Στη Βολιβία ο Εδουάρδο Ροντρίγκες μπορεί να κυβέρνησε από τον Ιούνιο του 2005 μέχρι τον Ιανουάριο του 2006, οπότε κέρδισε τις εκλογές ο Έβο Μοράλες, ωστόσο τα αρχικά σχέδια τον ήθελαν να αποτελεί εναλλακτική λύση, εκτονώνοντας την τεταμένη πολιτική ατμόσφαιρα. Δηλαδή, προοριζόταν να είναι κάτι περισσότερο από μεταβατικός πρόεδρος για να μπορέσει να συνεχίσει την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων που εφάρμοσε ο προκάτοχός του Κάρλος Μέσα, διαχειριζόμενος όμως τον λαϊκό παράγοντα. Πρόεδρος άλλωστε του Ανωτάτου Δικαστηρίου και γεννημένος στην Κοτσαμπάμπα, κάλλιστα μπορούσε να εμφανιστεί ως η ανατροπή του προηγούμενου καθεστώτος πλήρους υποτέλειας στους ξένους ιδιοκτήτες του κλάδου της ενέργειας.
Τα σχέδια έμειναν στα χαρτιά, καθώς η πλήρης συμμόρφωσή του Ροντρίγκες με τις πολιτικές εντολές που εκπορεύονταν από τη Σάντα Κρους, όπου έχει την έδρα της η αμερικανόδουλη ελίτ των γαιοκτημόνων, αλλά και η απόλυτη υποταγή του στα αμερικανικά σχέδια, με αποκορύφωμα την υφαρπαγή βολιβιανών πυραύλων από τις ΗΠΑ το φθινόπωρο του 2005, πρόσθεσε και τον ίδιο στη μακρά σειρά των ανυπόληπτων προέδρων της Βολιβίας που η θητεία τους στο Παλάσιο Κεμάδο, όπως λέγεται το προεδρικό μέγαρο στην πρωτεύουσα της Βολιβίας Λα Πας, ταυτίστηκε με βία εναντίον διαδηλωτών, σκάνδαλα και υποτέλεια στον ξένο παράγοντα. Το σημαντικότερο δε είναι ότι ούτε κι αυτός κατάφερε να εκτονώσει τη λαϊκή οργή ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις.
Στην Αργεντινή ο Φερνάρντο ντε λα Ρουα, σύμβολο των ελίκοπτερο-μεταφερόμενων πρωθυπουργών, αποτελεί την πιο χαρακτηριστική περίπτωση αριστερού… διά πάσα χρήση. Κέρδισε τις εκλογές τον Δεκέμβριο του 1999, διαδεχόμενος τον Κάρλος Μένεμ, ο οποίος επί μία δεκαετία εφάρμοσε το πιο ακραίο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα στη Νότια Αμερική, μετά τη Χιλή του φασίστα Πινοτσέτ. Ο Φερνάντο ντε λα Ρούα ήταν, σε συμβολικό επίπεδο πάντα, η αναίρεση του Μένεμ. Το κόμμα του, η Ριζοσπαστική Πολιτική Ένωση, από την οποία προερχόταν και ο Ραοόλ Αλφονσίν (με τον οποίο, μεταξύ άλλων, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε σχηματίσει τη δεκαετία του ’80 την «Πρωτοβουλία των 6»), επί χούντας ήταν στην παρανομία, ανήκε στη Σοσιαλιστική Διεθνή, ενώ στο προεκλογικό του πρόγραμμα υποσχόταν ακόμη και σοσιαλισμό.
Τους πρώτους μήνες της εκλογής του ανακοίνωσε αυξήσεις στους μισθούς των δασκάλων και ένα γενναίο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Παρ’ όλα αυτά, η μακρά περίοδο χάριτος που προμήνυαν τα πολύ ψηλά ποσοστά δημοτικότητάς του, που ξεπερνούσαν ακόμη και το 70%, δεν κράτησε πολύ. Η πολιτική κρίση, που εκφράστηκε με την παραίτηση του αντιπροέδρου του Κάρλος Αλβάρες, είχε αρχίσει να οδηγεί σε αποσύνθεση την κυβέρνηση ακριβώς ένα χρόνο μετά την εκλογή του. Έναν ακόμη χρόνο μετά ο «αριστερός» Φερνάρντο ντε λα Ρούα δραπέτευε με ελικόπτερο από το προεδρικό μέγαρο, αφήνοντας πίσω του 22 νεκρούς και 200 τραυματίες.
Ενδεχομένως κάποιος να αντιτείνει ότι οι διαφορές του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι περισσότερες από τις ομοιότητες με τα πολιτικά συστήματα της Λατινικής Αμερικής, όπου συντελέστηκε η ελπιδοφόρα άνοδος και η ταπεινωτική και ταχύτατη πτώση των τριών κατ’ όνομα αριστερών προέδρων στους οποίους αναφερθήκαμε. Επομένως είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να επαναληφθούν στην Ελλάδα οι σκηνές λαϊκής αγανάκτησης και μαζικού ξεσηκωμού που είδαμε στο Μπουένος Άιρες με το Αργεντινάσο, τον Δεκέμβριο του 2001, ή στην Κοτσαμπάμα της Βολιβίας, στο πλαίσιο των αγώνων κατά της ιδιωτικοποίησης του νερού.
