ταυτότητες και καταγωγές. Το κάλεσμα γράφτηκε για να παρακινήσει με τους στόχους που βάζει και όχι με τις υπογραφές γνωστών και επωνύμων που συγκεντρώνει. Γι’ αυτό και δεν συνοδεύτηκε εξαρχής από συγκεκριμένες υπογραφές. Σκοπός του ήταν να μετατραπεί σε κάλεσμα για οργάνωση οποιουδήποτε συμφωνεί με τους στόχους και τα προτάγματά του. Όποιος συμφωνεί με το κάλεσμα, το κάνει δικό του και το μετατρέπει σε δικό του σάλπισμα για άμεση συγκρότηση ΕΠΑΜ στην περιοχή του, στην γειτονιά του, στο χώρο δουλειάς του.
Όποιος λοιπόν περιμένει «ειδική πρόσκληση» για να συμμετάσχει, ή περιμένει να δει ταγούς για να προσχωρήσει, ατύχησε. Τέτοιες λογικές δεν υπάρχουν στο ΕΠΑΜ. Όποιος θέλει να προσχωρήσει ως στρατηγός του κινήματος, περιμένει μάταια την «ειδική πρόσκληση». Το ίδιο και όποιος θεωρεί ότι πρέπει να δει πρώτα ποιοι και πόσοι επώνυμοι υποστηρίζουν το ΕΠΑΜ. Του λέμε εξαρχής ότι έχει κάνει λάθος πόρτα. Ακόμη κι αν τον ικανοποιήσουν τα ονόματα, πρέπει να του πούμε ότι δεν είναι καλοδεχούμενος στο μέτωπο. Δεν μπορεί να προσφέρει στον αγώνα όποιος περιμένει άλλους να μπουν πρώτα μπροστά. Το ΕΠΑΜ δεν ψάχνει για οπαδούς μιας δράκας αυτόκλητων σωτήρων, ή επωνύμων. Αντίθετα φιλοδοξεί να αποτελέσει μια οριζόντια οργάνωση απλών αγωνιστών χωρίς διαχωρισμούς ιεραρχίας, χωρίς ηγέτες και ηγετίσκους, χωρίς επώνυμους παράγοντες, ή ιδρυτές και πεφωτισμένους καθοδηγητές. Φιλοδοξεί να απευθυνθεί απευθείας στις τάξεις του ίδιου του λαού και όχι σε οποιονδήποτε θεωρεί τον εαυτό του, ή την οργάνωσή του εκπρόσωπο του λαού. Αυτό που μπορεί να αναδείξει κάποιον μέσα στο ΕΠΑΜ, είναι μόνο η προσωπική του δουλειά, η προσωπική του συνεισφορά στην κοινή πάλη, η αφοσίωση στους κοινούς σκοπούς και η ικανότητα να ανοίγει δρόμους για το κίνημα. Άλλωστε στις σημερινές συνθήκες, μόνο όποιος είναι διατεθειμένος να βάλει το κεφάλι του στο ντορβά είναι σε θέση να βγει στ’ αλήθεια μπροστά.
Επομένως, η γκρίνια που ακούγεται από ορισμένους ότι κάποιοι δεν κλήθηκαν να συμμετάσχουν στο ΕΠΑΜ, είτε προέρχεται από παρανόηση, είτε είναι εκ του πονηρού. Όποιος συμφωνεί με τους στόχους και τους όρους του καλέσματος δεν έχει καμιά δικαιολογία στο να μη συνδράμει, ή να μη συμμετάσχει και μάλιστα ισότιμα. Όλα τα άλλα είναι εκ του πονηρού. Και αυτό που συνήθως κρύβουν τέτοιες γκρίνιες είναι η υπόγεια αμφισβήτηση των στόχων και των όρων του καλέσματος. Θα το πούμε ακόμη μια φορά: Το ΕΠΑΜ δεν δέχεται μεταγραφές αυτόκλητων αρχηγών, στρατηγών και σωτήρων της τάξης, της πατρίδας, ή του έθνους. Ούτε πρόκειται να μετατραπεί σε μια ακόμη παραλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ όπου κάποιες συνιστώσες κορυφής θα καθορίζουν τις πολιτικές συμφωνίες ερήμην της βάσης.
Όποιος θέλει να συμμετάσχει σε τέτοιου είδους μέτωπα και συμμαχίες, υπάρχουν μπόλικα αυτήν την εποχή με αναφορές στον «αριστερό», ή στον «πατριωτικό» χώρο. Διαλέγει και παίρνει την παραλλαγή του ΣΥΡΙΖΑ που ταιριάζει στα ιδεολογικά του κολλήματα, στις προσωπικές του ατζέντες και φιλοδοξίες. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσει με το ΕΠΑΜ. Είναι σίγουρο ότι δεν του ταιριάζει.
Το μέτωπο για το οποίο μιλάμε εμείς όσο ανοιχτό είναι στις διαδικασίες του και ελεύθερο στις ζυμώσεις στο εσωτερικό του, άλλο τόσο αυστηρό είναι ως προς τους κοινούς του στόχους. Αφετηρία της δημοκρατίας στις γραμμές του και της εσωτερικής συνοχής του είναι η περιφρούρηση των κοινών στόχων του. Όποιος αμφιβάλλει ή αμφισβητεί τους κοινούς στόχους δεν έχει θέση στο ΕΠΑΜ.
Από κει και πέρα, δεν μπαίνει καμμιά άλλη προϋπόθεση, ή προαπαίτηση. Το ΕΠΑΜ φιλοδοξεί να ενώσει ισότιμα αγωνιστές, δημοκράτες, πατριώτες από κάθε ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση, από κάθε παραδοσιακό κομματικό χώρο. Φιλοδοξεί να οικοδομήσει μια οργάνωση του ίδιου του λαού πέρα και πάνω από ιδεολογικές και κομματικές διαχωριστικές γραμμές. Φιλοδοξεί να αναδείξει μια νέα αγωνιστική κουλτούρα που θέλει να μάθει διαφορετικά σκεπτόμενους αγωνιστές πώς γίνεται να «βαδίζουν χώρια» ως προς την ιδεολογία τους, αλλά να «χτυπούν μαζί» όταν πρόκειται για τον κοινό εχθρό. Κάτι βέβαια που προϋποθέτει πλήρη ελευθερία ζύμωσης και ισοτιμία όλων των απόψεων μέσα στο μέτωπο, αρκεί να μην τίθεται σε κίνδυνο η ενότητα δράσης στη βάση των κοινών στόχων.
Κι αυτό βέβαια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία όλων. Πώς γίνεται να μάθει ένας ακραιφνής κομμουνιστής, ή αριστερός όχι μόνο να ανέχεται, αλλά να συζητά και προπαντός να δρα ισότιμα με κάποιον που προέρχεται από πιο συντηρητικούς πολιτικούς χώρους; Πώς γίνεται ένας παραδοσιακός κεντρώος ή κεντροδεξιός να μάθει να διαλέγεται με πεισμένους αριστερούς; Πώς γίνεται ένας χριστιανός να δεχτεί στο πλάι του στον κοινό αγώνα έναν άθεο; Αν δεν μάθουμε να βάζουμε στην άκρη τις διαφορές μας προκειμένου να πετύχουμε τους κοινούς στόχους, ούτε μέτωπο στήνεται, ούτε σωτηρία μπορεί να υπάρξει. Αν δεν μάθουμε ότι κανενός είδους κόντρα για ευρύτερα ιδεολογικά και πολιτικά ζήτημα δεν πρέπει να στέκεται εμπόδιο στην κοινή δράση για τους κοινούς στόχους, τότε είμαστε άξιοι της μοίρας που οι επικυρίαρχοι έχουν προετοιμάσει για όλους μας.
Όποιος αδυνατεί να βάλει πάνω από τα προσωπικά του ιδεολογικά θέσφατα, όποια κι αν είναι αυτά, πάνω από τα βαθύτερα πιστεύω του, τους στόχους που σήμερα είναι αναγκαίοι για να γλυτώσει η χώρα και ο λαός της από την ολοκληρωτική καταστροφή, τότε είναι εξίσου επικίνδυνος με τον αντίπαλο. Δεν υπάρχει καμμιά δικαιολογία για όποιον παραιτείται στο όνομα των όποιων ιδεολογικοπολιτικών διαφορών υπάρχουν ανάμεσα στους αγωνιστές του μετώπου. Όποιος δεν μπορεί να κατανοήσει ότι είναι απολύτως σεβαστές οι ριζικά διαφορετικές ιδεολογικοπολιτικές αντιλήψεις μέσα στο μέτωπο, ότι μπορούμε ελεύθερα να συζητούμε, ακόμη και να τσακωνόμαστε για ευρύτερα ζητήματα της ιδεολογίας και της πολιτικής, αλλά ταυτόχρονα μπορούμε να συγκροτούμε ένα ενιαίο μέτωπο κοινής δράσης, τότε αυτός μόνο ζημιά μπορεί να κάνει. Εκτός κι αν προσπαθεί, ποντάροντας στις υπαρκτές διαφορές, να υπηρετήσει άλλες σκοπιμότητες.
Μπορούμε να υπερβούμε αυτήν την κατάρα και να οικοδομήσουμε εκείνη την αναγκαία λαϊκή ενότητα που δεν θα επιτρέψει το ξεπούλημα της χώρας και του λαού της; Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα και απ’ ότι γνωρίζω μόνο το ΕΠΑΜ το θέτει. Και οφείλουμε να είμαστε σαφείς: Όποιος προτάσσει σήμερα την δική του ιδεολογική καθαρότητα, είτε σε ατομικό, είτε σε συλλογικό επίπεδο, λειτουργεί διασπαστικά και διαλυτικά. Με αυτή την έννοια είναι ο καλύτερος σύμμαχος του καθεστώτος στις γραμμές του λαϊκού κινήματος. Γι αυτό και η κριτική μας απέναντί του πρέπει να είναι ανελέητη, ακόμη και με τον κίνδυνο να παρεξηγηθούν φίλοι και συναγωνιστές.
Το ΕΠΑΜ δεν έρχεται να καταργήσει τις ιδεολογικές διαφορές, ούτε να απορρίψει τους ανταγωνισμούς ανάμεσα σε κοσμοθεωρίες, ούτε ζητά από όσους εντάσσονται σ’ αυτό να παραιτηθούν από τα πιστεύω τους. Το ΕΠΑΜ δεν ζητά πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, ούτε δηλώσεις μετανοίας και "απεταξάμην". Αντίθετα, έρχεται να προτάξει στην πρώτη γραμμή την ανάγκη για τη σωτηρία του λαού και την αναγέννηση της χώρας. Σε μια εποχή όπου η έκταση της καταστροφής παίρνει ανθρωπιστικές διαστάσεις και η κρίση στην οποία βυθίζεται η χώρα δεν έχει, λόγω κυρίως του ευρώ και της ΕΕ, κανενός είδους διέξοδο. Αν δεν μπορούμε να αντιληφθούμε ότι μπορούμε να υπερβούμε δημιουργικά αυτά που μας χωρίζουν για να πετύχουμε τους πιο άμεσους και ζωτικούς για όλους κοινούς σκοπούς, τότε οι καταγγελίες όλων αυτών που συμβαίνουν δεν είναι παρά ένα προσωπείο που κρύβει την παραίτηση και την συνθηκολόγηση.
Πώς όμως πρέπει να κατανοούμε το ΕΠΑΜ;
Είναι το ΕΠΑΜ κόμμα;
Όχι δεν είναι. Όχι γιατί έχουμε κάποιο πρόβλημα με τη δημιουργία κόμματος, ούτε γιατί συμμεριζόμαστε τις λογικές κάποιων ότι όποιος ή όποιοι δημιουργούν κόμμα πρέπει να λοιδορηθούν και να καταδικαστούν στο πυρ το εξώτερο. Προσωπικά δεν καταλαβαίνω γιατί δεν έχει ο οποιοσδήποτε το δικαίωμα να δημιουργήσει, ή να συμβάλει έστω στη δημιουργία κάποιου κόμματος που τον εκφράζει; Που είναι το κακό; Μήπως γιατί μπορεί να απειληθούν οι κομματικοί σχηματισμοί που ήδη υπάρχουν; Μήπως γιατί είναι πιθανό να στερήσει εκλογική πελατεία από τα επίσημα κόμματα; Μήπως γιατί έτσι ίσως να κινδυνέψει ο στρατός των αργόσχολων και ρεμπεσκέδων που συντηρείται από τους υπάρχοντες κομματικούς μηχανισμούς;
Το ζήτημα κατά τη γνώμη μου είναι ότι τα κόμματα που λειτουργούν ή θέλουν να λειτουργήσουν στα πλαίσια του λαϊκού κινήματος χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες: στα κόμματα που συγκροτούνται και δρουν με κύριο στόχο να προσηλυτίσουν μάζες στη δική τους μοναδική αλήθεια με σκοπό να αναπαραχθούν εκλογικά. Και στα κόμματα που δημιουργούνται με βασικό στόχο να συμβάλουν στην ανάπτυξη της ανεξάρτητης πάλης του ίδιου του λαού για τα δίκαιά του. Για μένα μόνο αυτού του είδους τα κόμματα μπορούν να υπηρετήσουν τα λαϊκά συμφέροντα. Κι αυτό το είδος κόμματος δεν αντιστρατεύεται τη δημιουργία του μετώπου, αλλά αντίθετα μπορεί να συμβάλει θετικά μέσα από την προσπάθεια άνδρωσης ενός αυθεντικά λαϊκού μετώπου.
Με αυτή την έννοια, το ΕΠΑΜ δεν είναι κόμμα, ούτε έρχεται να αντικαταστήσει άλλα κόμματα. Ιδίως εκείνα που έχουν συνείδηση της αποστολής τους μέσα στο λαϊκό κίνημα. Σε τέτοιες κομματικές δυνάμεις το ΕΠΑΜ είναι ανοικτό. Αρκεί να σέβονται την αυτοτέλεια, την αυτενέργεια και την οριζόντια συγκρότηση των οργανώσεων του ΕΠΑΜ, που δεν επιτρέπουν την συνύπαρξη οργανωμένων συνιστωσών κορυφής.
Αυτό που επείγει σήμερα είναι η άμεση ανάγκη συσπείρωσης της μεγάλης μάζας του λαού και η οργάνωσης της πάλης του με άμεσο στόχο την ανατροπή του σημερινού καθεστώτος. Κι αυτό δεν μπορεί να είναι μια στενή υπόθεση κάποιου κόμματος, παλαιότερου ή νεότερου. Δεν μπορεί να γίνει με κάποια πολιτική συμφωνία κορυφής ανάμεσα σε κόμματα και οργανώσεις. Ούτε φυσικά μπορεί να συμβεί με όρους κοινοβουλευτικής διαμεσολάβησης όπως είχαμε συνηθίσει όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Οι συμπράξεις κορυφών, επωνύμων ή οργανώσεων, έχουν έναν και μοναδικό στόχο: την εκλογική εκμετάλλευση της δυσαρέσκειας των πολιτών. Όσοι δεν μπορούν να μιλήσουν για τα αληθινά προβλήματα, ούτε έχουν την παραμικρή επαφή με την πραγματική κοινωνία στην οποία οφείλουμε να απευθυνόμαστε κατά προτεραιότητα, μπορούν να κάνουν όσες συμπράξεις κορυφής θέλουν. Ανεξάρτητα από την όποια προσωρινή απήχησή τους, είναι εκ προοιμίου καταδικασμένες. Κι αυτό γιατί δεν μπορούν να απαντήσουν στο δια ταύτα της κρίσης. Κι όσο η κρίση θα βαθαίνει, τόσο θα αποδεικνύει πόσο «ξεβράκωτες» είναι τέτοιες κινήσεις κορυφής.
Πρέπει να οργανωθεί άμεσα ο λαός για να αποτρέψει τις πολιτικές που επιβάλλονται και να ανατρέψει το ταχύτερο δυνατόν το καθεστώς, ανεξάρτητα από τις όποιες επικείμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Όποιος συνεχίζει ακόμη και σήμερα να σκέφτεται με όρους παραδοσιακής κοινοβουλευτικής διαδοχής, τότε είτε τα έχει χαμένα, είτε έχει παραδοθεί στο μοιραίο. Οι εκλογές, όποτε κι αν γίνουν, αν δεν λειτουργήσουν ανατρεπτικά της σημερινής κατάστασης, δεν θα είναι τίποτε περισσότερο από καμπές ραγδαίας επιδείνωσης της πανεθνικής κρίσης που βιώνει ο τόπος και ο λαός.
Πρέπει πάσει θυσία να αποτραπεί ο κοινωνικός εμφύλιος που θα πυροδοτήσει η γενίκευση της ανέχειας. Πρέπει πάσει θυσία να αποτραπούν οι σχεδιαζόμενες εκτροπές και οι χούντες προσωπικοτήτων και «εθνικής σωτηρίας». Πρέπει πάσει θυσία να αποτραπεί η ανωμαλία και το αιματοκύλισμα από την εξουσία προκειμένου να περάσει το γενικευμένο ξεπούλημα της χώρας. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με έναν τρόπο: με την οργάνωση της πλειοψηφίας του ίδιου του λαού σε ενιαίο μέτωπο πάλης και ανατροπής της σημερινής κατάστασης. Μόνο η ενότητα του λαού μπορεί να εμποδίσει αυτό που γίνεται. Μια ενότητα που μπορεί να οικοδομηθεί μόνο από τον ίδιο στους χώρους όπου δουλεύει ή ζει, χωρίς τη διαμεσολάβηση οποιουδήποτε κόμματος, αυτόκλητου αρχηγού, ή σωτήρα. Σ’ αυτήν ακριβώς την πρόκληση ήρθε να απαντήσει το ΕΠΑΜ.
Καταλαβαίνω λοιπόν απόλυτα όλους αυτούς τους κρυφούς και φανερούς τροφίμους των κρατικών επιδοτήσεων και ενισχύσεων εξ εσπερίας όταν ωρύονται ότι ο «Καζάκης κάνει κόμμα». Κάνουν όμως λάθος. Όχι γιατί είμαι ενάντια γενικά στην ίδρυση κομμάτων, αλλά γιατί το ΕΠΑΜ δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, δεν έχει Ιδρυτή, ούτε Οδηγητή και φυσικά δεν είναι κόμμα με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Το ξέρουν πολύ καλά γι’ αυτό και ανησυχούν. Και πολύ καλά κάνουν.
Η ίδρυση κόμματος απαιτεί ιδεολογική ταυτότητα. Το ΕΠΑΜ δεν μπορεί να έχει μια τέτοια ενιαία ιδεολογική ταυτότητα και ούτε η ενότητά του μπορεί να βασίζεται σ’ αυτήν. Κι αυτό γιατί φιλοδοξεί να εκφράσει ως Μέτωπο διαφορετικές ιδεολογικές ταυτότητες, διαφορετικές κομματικές καταγωγές και εντάξεις στη βάση των πολύ συγκεκριμένων στόχων πάλης που έχει θέσει ως βάση της ενότητάς του. Δεν αρνείται σε κανέναν την κομματική ή ιδεολογική του ταυτότητα, απλά τον καλεί να παλέψει οργανωμένα για τους κοινούς στόχους.
Η βάση της ενότητας του ΕΠΑΜ δεν είναι η όποια ιδεολογία, αλλά οι ελάχιστοι κοινοί στόχοι που μπορούν να απαλλάξουν την χώρα και τον λαό της από τον ζυγό, να την απελευθερώσουν από την σύγχρονη μορφή δουλοπαροικίας που της έχει επιβληθεί. Δεν έχει καμμιά σημασία αν συμφωνούμε στην ερμηνεία των φαινομένων, ή της κρίσης. Δεν έχει καμμιά σημασία αν κάποιοι πιστεύουν στην ανατροπή του καπιταλισμού και στον σοσιαλισμό, ενώ κάποιοι άλλοι σε έναν καλύτερο καπιταλισμό, ή σε μια οικονομία της αγοράς με αληθινή δημοκρατία και κοινωνικές παροχές. Δεν έχει καμμιά σημασία για το πώς εννοεί ο καθένας μας τον ελληνισμό, ή την Ελλάδα, αρκεί να ξεκαθαρίσουμε ότι παλεύουμε να σώσουμε την πατρίδα του εργάτη, του εργαζόμενου, του μικρού και μεσαίου επαγγελματία, βιοτέχνη, αγρότη και εμποράκου που συνθλίβεται από το σημερινό καθεστώς.
Αν θέλουμε να σώσουμε τη χώρα και τον λαό της από την ολοκληρωτική καταστροφή, θα πρέπει να μάθουμε να προτάσσουμε αυτό που πρέπει να γίνει άμεσα. Αυτό που πρέπει να παλέψει εδώ και τώρα η πλειοψηφία του λαού προκειμένου να αλλάξει πορεία η χώρα. Πρέπει να μάθουμε να ξεπερνάμε τις ιδεολογικές περιχαρακώσεις μας, να βάζουμε στην άκρη τις κοσμοθεωρητικές μας διαφορές, τα διάφορα πιστεύω μας για να παλέψουμε από κοινού τους κοινούς μας άμεσους στόχους. Κι αυτό είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος εχθρός σήμερα από τους δαίμονες της ιδεολογίας και της «δικής μας» αλήθειας, που έχουν αλυσοδέσει την ψυχή μας και δεν μας αφήνουν να δούμε το άμεσο συμφέρον του λαού και της χώρας. Αν δεν μάθουμε να τιθασεύουμε τους δαίμονές μας, αν δεν μάθουμε να υπηρετούμε την κάθε «δική μας» αλήθεια, χωρίς να απαιτούμε από όλους τους άλλους να την προσκυνήσουν προκαταβολικά, αλλά μέσα από την κοινή πάλη για τους κοινούς σκοπούς, τότε είμαστε άξιοι της τύχης μας.
Ε, λοιπόν, αυτό ακριβώς πρεσβεύει το ΕΠΑΜ.
Να γιατί δεν είναι κόμμα το ΕΠΑΜ. Ξέρετε πολλά κόμματα, που να επιτρέπουν στα μέλη τους να διατηρούν ατόφια την ιδεολογία τους, ακόμη και την κομματική τους ένταξη, αρκεί να την υποτάσσουν στους άμεσους κοινούς στόχους πάλης του λαού; Ξέρετε άλλες οργανώσεις, κινήσεις, ή κόμματα, που να έχουν προτάξει σαφείς άμεσους στόχους, σαν κι αυτούς που υπάρχουν στο κάλεσμα, ως μοναδική προϋπόθεση για την στράτευση και την ενότητα των γραμμών τους; Εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω και θα ήθελα πάρα πολύ κάποιος να μου υποδείξει κάποια άλλη προσπάθεια, κάποια άλλη πρωτοβουλία, που να έχει θέσει με ανάλογο τρόπο τα ζητήματα της κοινής πάλης.
Τι σημαίνει ΕΠΑΜ;
Η επωνυμία του ΕΠΑΜ, αν και δεν αποτελεί πανάκεια, δεν προήλθε από κάποια πρόχειρη έμπνευση της στιγμής. Μπορεί να μην ακολουθεί τις κλασσικές συνταγές του πολιτικού μάρκετινγκ, αλλά και το ΕΠΑΜ δεν συνιστά ένα τυπικό πολιτικό μόρφωμα. Σαν κοινωνικοπολιτική δύναμη οφείλει να είναι τόσο ως προς την ονομασία του, όσο και ως προς τα σύμβολά του, λιτό και απέριττο, καθαρό και διαυγές ως προς το μήνυμά του. Χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς που παραπέμπουν σε ιδεολογικές συντεταγμένες. Χωρίς μεσσιανικές αναφορές και προφητικά σύμβολα. Χωρίς μαρκετίστικα τρικ που στόχο έχουν να θαμπώσουν τον απλό κόσμο.
Με αυτήν την έννοια όταν μιλάμε για ΕΠΑΜ, εννοούμε πρώτα και κύρια ένα μέτωπο. Τι σημαίνει μέτωπο; Μέτωπο σημαίνει συμμαχία δυνάμεων. Όμως όχι μια οποιαδήποτε συμμαχία, ή συσπείρωση, αλλά μια συμμαχία σε παράταξη μάχης. Όπως ακριβώς ήταν στην αρχαιότητα οι ενιαίες γραμμές οπλιτών, όπου η μια ασπίδα, κάλυπτε την διπλανή της, χωρίς διακριτικά και ιεραρχία.
Έτσι το ΕΠΑΜ είναι μια μάχιμη συμμαχία με επίκεντρο την άμεση απελευθέρωση, εθνική και κοινωνική, του λαού αυτής της χώρας. Κι επομένως σαν οργάνωση οφείλει να συγκροτηθεί με τέτοιον τρόπο που να επιτρέπει την ενίσχυση των λαϊκών αντιστάσεων, των εργατικών αγώνων, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της κατάλληλης προετοιμασίας των ευρύτερων δυνατών δυνάμεων του λαού για την κατάκτηση της εξουσίας. Πρόκειται για ένα καθήκον που υπερβαίνει κατά πολύ την όποια προετοιμασία για εκλογές.
Σε τι διαφέρει το ΕΠΑΜ από τα άλλα μέτωπα που υπάρχουν ή που αναφύονται σωρηδόν αυτή την περίοδο; Καταρχάς υπάρχουν δυο λογιών μέτωπα και συμμαχίες: Οι συμμαχίες, τα μέτωπα και οι συσπειρώσεις που συγκροτούνται σε επίπεδο κορυφής με κύριο γνώμονα την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση. Πρόκειται για τυπικές συναντήσεις οργανώσεων κάθε λογής και φυράματος, μαζί με «προσωπικότητες», ή επωνύμους, που αποβλέπουν σε κοινή κάθοδο στις εκλογές. Δεν τους ενδιαφέρει τίποτε άλλο. Όσο για τον απλό κόσμο αυτός είναι καταδικασμένος να ακολουθεί τους καπετανέους, τους παράγοντες και τους παραγοντίσκους στις επιλογές τους.
Υπάρχει επίσης και ένα άλλο είδος μετώπου, που ανθεί κυρίως στην αριστερά. Το πολιτικό μέτωπο. Πρόκειται για την προσπάθεια να συσπειρωθούν μια σειρά οργανώσεις με κοινά, λίγο ως πολύ, προτάγματα και ιδεολογικοπολιτικές αναφορές. Για κάποιον περίεργο λόγο, που συνήθως απορρέει από μια βαθιά μεταφυσική πεποίθηση που ονομάζουν θεωρία, η συγκρότηση αυτού του πολιτικού μετώπου θα τους βγάλει από το κοινωνικό περιθώριο και θα τους θέσει επικεφαλής ενός ρωμαλέου μαζικού κινήματος. Αρκεί το μέτωπο να έχει σωστό πρόγραμμα και θέσεις.
Η συνταγή είναι δοκιμασμένη και πλήρως αποτυχημένη. Όποιος δεν δείχνει την πρέπουσα εμπιστοσύνη και τον σεβασμό που απαιτούν οι λαϊκές μάζες, τότε είναι σίγουρο ότι θα εισπράξει τα ίδια από αυτές. Κανενός είδους συνάντηση κορυφής που μεταμφιέζεται σε μέτωπο ή συμμαχία δεν είναι σε θέση να κερδίσει τις λαϊκές μάζες, όσο σωστές θέσεις κι αν διατυπώνει. Άλλωστε δεν υπάρχουν σωστές θέσεις έξω από τον λαό. Δηλαδή δεν μπορεί να ισχυρίζεται κάποιος ότι έχει σωστές θέσεις, από την στιγμή που δεν τις αγκαλιάζει ο ίδιος ο λαός και δεν τις υιοθετεί ως δικές του. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται μια μετωπική οργάνωση που οικοδομείται απευθείας μέσα στον λαό και από τον ίδιο τον λαό στα διάφορα μετερίζια του αγώνα του. Τέτοια οργάνωση φιλοδοξεί να γίνει το ΕΠΑΜ. Οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια μετωπικής συγκρότησης, ακόμη κι αν καταφέρει να αποσπάσει ψήφους διαμαρτυρίας, είναι καταδικασμένη στην αφάνεια και στην ανυποληψία γιατί οι λαϊκές μάζες ειδικά σήμερα έχουν μπουχτίσει από συναντήσεις κορυφής ερήμην τους. Ειδικά όταν πρόκειται για ιδιαζόντως γραφικές περιπτώσεις «πατριωτών», ή «αριστερών».
Γιατί, όμως, το ΕΠΑΜ είναι και ενιαίο; Διότι δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο μέτωπο ή συμμαχία, που συνιστά ένα άθροισμα κομμάτων, κομματιδίων, οργανώσεων και κάθε λογής αιρέσεων στο πακέτο του ενός. Η συγκρότηση του ΕΠΑΜ είναι ενιαία γιατί δεν αναγνωρίζει στις γραμμές του οργανωμένες συνιστώσες. Δεν αρνείται σε κανέναν τη συμμετοχή του στο Μέτωπο, αρκεί βέβαια να συμφωνεί με τους στόχους και τα αιτήματά του, ακόμη κι αν είναι μέλος οργάνωσης, ή κόμματος, αλλά συμμετέχει με το δικό του ονοματεπώνυμο και όχι ως εντεταλμένο όργανο της οργάνωσης, ή του κόμματός του.
Η συγκρότηση του ΕΠΑΜ είναι ενιαία γιατί καταπολεμά τις διαιρέσεις μέσα στους κόλπους του λαού και των εργαζομένων που εμφυτεύει η ολιγαρχία, η εξουσία και η προπαγάνδα της. Καταπολεμά κάθε προσπάθεια που επιχειρεί να προτάξει τις εσωτερικές αντιθέσεις και τις ταξικές ιδιαιτερότητες μέσα στα λαϊκά στρώματα έναντι της ενότητας στην δράση ενάντια στον κοινό εχθρό. Καταπολεμά τις διαχωριστικές γραμμές μέσα στον ίδιο τον λαό με βάση την ιδεολογία και την κομματική εξάρτηση. Κι επομένως η οργάνωση του ΕΠΑΜ δεν μπορεί παρά να είναι ενιαία, δηλαδή να εξασφαλίζει ισοτιμία σε όλα τα μέλη της ανεξάρτητα ιδεολογίας ή κομματικής ταυτότητας και να θέτει ενιαία καθήκοντα στη βάση των κοινών στόχων που συνιστούν την κεντρική πολιτική συμφωνία.
Αυτό το νόημα έχει και το Παλλαϊκό. Η έννοια λαός στα πλαίσια του ΕΠΑΜ δεν είναι μια μεταφυσική κατηγορία που χρησιμοποιείται συνήθως αδιάκριτα με κύριο σκοπό να εμφανιστεί όποιος την επικαλείται ως εκφραστής της ενιαίας θέλησής του. Το ΕΠΑΜ δεν ενδιαφέρεται να καπηλευθεί την ενιαία θέληση του λαού, που στην πράξη δεν υπάρχει, αλλά να απελευθερώσει τη θέλησή του από τα δεσμά της χυδαίας εξάρτησης από τις κατεστημένες εξουσίες. Ο λαός για εμάς είναι ένα πολύ συγκεκριμένο ιστορικό κοινωνικό μόρφωμα που διακρίνεται από τις εσωτερικές ταξικές σχέσεις που τον διέπουν, αλλά και από τους πανεθνικούς δεσμούς που χαρακτηρίζουν την συνοχή του. Αυτό είναι το κλειδί να κατανοήσει κανείς και την έννοια του έθνους, το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τον λαό. Δεν μπορεί να έχει ενιαία έκφραση, αλλά μπορεί να αναδείξει την ενότητά του μέσα από την ανάγκη για επιβίωση των πολύ πλατιών λαϊκών μαζών.
Κι επομένως με την έννοια παλλαϊκό δεν εννοούμε καθόλου ένα κίνημα που – στις συνθήκες της πάλης για την απελευθέρωση από τον οικονομικό και πολιτικό ζυγό του χρηματιστικού κεφαλαίου – θα μπορούν να χωρέσουν όλοι οι Έλληνες, ή έστω όλοι οι «πατριώτες» Έλληνες. Έτσι βλέπουν το ζήτημα μόνο οι τυχοδιώκτες. Όχι. Η Ελλάδα δεν ανήκει σ’ όλους τους Έλληνες. Οφείλει να ανήκει μόνο στους εργαζόμενους Έλληνες, στους εργάτες, τους επαγγελματίες, τους μικρομεσαίους, τους ατομικούς παραγωγούς, τη νεολαία και γενικά σε όλους εκείνους που την ποτίζουν με τον ιδρώτα τους και της καταθέτουν καθημερινά την προσωπική τους εργασία. Ανήκει σε όλους εκείνους που την θεωρούν πατρίδα τους όχι για λόγους φολκλόρ, ή γιατί έχουν περιουσιακές διεκδικήσεις από αυτήν, αλλά γιατί έχουν συνδέσει άρρηκτα την επιβίωση τη δική τους και της οικογένειά τους μ’ αυτόν τον τόπο. Να γιατί Έλληνας σήμερα δεν είναι εκείνος που με προσποιητή υπερηφάνεια διαλαλεί την καταγωγή του, αλλά αυτός που αγωνίζεται γι’ αυτόν τον τόπο. Να γιατί πατριώτης δεν είναι όποιος μιλά για πατρίδα, αλλά μόνο εκείνος που την διεκδικεί από τον ζυγό και την τυραννία. Μόνο εκείνος που την διεκδικεί από τις κυρίαρχες δυνάμεις της οικονομίας και της πολιτικής για να μην εκποιηθεί τοις μετρητοίς στις διεθνείς αγορές.
Παλλαϊκό, είναι το κίνημα που εκφράζει τις αντικειμενικές ανάγκες όλης της χώρας και κατευθύνει όλα τα σκληρά χτυπήματά του ενάντια στις κεντρικές δυνάμεις του εχθρού, ο οποίος εμποδίζει την ανάπτυξη της χώρας. Παλλαϊκό, είναι το κίνημα που το υποστηρίζει η συμπάθεια της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού. Παλλαϊκό, είναι το κίνημα που διεκδικεί την κατάκτηση της δημοκρατίας με τρόπο τέτοιο που επιτρέπει και εγγυάται την ελεύθερη έκφραση του ίδιου του λαού χωρίς διαμεσολαβητές σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας ζωής. Παλλαϊκό, είναι το κίνημα που διεκδικεί την εθνική κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία, όχι με όρους νομότυπους και αμφίβολους, αλλά στο έδαφος της κυριαρχίας του ίδιου του λαού, δηλαδή του αυτοκράτορος λαού, όπως έλεγε ο Ρήγας.
Γιατί αυτοί οι στόχοι;
Πολλοί αναρωτιούνται γιατί οι στόχοι που επικεντρώνονται στο χρέος, στο ευρώ και στη δημοκρατία αποτελούν την κεντρική πολιτική συμφωνία πάνω στην οποία θέλει να οικοδομηθεί το ΕΠΑΜ. Δεν είναι οικονομίστικοι αυτοί οι στόχοι; Δεν υπάρχουν άλλοι εξίσου σημαντικοί στόχοι και αιτήματα; Γιατί λοιπόν να μείνουμε σ’ αυτούς τους κεντρικούς στόχους του ΕΠΑΜ;
Καταρχάς οι στόχοι δεν επιλέχτηκαν με βάση το τι νομίζουμε εμείς ως πρωτεύον ή κύριο, αλλά τι συνιστά αντικειμενικά άμεση και ζωτική ανάγκη για τη χώρα και το λαό της. Μπορεί σήμερα κανείς να μιλήσει για οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα, να απαιτήσει τη λύση οποιουδήποτε άλλου κρίσιμου ζητήματος, αν πρώτα δεν ξεμπερδέψει με το χρέος και το ευρώ; Ποια είναι σήμερα τα βασικά εργαλεία με τα οποία διαλύεται η κοινωνία και οδηγείται στην ανέχεια, τσακίζεται η εργασία και γενικά εκποιείται η χώρα; Είναι ή δεν είναι το χρέος και το ευρώ; Μόνο άσχετοι ή πράκτορες της κυρίαρχης πολιτικής μπορούν να ισχυριστούν το αντίθετο.
Τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλά: Αν στις 28-29 Ιουνίου, τις ημέρες ψήφισης του μεσοπρόθεσμου προγράμματος και του εφαρμοστικού νόμου, οι λαϊκές διαδηλώσεις είχαν κατορθώσει να ρίξουν την κυβέρνηση, τότε τι θα γινόταν; Ας υποθέσουμε ότι υπήρχε η δυνατότητα να επιβληθεί μια κυβέρνηση που να εκφράζει τα πραγματικά συμφέροντα και τις απαιτήσεις του λαού. Τι θα συνέβαινε; Θα αντιμετώπιζε αμέσως υποχρεώσεις αξίας άνω των 16 δις ευρώ έως τα τέλη Αυγούστου. Πρόκειται κυρίως για τοκοχρεολύσια. Μέσα στο 2011 κάθε μήνας επιβαρύνεται με 7,5 ή 8 δις ευρώ πληρωμές τοκοχρεολυσίων. Τι θα έκανε η νέα κυβέρνηση; Αν πίστευε σε μια «πανευρωπαϊκή λύση», θα άρχιζε να στύβει τον δημόσιο τομέα για να πληρώσει τα τοκοχρεολύσια, διαπραγματευόμενη κάποιο σχέδιο με βάση το οποίο το Eurogroup θα προχωρούσε σε κάποιο σοβαρό «κούρεμα». Κι όσο θα περνούσαν οι μήνες με την διαπραγμάτευση για κάποια «πανευρωπαϊκή λύση», η κυβέρνηση όλο και περισσότερο θα χρησιμοποιούσε τους μισθούς, τις συντάξεις και τις κοινωνικές δαπάνες για να πληρώνει τοκοχρεολύσια. Πριν αλέκτωρ φωνήσαι τρις θα είχαμε μια από τα ίδια και πολύ χειρότερα.
Αυτό που θα έπρεπε αμέσως η νέα κυβέρνηση να κάνει είναι να αρνηθεί να πληρώσει τα τοκοχρεολύσια καταγγέλλοντας το δημόσιο χρέος ως απεχθές, παράνομο, τοκογλυφικό και καταχρηστικό, μαζί με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί ερήμην του λαού. Ο πανικός των αγορών που θα επακολουθούσε, αποτελεί έναν από τους καλύτερους συμμάχους της νέας κυβέρνησης. Όμως οι εγχώριες τράπεζες και οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, θα προσπαθούσαν να βγάλουν τάχιστα εκτός Ελλάδος όλα τα ρευστά διαθέσιμα και τις κινητές αξίες που διαθέτουν. Τι θα έπρεπε να κάνει η νέα κυβέρνηση; Αν δεν θέλει να καταρρεύσει, τότε θα έπρεπε αμέσως να εθνικοποιήσει την Τράπεζα της Ελλάδας και τις 6-7 μεγάλες τράπεζες που επιβιώνουν με κρατικές επιδοτήσεις. Με ποιον σκοπό; Μα να απαγορεύσει αμέσως και δια ροπάλου την εξαγωγή κεφαλαίου και να επιβάλει καθεστώς ελέγχου της κίνησης κεφαλαίου. Όμως, μια τέτοια κίνηση θα έβγαζε αυτομάτως την χώρα εκτός ΟΝΕ και θα την ανάγκαζε να προχωρήσει το ταχύτερο δυνατό σε έκδοση (κοπή) εθνικού νομίσματος, προκειμένου να απεξαρτηθεί τελείως από την ΕΚΤ και το ευρώ, τους εκβιασμούς και τις πιέσεις των ευρωκρατών.
Με άλλα λόγια, αν ο λαός έριχνε την κυβέρνηση και αναδείκνυε μια δική του, είναι σίγουρο ότι αυτή η τελευταία θα είχε προχωρήσει έως τα τέλη Αυγούστου σε μη αναγνώριση του χρέους και σε έξοδο από το ευρώ. Με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση αυτή θα ήταν συνεπής στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων. Αλλιώς θα έπεφτε πάρα πολύ γρήγορα και θα άνοιγε τον δρόμο σε μια πολύ πιο «μαύρη» διακυβέρνηση, η οποία θα εφάρμοζε ένα ακόμη πιο σκληρές και αδίστακτες πολιτικές λέγοντας στον λαό ότι «δείτε τι πάθατε για να δείχνεται εμπιστοσύνη σε λαοπλάνους».
Αυτός είναι ο λόγος που η κεντρική πολιτική συμφωνία δεν μπορεί παρά να στηρίζεται ευθύς εξαρχής στα δυο βασικά αιτήματα: μη αναγνώριση του χρέους και έξοδος από το ευρώ. Κανένα αντιμνημονιακό μέτωπο, καμιά αντιμνημονιακή συμμαχία που δεν συμπεριλαμβάνει τις δυο αυτές κεντρικές παραμέτρους δεν μπορεί να συμβάλει στην λαϊκή αφύπνιση και πάλη. Κάθε προσπάθεια να περιοριστεί η οπτική του μετώπου, ή της συμμαχίας σε μια καταγγελία του μνημονίου και των πολιτικών της τρόικας, συμβάλει αποκλειστικά και μόνο στην άμβλυνση της συνείδησης του λαού και του αποπροσανατολισμού του. Ενώ στην ουσία βοηθά μόνο κινήσεις και συμπράξεις κορυφής ερήμην της κοινωνικής βάσης και του λαϊκού παράγοντα με κεντρικό στόχο την ψηφοθηρία.
Επομένως, ένα αληθινό μέτωπο του ίδιου του λαού δεν θα μπορούσε να οικοδομηθεί παρά μόνο στη βάση μιας κεντρικής πολιτικής συμφωνίας που να απαντά άμεσα στα πιο ζωτικά ζητήματα της περιόδου. Πρέπει να ανατραπεί εδώ και τώρα ολόκληρο το οικοδόμημα των συμφωνιών, δεσμεύσεων, παρεμβάσεων και μέτρων που πάρθηκαν από την εποχή του πρώτου μνημονίου, έτσι ώστε η χώρα να αποκαταστήσει την εσωτερική έννομη τάξη της και να διεκδικήσει την κυριαρχία της από το ΔΝΤ, την ΕΕ και την ΕΚΤ, που έχει εκχωρηθεί με τόσο άθλιο και προδοτικό τρόπο από το σύνολο του κυρίαρχου οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου με επικεφαλής την κυβέρνηση. Μπορεί να γίνει διαφορετικά; Μπορεί να υπάρξει έστω και η μηδαμινή δυνατότητα να σταθεί ετούτος ο τόπος στα πόδια του υπό καθεστώς δουλοπαροικίας του χρέους; Μπορεί να γίνει τίποτε αν πρώτα δεν πάρουμε στα χέρια μας ως λαός τη χώρα και το κράτος; Ούτε κατά διάνοια.
Φυσικά δεν διεκδικούμε το κράτος και τη χώρα για να επιστρέψουμε στα χάλια που είχαν πριν. Ούτε για να τα παραδώσουμε σε κάποια νέα αφεντικά της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας, της ρεμούλας και της αρπαχτής. Διεκδικούμε το κράτος και τη χώρα για να γίνει ο ίδιος ο λαός αφεντικό στον τόπο του. Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο χωρίς να απαλλαγούμε από το χρέος και το ευρώ; Μπορούμε στα σοβαρά να μιλάμε για εθνικά κυρίαρχο λαό και κράτος, αν δεν ξεφορτωθούμε το χρέος και το ευρώ; Πώς μπορούμε να μιλάμε στα σοβαρά για ανατροπή του καθεστώτος κατοχής της χώρας με τις δυνάμεις κατοχής άθικτες; Γιατί αυτό σημαίνει το να συνεχίσει να πληρώνει το χρέος η χώρα και να παραμείνει στο ευρώ αναζητώντας μάταια κάποια διέξοδο στο αδιέξοδό της.
Με το ευρώ το δημόσιο χρέος της χώρας γίνεται μη βιώσιμο και μη διαχειρίσημο ακόμη κι αν μηδενιστεί. Κι αυτό γιατί εντός του ευρώ κάθε έλλειμμα, τόσο του εξωτερικού ισοζυγίου, όσο και του γενικού κράτους, μετατρέπεται αυτόματα σε δανειακή ανάγκη που για να ικανοποιηθεί πρέπει η κυβέρνηση θέλοντας και μη να προσφύγει στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου με έκδοση ομολόγων. Η ίδια η προσφυγή αυτή εκθέτει την χώρα στις πιέσεις και τους εκβιασμούς των αγορών και των κερδοσκόπων, οι οποίοι συνεπικουρούμενοι από τους οίκους αξιολόγησης θα «βαθμολογούν» τις πολιτικές που ασκεί η χώρα ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Κι αυτό σημαίνει ότι κάθε προσπάθεια επέκτασης της κοινωνικής πολιτικής του κράτους, κάθε προσπάθεια ενίσχυσης της εργασίας, κάθε προσπάθεια ειδικής φορολόγησης του μεγάλου κεφαλαίου και μάλιστα του χρηματιστικού, θα «βαθμολογείται» πολύ άσχημα και έτσι θα περιορίζεται η δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές ή και θα αυξάνει ραγδαία το κόστος δανεισμού. Έτσι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα η χώρα θα βρίσκεται σε νέα δίνη υπερχρέωσης με σκληρό μη ελέγξιμο νόμισμα.
Κάθε προσπάθεια να εθνικοποιηθούν οι κορυφές του τραπεζικού συστήματος με πρώτη την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία είναι ιδιωτική πολυμετοχική ΑΕ υπό τον άμεσο έλεγχο της Φρανκφούρτης (ΕΚΤ), θα δημιουργήσει τέτοιο ρήγμα με την ευρωζώνη που θα αναγκάσει τη χώρα να φύγει. Το ίδιο θα συμβεί και αν επιχειρηθεί να ξαναμπεί μπροστά η παραγωγική μηχανή της οικονομίας. Κάθε προσπάθεια επιλεκτικής ανταγωνιστικής προστασίας της εγχώριας παραγωγής, κάθε προνομιακή ενίσχυση του κράτους σε παραγωγικές επενδύσεις, κάθε κρατική επιχειρηματική παρέμβαση, κάθε διακρατική ή προγραμματική συμφωνία που θα επιχειρηθεί να συναφθεί προκειμένου να αναπτυχθούν συγκεκριμένοι τομείς και να εισαχθεί τεχνολογία παραγωγής, θα εκλαμβάνεται ως παραβίαση της ελευθερίας κίνησης των κεφαλαίων εντός ευρωζώνης κι έτσι η χώρα θα αντιμετωπίζει τα αντίποινα του ευρωσυστήματος. Είναι ποτέ δυνατόν μια χώρα να αντέξει τέτοια αντίποινα χωρίς δικό της νόμισμα, δική της νομισματική, δημοσιονομική και πιστωτική πολιτική, χωρίς πλήρη ελευθερία αναπτυξιακής πολιτικής; Ούτε κατά διάνοια.
Επομένως το να θεωρεί κάποιος ότι πρέπει να εξαντλήσουμε κάθε περιθώριο μέσα στο ευρώ, στην πραγματικότητα αρνείται κάθε δυνατότητα ελέγχου του χρέους και ανάκαμψης της οικονομίας. Δεν γίνεται να απελευθερωθεί μια χώρα κι ένας λαός από την κατοχή αφήνοντας τις δυνάμεις κατοχής να καθορίζουν το παιχνίδι. Μόνο η εκδίωξη του κατακτητή μπορεί να λυτρώσει από την κατοχή. Είναι τόσο απλά τα πράγματα και γι’ αυτό η μη αναγνώριση του χρέους με σκοπό τη διαγραφή του, αλλά και η έξοδος από το ευρώ με την επαναφορά εθνικού νομίσματος είναι η μόνη δυνατή αφετηρία για την απαρχή μιας άλλης πορείας αυτού του τόπου. Κι αυτό δεν συμβαίνει γιατί έτσι το λέμε εμείς, αλλά γιατί έτσι είναι από την ίδια την φύση του προβλήματος.
Μήπως τα αιτήματα είναι πολύ οικονομίστικα; Αυτό μπορεί να το ισχυριστεί μόνο όποιος έχει απογειωθεί από τούτο τον επίγειο κόσμο. Οικονομίστικα είναι εκείνα τα αιτήματα που η ικανοποίησή τους δεν απαιτεί ριζικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές. Είναι ποτέ δυνατόν να προχωρήσει κανείς σε μη αναγνώριση του χρέους και σε έξοδο από το ευρώ, χωρίς να αναμορφώσει εκ βάθρων τον τρόπο άσκησης της εξουσίας; Χωρίς να σπάσει τα δεσμά που έχουν επιβληθεί στη χώρα; Χωρίς να ξεκινήσει έστω την αναμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων; Όχι φυσικά.
Συνήθως για οικονομίστικα αιτήματα μιλάνε όσοι θεωρούν την οικονομία σαν μια παρακατιανή δραστηριότητα όπου ο πολίτης αναγκάζεται να κατέβει από τα νεφέλη του μεταφυσικού διαλογισμού και να ασχοληθεί με τα τερπνά της υλικής του επιβίωσης. Σε όσους σκέφτονται έτσι λέμε απλά ότι δεν χρειάζεται να κατέβουν στη γη, ας μείνουν να διαλογίζονται στην Νεφελοκοκκυγία όπου κατοικοεδρεύουν. Κι όταν με το καλό ανακαλύψουν την θεία αποκάλυψη ας έρθουν να την ανακοινώσουν στην ανθρωπότητα. Μέχρι τότε εμείς ας φροντίσουμε να μην πεινάσει ο κόσμος και να μην καταστραφεί ολοσχερώς αυτή η χώρα, ώστε να έχουμε κατόπιν την πολυτέλεια να διαλογιζόμαστε για το ιδανικό.
Άλλοι πάλι θεωρούν τα «εθνικά θέματα» πολύ πιο σημαντικά. Με τον όρο αυτό συνήθως εννοούν τα ελληνοτουρκικά, το κυπριακό, την ΑΟΖ, κοκ. Αρνούνται να αντιληφθούν ότι μια χώρα υπό κατοχή και εκποίηση, αυτό που προτάσσει είναι την απελευθέρωση από τις δυνάμεις που της έχουν επιβάλει αυτό το καθεστώς. Κι επομένως το τι κάνουμε με το καθεστώς των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων, τι κάνουμε με το χρέος και το ευρώ, είναι το ύψιστο «εθνικό θέμα» όλων. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα υπόλοιπα «εθνικά θέματα» δεν έχουν σημασία, αλλά προέχει η συμφωνία πάνω στα ζητήματα αιχμής. Στα υπόλοιπα μπορούμε να τα συζητήσουμε, να διαφωνήσουμε, να διατυπώσουμε διαφορετικές θέσεις, αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της κεντρικής πολιτικής συμφωνίας του μετώπου. Με τον ίδιο τρόπο που την εποχή της κατοχής δεν μπορούσε να αποτελέσει μέρος της πολιτικής συμφωνίας του ΕΑΜ οτιδήποτε δεν συνδεόταν άμεσα με την πάλη ενάντια στον κατακτητή και την απελευθέρωση της χώρας. Το ΕΠΑΜ δεν αρνείται να τοποθετηθεί στα «εθνικά θέματα», απλά θεωρεί ότι με κανέναν τρόπο δεν είναι απαραίτητη η αρχική συμφωνία πάνω σ’ αυτά. Όχι γιατί δεν είναι σημαντικά, ή γιατί δεν πρόκειται να ενταθούν στο επόμενο διάστημα, αλλά γιατί είναι αδύνατον να αντιμετωπιστούν όσο η χώρα βρίσκεται υπό καθεστώς κατοχής και δουλοπαροικίας.
Για το ΕΠΑΜ τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και η εθνική ανεξαρτησία ξεκινούν με τον απεγκλωβισμό της χώρας από το χρέος και την ΟΝΕ. Χωρίς αυτόν, κάθε έννοια κυριαρχικού δικαιώματος και ανεξαρτησίας αποκτά μια εικονική νομικοπολιτική διάσταση δίχως ουσιαστικό περιεχόμενο. Εκτός βέβαια κι αν τα «εθνικά θέματα» αποτελούν πρόσχημα. Είτε για να μας πουν ορισμένοι ότι έτσι και τολμήσουμε να τα βάλουμε με τις αγορές και την ΕΕ θα μας σαρώσει δήθεν η οθωμανική Τουρκία και άλλα τέτοια φαιδρά, όπως παπαγαλίζουν κάποιοι βεριτάμπλ «πατριώτες», οι οποίοι τρέμουν να τα βάλουν με τους επικυρίαρχους. Είτε για να ξεκόψουν το εθνικό ζήτημα από την κοινωνική του βάση, δηλαδή, από τα άμεσα υλικά συμφέροντα του εργαζόμενου λαού.
Το ίδιο και με το μεταναστευτικό πρόβλημα. Για πολλούς το ζήτημα αυτό είναι πρωτεύον. Στο βαθμό που μια τέτοια στάση δεν κρύβει άλλες σκοτεινές σκοπιμότητες, αντανακλά το γεγονός ότι η μαζική εισροή μεταναστών στη χώρα έχει πάρει διαστάσεις εκρηκτικού προβλήματος, ειδικά για πολλές λαϊκές γειτονιές. Πώς γίνεται όμως να αντιμετωπιστεί αν πρώτα δεν ξεμπερδέψουμε με τον μηχανισμό εκποίησης και διάλυσης που έχει εγκατασταθεί στη χώρα; Πώς είναι δυνατό να ζητάμε από τους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς του γενικευμένου ξεπουλήματος να αντιμετωπίσουν αυτοί το μεταναστευτικό πρόβλημα; Πώς ζητάμε να το αντιμετωπίσουν; Με καταστολή; Με πογκρόμ; Πώς ζητάμε από ένα κράτος να λύσει το μεταναστευτικό, όταν το ίδιο αυτό το κράτος και οι δυνάμεις που το στηρίζουν διώχνουν μαζικά από τη χώρα την νεολαία της, εξευτελίζουν την εργασία και διαλύουν την κοινωνία;
Πώς είναι δυνατόν ένα κράτος που έχει απεμπολήσει την κυριαρχία του ακόμη και τυπικά να φυλάξει τα σύνορά του; Πώς είναι δυνατόν ένα κράτος υποχείριο των αγορών να αντιταχθεί στο καθεστώς ανοιχτών συνόρων για το κεφάλαιο και την εργασία, που επιβάλουν οι τραπεζίτες και οι πολυεθνικές; Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ένας λαός κυρίαρχος με το κράτος να εκφράζει τα δικά του ζωτικά συμφέροντα. Και για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει πρώτα και κύρια να απαλλαγεί από το καθεστώς της δουλοπαροικίας του χρέους με βασικό εργαλείο το ευρώ. Και μόνο το σπάσιμο των δεσμών με την ευρωζώνη, αλλά και η επιστροφή σε εθνικό προστατευμένο νόμισμα υπό καθεστώς ελεγχόμενης κίνησης κεφαλαίων, θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για την διεθνή βιομηχανία μετακίνησης πληθυσμών.
Όποιος προτάσσει το μεταναστευτικό και αγνοεί τα πρωτεύοντα τότε είτε είναι αιχμάλωτος της κυρίαρχης πολιτικής, ή πολύ απλά επιχειρεί να εξωθήσει την ελληνική κοινωνία σ’ έναν εμφύλιο ανάμεσα σε ντόπιους και ξένους που πολύ θα χαρούν οι επικυρίαρχοι να δουν να εκτυλίσσεται για να δικαιολογήσουν την καταστολή που χρειάζονται για να περάσει η εκποίηση της χώρας. Για το ΕΠΑΜ όσο σημαντικό κι αν είναι το μεταναστευτικό είναι ξεκάθαρο ότι τα πρωτεύοντα είναι άλλα και χωρίς να λυθούν αυτά είναι αδύνατον να αντιμετωπιστεί με σοβαρότητα, με νηφαλιότητα και με ανθρωπισμό το πρόβλημα που δημιουργεί η μετακίνηση της φτωχολογιάς, η οποία ξεριζώνεται βίαια από τον τόπο της.
Για εμάς ο πατριώτης δεν ταυτίζεται με τον εθνικιστή και ούτε ο εθνικιστής ταυτίζεται με τον φασίστα. Έστω κι αν πολλοί θέλουν σκόπιμα να τους ταυτίζουν, ώστε να παραδώσουν τον πατριωτισμό του λαού στον φασισμό. Αυτού του τύπου οι απλουστευτικές ταυτότητες έχουν σαν μόνο στόχο, συνειδητά ή ασυνείδητα, την ταύτιση ενός δήθεν διεθνισμού με την ιμπεριαλιστική ιδεολογία των ανοιχτών συνόρων. Όταν καλείς έναν λαό που κρατάς σε υποτέλεια, που του στερείς ακόμη και την ελευθερία άσκησης της δικής του πολιτικής κυριαρχίας, να υπερβεί τις «εθνικές διαφορές», να αναζητήσει «διεθνείς λύσεις», κοκ, τότε δεν μιλάς για διεθνισμό, αλλά για υποταγή στο ζυγό και στην θέληση των ισχυρών. Αυτή είναι η κυρίαρχη μορφή του σύγχρονου δωσιλογισμού, έστω κι αν ενίοτε διαθέτει αριστερό προσωπείο.
Όταν ένας λαός ξεσηκώνεται, ξεκινά πάντα από την διεκδίκηση της χώρας του. Αν ο λαός δεν μάθει να διεκδικεί τη χώρα του για τον εαυτό του, αν δεν μάθει να διεκδικεί την δημοκρατία στον τόπο του που συμπυκνώνεται σε δυο θεμελιώδεις αρχές, την λαϊκή κυριαρχία και την εθνική ανεξαρτησία, τότε δεν μπορεί να συγκροτηθεί ως κοινωνικό υποκείμενο για κανενός είδους μεγάλη αλλαγή. Μόνο ελεύθεροι και κυρίαρχοι λαοί μπορούν να υπερβούν τις εχθρότητες ανάμεσα σε έθνη και κράτη. Μόνο ελεύθεροι και κυρίαρχοι λαοί μπορούν να αδελφωθούν μεταξύ τους στη βάση του αμοιβαίου οφέλους. Με τον βούρδουλα και το καπίστρι των διεθνών μηχανισμών της «παγκόσμιας διακυβέρνησης», όπως είναι οι θεσμοί της ΕΕ και το ΔΝΤ, δεν έχουμε διεθνοποίηση, αλλά νεοαποικιοκρατία, υποτέλεια και σύγχρονη δουλοπαροικία σε βάρος ολόκληρων λαών και εθνών.
Από αυτή την άποψη το ΕΠΑΜ όχι μόνο δεν εξορκίζει, αλλά θεμελιώνεται πάνω στον πατριωτισμό του λαού, στον δημοκρατισμό της πάλης για εθνική ανεξαρτησία, χωρίς ούτε μια στιγμή να ξεχνά ότι όλα αυτά δοκιμάζονται και αποδεικνύεται η αξία τους στο κοινωνικό έδαφος. Δηλαδή στο έδαφος των κοινωνικών συμφερόντων που υπηρετούν. Κι αυτά δεν μπορεί να είναι άλλα από τα συμφέροντα του εργάτη, του αγρότη, του μικρομεσαίου και του επαγγελματία, που σήμερα συντρίβονται ολοκληρωτικά κάτω από την βίαιη επιβολή της δικτατορίας του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου και των εγχώριων κλώνων του.
Θα πρέπει να είναι απόλυτα σαφές: Το ΕΠΑΜ δεν αρνείται να τοποθετηθεί είτε να ασχοληθεί με όλα τα ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία. Δεν θεωρεί ότι υπάρχουν μόνο τα πέντε βασικά σημεία της ιδρυτικής του διακήρυξης και επομένως οτιδήποτε άλλο έξω από αυτά του είναι αδιάφορο. Αυτό που έρχεται να πει απευθυνόμενο στον απλό κόσμο, σε όλους αυτούς αντιλαμβάνονται την ανάγκη του αγώνα και της στράτευσης, στους αληθινούς δημοκράτες και πατριώτες που μάχονται για τα συμφέροντα του λαού και της χώρας, είναι ότι μόνο στην ενότητα του ίδιου του λαού υπάρχει η δύναμη. Και η ενότητα στη βάση δεν κατακτιέται με μέσους όρους διαφορετικών στρατηγικών, ούτε με συμφωνίες κορυφής ανάμεσα σε οργανωμένες συνιστώσες και καπετανάτα, αλλά ξεκαθαρίζοντας την ελάχιστη δυνατή πρόταση που στην πράξη, εδώ και τώρα, μπορεί να επιφέρει ανατροπή της σημερινής κατάστασης. Κι επομένως οι δυνάμεις που συμφωνούν σ’ αυτήν την πρόταση, μπορούν να διατηρούν τις διαφωνίες τους για όλα τα άλλα, όμως είναι σε θέση να ξεχωρίσουν τον κοινό εχθρό και τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να καταφέρουν καίριο πλήγμα σ’ αυτόν. Όλα τα υπόλοιπα ζητήματα, στο βαθμό που απασχολούν την κοινωνία, το ΕΠΑΜ μπορεί και πρέπει να τοποθετηθεί μέσα από την ελεύθερη ζύμωση μέσα στις γραμμές του διαφορετικών απόψεων στη βάση της εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει ανάμεσα σε συναγωνιστές και πάντα προτάσσοντας το συμφέρον του λαού και της χώρας.
Τι επιδιώκει το ΕΠΑΜ;
Η βασική επιδίωξη του ΕΠΑΜ είναι η οργάνωση του ίδιου του λαού εκεί όπου αυτός βρίσκεται. Δηλαδή οργάνωση στην γειτονιά, στον χώρο δουλειάς και σπουδών. Η ανάγκη της οργάνωσης είναι σήμερα πιο σημαντική παρά ποτέ. Κι αυτό γιατί έχουμε μια κατακερματισμένη κοινωνία κι έναν λαό που έχει χάσει σε σημαντικό βαθμό την εσωτερική του συγκρότηση, αλλά και τους πανεθνικούς δεσμούς του. Η ίδια η εσωτερική διάλυση του παραδοσιακού κοινωνικού ιστού, η δραματική υποχώρηση και ο εκφυλισμός του συνδικαλισμού, η πλατύτατη εισαγωγή των εξατομικευμένων εργασιακών σχέσεων εδώ και δυο δεκαετίες, η διάδοση της αυταπασχόλησης, αλλά και των «απασχολήσιμων», οδήγησε πλατύτατα στρώματα των εργαζομένων και του λαού να χάσουν την αίσθηση του συλλογικού και της οργανωμένης δράσης. Χάθηκε ακόμη και η έννοια του κοινού συμφέροντος, της κοινής αναφοράς, της κοινής διεκδίκησης, τόσο στην εργασία, όσο και στην κοινωνία, αλλά και στην πολιτική επίσης. Ο ίδιος ο λαός έγινε συστηματική προσπάθεια να αντικατασταθεί από τους εξατομικευμένους «ενεργούς πολίτες» των ποικίλων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων.
Ο λαός έχασε σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές και εθνικές του αναφορές για να μετατραπεί σε ένα συνονθύλευμα «επιχειρηματιών», που στην συντριπτική τους πλειοψηφία ζουν από την αγοραπωλησία της δουλειάς τους. Με όλα τα κουσούρια και τις νοοτροπίες του «επιχειρηματία», που ξέρει να δουλεύει μόνο για την πάρτη του. Κι έτσι σε πλατιά στρώματα κυριάρχησε η λογική του «με κάποιο τρόπο θα τα βολέψω». Έμαθαν να διαχειρίζονται την μιζέρια τους με δανεικά και εξυπηρετήσεις από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα. Να βολεύονται με μια επίπλαστη ευημερία που χρωστούν στις τράπεζες και στα ρουσφέτια από την εξουσία. Μέτρο της προσωπικής αξιοπρέπειας και του φιλότιμου έγινε το λουσάτο αυτοκίνητο και η αρπαχτή μέσα σε μια γενικευμένη κατάσταση όπου βασιλεύει μια απίστευτη ρεμούλα και κερδοσκοπία. Αντί για τη δουλειά και τις απολαβές της σύμφωνα με τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες, θεοποιήθηκαν τα κάθε λογής δοσίματα (επιδοτήσεις, επιχορηγήσεις, επιδόματα, δανεικά). Οικοδομήθηκε μια ολόκληρη κοινωνία η οποία έμαθε να εκστασιάζεται με το εύκολο χρήμα, την ίδια ώρα που τα παιδιά της αρκούνταν σε δουλειές χωρίς μέλλον, ή σε μέλλον χωρίς δουλειά. Ακόμη και η νέα γενιά εθίστηκε στην προσωπική εξάρτηση, πρώτα από την οικογένεια και κατόπιν από τον εργοδότη και την εξουσία.
Πριν καταργηθούν τα κοινωνικά δικαιώματα στην πράξη, η ίδια η κοινωνία έμαθε να ζει χωρίς να διεκδικεί, χωρίς να κερδίζει, χωρίς να διασφαλίζει το παρόν και το μέλλον το δικό της και των γενιών που έρχονται. Έμαθε να ξεκινά από το τίποτε κι έτσι αυτό που καταφέρνει ο καθένας μόνος του είναι προσωπικό μέτρο της επιτυχίας και της ικανότητάς του. Όποιος δεν τα καταφέρνει είναι απλά αποτυχημένος. Η εξαθλίωση και η ανέχεια δεν ήταν πια εκδήλωση μιας βαθύτερης κοινωνικής αδικίας που πρέπει να παλέψουμε για να διορθωθεί, αλλά απόδειξη της προσωπικής αποτυχίας όποιου δεν τα κατάφερε να τα βολέψει!
Έτσι τεράστιες μάζες της κοινωνίας συνήθισαν να θεωρούν ως φυσιολογικό τρόπο ζωής την ανεργία, τη δουλειά του ποδαριού, την υποαπασχόληση, το μεροδούλι-μεροφάι, το υποτιμημένο μεροκάματο, τα δανεικά για να τα βγάλουν πέρα, την αυθαιρεσία του εργοδότη, την διαφθορά του κράτους, το διαρκές κυνήγι του βιοπορισμού από το πρωί μέχρι το βράδι χωρίς κανενός είδους εξασφάλιση. Κι αυτό ήταν που οδήγησε ένα μεγάλο κομμάτι του λαού να χάσει την ανθρώπινη υπόστασή του, να χάσει τις κοινωνικές του αναφορές και την αίσθηση της ιστορικής του πορείας. Σ’ αυτό βέβαια συνέβαλε τα μέγιστα και η τρομακτική απαξίωση του συστήματος παιδείας, το οποίο κατάντησε να παράγει μαζικά αμόρφωτες, λειτουργικά αναλφάβητες και υποταχτικές γενιές νέων ανθρώπων, έτοιμες για την κρεατομηχανή της «ελεύθερης αγοράς».
Κάθε σκίρτημα της κοινωνίας και της νεολαίας, κάθε εκδήλωση αμφισβήτησης, αντιμετωπίστηκε με άγρια καταστολή. Φυσική και πνευματική καταστολή. Από όλους, από όλες τις πολιτικές δυνάμεις που συνέργησαν ομού στο να διδάξουν την κοινωνία μόνο πώς να υποχωρεί και να χάνει τις μάχες που δίνει. Όσο τα κόμματα εναλλαγής στην εξουσία οδηγούσαν ολόκληρη τη χώρα στην χρεοκοπία, στην ηθική και πολιτική εξαχρείωση, άλλο τόσο η αντιπολίτευση αντιμετώπιζε το λαό και ιδίως τους εργαζόμενους με ιδεοληψίες και ιδεολογήματα. Άλλοι προσκολλημένοι σ’ έναν αισχρό λεβαντινοραγιαδισμό της νεοαποικιακής «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», ο οποίος όσο πιο άθλιος και ιδιοτελής αποδεικνυόταν στην πράξη, τόσο περισσότερο εμφανιζόταν ως απαύγασμα του διεθνισμού και του κοσμοπολιτισμού. Άλλοι πάλι ασκούμενοι σε κλισέ καταγγελίες ενάντια στο «σύστημα», όπως κάνει κάθε τυπικό δείγμα παραθρησκευτικής οργάνωσης που αποζητά να προσελκύσει πιστούς.
Όλα αυτά έφτασαν στο τέλος τους. Η κοινωνία, με την αμέριστη βοήθεια και της αριστερής αντιπολίτευσης, αιφνιδιάστηκε από την χρεοκοπία ολοκλήρου του τρόπου ζωής που βίωσε για δυο και πλέον δεκαετίες. Μπροστά στους πρωτοφανείς κινδύνους και τις απειλές που αντιμετωπίζει σήμερα, είναι υποχρεωμένη να ανακαλύψει ξανά τον εαυτό της. Να ξεσκαρτάρει από όλα αυτά που την οδήγησαν στη σημερινή κατάντια. Να ξεφορτωθεί όλους εκείνους που συνέργησαν στο να οδηγηθεί ως σφαχτάρι στο σφαγείο. Να ξαναβρεί την αξιοπρέπεια και τις αρετές της. Να ανακαλύψει ξανά την κοινωνική αλληλεγγύη και την συλλογική δράση. Να ξαναβρεί το κουράγιο και τα αποθέματα δύναμης για έναν αγώνα ισάξιο μ’ εκείνον που έδωσαν οι παππούδες μας ενάντια στους ναζί καταχτητές. Να ξεπεράσει τον κατακερματισμό, την απομόνωση και τον φόβο που οδηγεί στην απελπισία. Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την οργάνωση.
Όταν μιλάμε για οργάνωση δεν εννοούμε ένα νέο μαντρί, αλλά την απόφαση να αντιμετωπιστούν από κοινού τα μεγάλα και μικρά προβλήματα που απασχολούν και εξουθενώνουν τον καθένα ξεχωριστά. Μια τέτοια οργάνωση χρειάζεται να απευθύνεται σε όλους, εκεί που βρίσκονται, εκεί που δουλεύουν, κατοικούν, ή σπουδάζουν. Πρέπει να οικοδομηθεί από τους ίδιους, από τα κάτω, στην βάση των κοινών στόχων τους και των κοινών προβλημάτων. Πρέπει να είναι αυτοκέφαλη και να αποτελεί χώρο υποδοχής και συσπείρωσης των πλατύτερων δυνατών στρωμάτων της εργαζόμενης κοινωνίας. Πρέπει να είναι ανοιχτή στις διαδικασίες της και στις διεργασίες που συντελούνται γύρω της. Περιφρουρεί τους στόχους και τη δράση της, αλλά δεν κατέχει κανενός είδους μονοπώλιο, ούτε τα μέλη της συνιστούν κανενός είδους «περιούσιο λαό».
Αυτή είναι η οργανωτική ταυτότητα των τοπικών επιτροπών ή πυρήνων του ΕΠΑΜ. Οι τοπικές επιτροπές ή πυρήνες είναι η κυρίαρχη μορφή οργάνωσης του Μετώπου. Συγκροτούνται κατά τόπους, ή κατά χώρους δουλειάς ή σπουδών, από όσους συμφωνούν στην ιδρυτική διακήρυξη του Μετώπου και λειτουργούν αυτοτελώς από τα όποια κεντρικά όργανα. Όλα τα μέλη του ΕΠΑΜ υποχρεούνται να συμβάλουν στη δημιουργία τοπικών επιτροπών και να συμμετέχουν ενεργά σ’ αυτές. Αυτές είναι που θα αποφασίζουν πώς θα αξιοποιηθούν τα μέλη τους, τόσο σε τοπικό επίπεδο, όσο και σε κεντρικό.
Η τοπική επιτροπή συγκροτείται στην βάση της αυτοοργάνωσης και λειτουργεί με όρους άμεσης δημοκρατίας. Βασικός σκοπός της είναι να αποκτήσει βαθιές ρίζες στην κοινωνία της περιοχής της, να γίνει μοχλός συσπείρωσης πλατύτερων δυνάμεων του λαού, εμψυχωτής και πρωτεργάτης στον αγώνα για την επιβίωση από τον οδοστρωτήρα της ελεγχόμενης χρεοκοπίας. Η συνοχή της κατακτιέται όχι μόνο μέσα από το βάθεμα της πολιτικής συμφωνίας ανάμεσα στα μέλη της, αλλά και από την ανάπτυξη στενών δεσμών κοινωνικής αλληλεγγύης.
Οι αμέσως επόμενοι μήνες θα αποδειχτούν ιδιαίτερα σκληροί για την εργαζόμενη κοινωνία και την χώρα συνολικά. Οι δραματικές επιπτώσεις της επίσημης ελεγχόμενης πτώχευσης, θα χτυπήσουν όλα σχεδόν τα λαϊκά νοικοκυριά. Η ανέχεια και η απόλυτη φτώχεια θα γίνει μόνιμος τρόπος διαβίωσης για την πλειοψηφία του λαού. Με την ανεργία να θερίζει σε πρωτοφανή επίπεδα, η προσωπική επιβίωση του λαϊκού νοικοκυριού, κυρίως της εργαζόμενης νεολαίας και των ανέργων, θα αναδειχθεί σε κορυφαίο ζήτημα της περιόδου. Με άλλα λόγια, τους αμέσως επόμενους μήνες είναι σίγουρο ότι η ελληνική κοινωνία θα κληθεί να δώσει τη δική της σύγχρονη «μάχη του επισιτισμού», όπως με ιστορικές αναλογίες έδωσαν οι γενιές του πολέμου τον πρώτο χρόνο της κατοχής όταν ξέσπασε η μεγάλη πείνα.
Ο τρόπος που θα οργανωθεί από την μεριά του λαού και θα διεξαχθεί αυτή η σύγχρονη «μάχη του επισιτισμού», θα κρίνει αποφασιστικά το αν θα μπορέσει να υπάρξει ένα πλειοψηφικό παλλαϊκό κίνημα για να ανατρέψει την καταστροφική πορεία. Κι αυτή η «μάχη του επισιτισμού» δεν θα δοθεί απλά με οργάνωση συσσιτίων όπως την εποχή της κατοχής. Έχει πολύ υψηλότερες απαιτήσεις οργάνωσης και δράσης. Κυρίως σε τρεις κατευθύνσεις:
Πρώτο: Την δημιουργία ενός παλλαϊκού κινήματος «δεν πληρώνω» την έκτακτη εισφορά της φορολογίας και γενικά τα χαράτσια υπέρ των δανειστών της χώρας. Είναι πλέον ζήτημα άμεσης επιβίωσης για την μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών, των συνταξιούχων, των μικρών και μεσαίων εμπόρων, βιοτεχνών, ελεύθερων επαγγελματιών, κοκ. Η εξοντωτική φορολογία όχι μόνο δεν έχει κανένα ανταποδοτικό όφελος, ως οφείλει με βάση το φορολογικό δίκαιο, αλλά λειτουργεί πια ως πολιτική κατάσχεσης ιδιωτικής περιουσίας και εργασίας, αφού οδηγεί στην ανέχεια τα λαϊκά νοικοκυριά. Κι επομένως η άρνηση πληρωμής είναι ένα καθ’ όλα νόμιμο δικαίωμα όσων φορολογούνται με αυτόν τον καταχρηστικό και ανάλγητο τρόπο από ένα κράτος που δουλεύει ξεκάθαρα για συμφέροντα αλλότριων δυνάμεων. Μόνο που αυτό δεν μπορεί να γίνει ως ατομική υπόθεση, αλλά μόνο ως συλλογική δράση μέσα από συλλόγους, σωματεία, πρωτοβουλίες, κοκ.
Δεύτερο: Την αποτροπή της εκποίησης της χώρας μέσα από μαζικές δράσεις τέτοιες που να επιτρέψουν όχι μόνο την αφύπνιση της κοινωνίας για την καταστροφή που συντελείται, αλλά και για να γίνει προσωπική υπόθεση του κάθε Έλληνα πολίτη το ξεπούλημα της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας αυτής της χώρας. Μέσα από δράσεις και πλατιά κινήματα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο σε κάθε επίδοξο επενδυτή ότι η περιουσία της χώρας ανήκει δικαιωματικά στον ελληνικό λαό, οτιδήποτε πουληθεί θα παρθεί πίσω χωρίς κανενός είδους αποζημίωση και ότι η «επένδυση» στο ξεπούλημα της Ελλάδας θα καταλήξει σε φιάσκο ολκής, σε καταστροφή για τις αγορές και τους επενδυτές της.
Τρίτο: Την δημιουργία ενός πλατύτατου δικτύου κοινωνικής αλληλεγγύης με βασική επιδίωξη την αντιμετώπιση των πιο ακραίων εκδοχών ανέχειας και εξαθλίωσης. Πρώτη προτεραιότητα η οργάνωση των ανέργων. Κανένας δεν μπορεί να αφεθεί στην τύχη του, δηλαδή να αντιμετωπίσει το πρόβλημα επιβίωσης του ίδιου και της οικογένειάς του ως αποκλειστικά προσωπικό ζήτημα. Ή θα γίνει ζήτημα του κινήματος, της οργανωμένης δράσης του, ή θα καταλήξουμε σε συνθήκες κοινωνικού κανιβαλισμού. Κι αυτός ο γενικευμένος κοινωνικός κανιβαλισμός, όπου ο ένας θα τρώει τον άλλο για να επιζήσει ο ίδιος, πρέπει με κάθε τρόπο να αποφευχθεί.
Οι τοπικές επιτροπές, οι πυρήνες του ΕΠΑΜ θα αποδείξουν την αξία τους πρώτα και κύρια από την συνεισφορά τους στους παραπάνω άξονες. Το επόμενο σύντομο διάστημα θα αποδείξει έμπρακτα αν αξίζει το εγχείρημα του ΕΠΑΜ, ή οφείλει να διαλυθεί και να καταλήξει στα αζήτητα. Κριτήριο για εμάς της επιτυχίας του μετώπου είναι το πόσο χρήσιμο θα αποδειχθεί στην πράξη για τον λαό και τα προβλήματά του. Ένα μέτωπο που δεν μπορεί να συμβάλει στην οργάνωση του λαού, στην άμεση αντιμετώπιση των πιο ζωτικών προβλημάτων του, τότε δεν αξίζει να υπάρχει. Οφείλει να διαλυθεί.
Γι’ αυτό και δεν μας διακατέχει κανενός είδους υπεροψία, ή αδιαλλαξία όταν πρόκειται να συμβάλουμε στην πρακτική οργάνωση της πάλης του λαού. Δεν μας ενδιαφέρει ποιος ηγείται, ή ποιος ξεκίνησε ένα κίνημα που απηχεί πραγματικές ανάγκες του ίδιου του λαού. Δεν μας ενδιαφέρει να το εντάξουμε υπό την σκέπη μας. Δεν μας ενδιαφέρει να φαίνεται παντού το ΕΠΑΜ. Όλα αυτά μας αφήνουν παγερά αδιάφορους γιατί δεν ψάχνουμε για οπαδούς, ούτε για απλούς ψηφοφόρους. Όποιος καταλαβαίνει την πολιτική ως οπαδός, ή απλός ψηφοφόρος δεν κάνει για το ΕΠΑΜ. Εμάς μας ενδιαφέρει η χειραφέτηση του ίδιου του λαού. Κι αυτό μπορεί να το καταφέρει μόνο ο ίδιος ο λαός με τα δικά του χέρια και με τα δικά του μυαλά. Εμείς θα στηρίξουμε με όλες μας τις δυνάμεις και θα συνδράμουμε χωρίς καμιά ιδιοτέλεια ή ανταλλάγματα, κάθε αυθεντική κίνηση που συμβάλει στην άμεση και πρακτική χειραφέτηση του λαού απ’ όπου κι αν προέρχεται, όποιος κι αν την έχει ξεκινήσει, όποιος κι αν είναι ο επικεφαλής του.
Βασική επιδίωξη του ΕΠΑΜ είναι η συγκρότηση ενός ρωμαλέου πλειοψηφικού λαϊκού κινήματος, που θα επιφέρει με τους δικού του όρους την ανατροπή του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος. Το ταχύτερο δυνατό. Πριν ολοκληρωθεί η καταστροφή και το ξεπούλημα της χώρας. Κάτι που δεν είναι αναγκαίο να προκύψει μέσα από τυπικές κοινοβουλευτικές εκλογές, αλλά πρώτα και κύρια μέσα από την κλιμάκωση της οργανωμένης αντίστασης του λαού στις κυρίαρχες πολιτικές επιλογές. Στο βαθμό που όλο και ευρύτερα λαϊκά στρώματα μαθαίνουν να κάνουν στάση πληρωμών ενάντια στα χαράτσια των καθεστώτος, να αντιστέκονται μαζικά στο ξεπούλημα της χώρας και να συγκροτούν ανάμεσά τους στενούς δεσμούς κοινωνικής αλληλεγγύης, η πίεση στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα θα γίνει τόσο αφόρητη που τελικά θα το κάνει να καταρρεύσει. Είτε μέσα από μια εκβιασμένη από τα κάτω προσφυγή στις κάλπες, είτε με άλλο τρόπο.
Όπως κι αν γίνει η ανατροπή, το κίνημα αυτό οφείλει να αναδείξει μια μεταβατικού τύπου προσωρινή διακυβέρνηση της χώρας, η οποία θα εδράζεται όχι τόσο στο κοινοβούλιο, αλλά απευθείας στον οργανωμένο λαό, ο οποίος είναι ο μόνος που μπορεί να εγγυηθεί την ομαλή μετάβαση σε μια νέα δημοκρατική έννομη τάξη.
Η διακυβέρνηση αυτή οφείλει να προχωρήσει άμεσα στα εξής:
· Στην καταγγελία όλων των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει παράνομα το υπάρχων πολιτικό σύστημα στο όνομα του λαού και έχουν καταστρατηγήσει κάθε έννοια λαϊκής κυριαρχίας και εθνικής ανεξαρτησίας.
· Στην καταγγελία του χρέους ως παράνομου, ειδεχθούς, τοκογλυφικού, απόλυτα καταχρηστικού και επομένως να προχωρήσει στο άμεσο σταμάτημα της εξυπηρέτησής του.
· Στην έξοδο της χώρας από την μέγγενη της ΟΝΕ, ώστε με όπλο το εθνικό νόμισμα να θωρακίσει την οικονομία απέναντι σε πιέσεις, απειλές και επιθέσεις από το εσωτερικό και το εξωτερικό.
· Σε μια ταχύτατη ανάταξη του δημόσιου, των εισοδημάτων και των δικαιωμάτων στην εργασία ώστε να υπάρξει μια δυναμική επανεκκίνηση της οικονομίας πρώτα και κύρια στην πρωτογενή παραγωγή, αλλά και ευρύτερα.
· Στην απόδοση δικαιοσύνης μετά από ενδελεχή έρευνα, χωρίς στεγανά και απόρρητα, ολόκληρης της δημοσιονομικής διαχείρισης, σε όλους εκείνους που συνέβαλαν στην διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και στην χρεοκοπία της χώρας.
· Στην προκήρυξη εκλογών για την άμεση σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης με ενιαίο μέτρο και ευρύτατη λαϊκή αντιπροσώπευση, η οποία θα έχει μοναδικό αντικείμενο την σύνταξη και ψήφιση νέο δημοκρατικού θεμελιώδους νόμου του κράτους, δηλαδή νέου Συντάγματος.
Από την στιγμή που θα ψηφιστεί το νέο Σύνταγμα, η Συντακτική Συνέλευση θα διαλυθεί και θα προκηρυχθούν νέες εκλογές για την διακυβέρνηση της χώρας με βάση τους νέους συνταγματικούς κανόνες. Με την διαδικασία εκλογής αυτής της νέας συνταγματικής διακυβέρνησης, το έργο του ΕΠΑΜ θα έχει ολοκληρωθεί και το ίδιο το μέτωπο, τουλάχιστον με την μορφή και τα προτάγματα που είχε έως τότε, θα περάσει οριστικά στην ιστορία.
Άλλωστε το βασικό μέλημα όλων όσων στρατεύονται στο ΕΠΑΜ είναι ο αγώνας για να εξασφαλιστούν τέτοιες συνθήκες ελευθερίας, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ομαλότητας, ώστε ο ίδιος ο λαός να συνέρχεται ελεύθερα, να αποφασίζει και να επιλέγει την πορεία της χώρα του. Κι αυτό οφείλει να γίνεται μέσα από την πιο ανοικτή και ελεύθερη αντιπαράθεση με όρους πολιτικής και ιδεολογίας όλων των αντιθέσεων που ενυπάρχουν στο εσωτερικό του λαού και της κοινωνίας. Μόνο έτσι μπορούν οι αντιθέσεις να οδηγηθούν στη λύση τους και μάλιστα προς όφελος της μεγάλης πλειοψηφίας και της κοινωνικής προόδου.
25/7/2011