Εκ πρώτης όψεως όντως οι διαφορές είναι κάθε άλλο παρά αμελητέες. Η ελληνική Βουλή έχει κατά κανόνα περισσότερα χρόνια αδιατάρακτου βίου σε σχέση με τη μέση λατινοαμερικάνικη, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση στη Γηραιά “Ήπειρο θωρακίζει θεσμικά κάθε κυβέρνηση, εάν κι εφόσον υπηρετεί την πολιτική της, επιβάλλοντας έτσι τη νομιμοποίησή της κι έχοντας στην πράξη μετατραπεί σε υπερκράτος. Στη Λατινική Αμερική, αντίθετα, τα πολιτικά συστήματα αποδεικνύονται ευάλωτα στις ασύμμετρες και ενίοτε αμφίπλευρες πιέσεις και -μιλώντας για την τελευταία δεκαετία- πιο δεκτικά στις πιέσεις του «πεζοδρομίου». Η δε Ουάσινγκτον, παρότι έχει στο βιογραφικό της στρατιωτικά πραξικοπήματα, εισβολές και απόπειρες δολοφονίας εκλεγμένων ηγετών, αποδείχθηκε λιγότερο «σκληρή για να πεθάνει» πολιτικά σε σύγκριση με το Βερολίνο, τo οποίο έχει φροντίσει να περιβάλει με συνταγματικό μανδύα ακόμη και τα μέσα της πιο ωμής πολιτικής παρέμβασης στο εσωτερικό άλλων χωρών. Με άλλα λόγια, η CIA αποδείχθηκε λιγότερο αποτελεσματική από το ευρώ.
Περισσότερες οι ομοιότητες…
Με μια δεύτερη ματιά, όμως, ακόμη και αυτές οι ουσιώδεις διαφορές ωχριούν μπροστά στη σημαντικότερη ομοιότητα: την υποκείμενη συνάφεια μεταξύ των προγραμμάτων λιτότητας, όπως αυτά εφαρμόστηκαν στην αμερικανική υποήπειρο, πειραματικά στην αρχή και καθολικά στη συνέχεια, και των μνημονίων που εφαρμόζονται εδώ και πέντε χρόνια στην Ελλάδα, με ένα ανελέητο, συνεχές πολιτικό σφυροκόπημα που προκαλεί αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις στο πολιτικό σύστημα.
Δεν πρόκειται για σχήμα λόγου ή δημοσιογραφική υπερβολή – το μέγεθος της «προσαρμογής» στην Ελλάδα μπορεί κάλλιστα να συγκριθεί με την «προσαρμογή» που επιβλήθηκε στη Λατινική Αμερική. Αρκεί να αναλογιστούμε τον τριπλασιασμό σχεδόν της ανεργίας, από το 9%-10% στο 27% και τη μέση πτώση των εισοδημάτων κατά 40%! Πρόκειται για επιδόσεις που θεωρούνταν αδιανόητες για την Ευρώπη και το περίφημο «κοινωνικό κεκτημένο» της και αφορούν μέτρα που ακόμη και τώρα σε καμία άλλη χώρα της ηπείρου -ούτε και σε αυτές που πέρασαν από μνημόνια, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος- δεν έχουν επιβληθεί. Επομένως, οι συγκρίσεις επιτρέπονται και δεν αποτελούν αυθαιρεσία…
Τη δική τους επιβεβαίωση στο σενάριο να φύγει νύχτα ο Τσίπρας, αφού αποδειχθεί λίαν συντόμως τι μεγάλος πολιτικός απατεώνας είναι, δίνουν και τα πολιτικά σενάρια που υφαίνει εν κρυπτώ το ίδιο το Μαξίμου. Είναι χαρακτηριστική η βολιδοσκόπηση προς το ΠΑΣΟΚ να συμμετάσχει στην κυβέρνηση, την επομένη κιόλας των εκλογών, κι ενώ ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σχημάτιζαν άνετη κυβερνητική πλειοψηφία και φαινομενικά δεν είχαν ανάγκη καμία άλλη κυβερνητική συμμαχία.
Με αυτήν τη βολιδοσκόπηση επί της ουσίας η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ήθελε από τώρα να έχει το δικό της σχέδιο β για την περίπτωση που είτε η ομάδα των «53» είτε άλλη ομάδα διαφωνούντων από τις πολλές που έχουν αρχίσει να σχηματίζονται θα αρχίσει να προκαλεί ρωγμές στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και οι προεκλογικοί εσωκομματικοί κλυδωνισμοί θα αρχίσουν να μεταφέρονται στο εσωτερικό της κοινοβουλευτικής ομάδας.
Επιπλέον, οι γέφυρες προς τα υπόλοιπα μνημονιακά κόμματα (ΝΔ, Ποτάμι) που κρατάει ανοιχτές ο ΣΥΡΙΖΑ φέρνουν στην επιφάνεια τη βαθιά του ανασφάλεια για την επόμενη μέρα. Εκείνη τη μέρα, για την ακρίβεια, που θα αρχίσει να ψηφίζει τους εφαρμοστικούς νόμους του τρίτου μνημονίου και οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ θα βρεθούν μπροστά στο υπαρξιακό δίλημμα που βρέθηκαν την προηγούμενη πενταετία δεκάδες πασόκοι και δεξιοί συνάδελφοί τους: να σηκώσουν το χέρι και να ψηφίσουν, κινδυνεύοντας να τρώνε ξύλο από τους περαστικούς, ή να δηλώσουν παρόντες ή ακόμη και να καταψηφίσουν τα μέτρα λιτότητας, χάνοντας τα διόλου ευκαταφρόνητα υλικά προνόμια που εξασφαλίζει η βουλευτική έδρα…
Συμπερασματικά, το πείραμα του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι καινούργιο. Κάθε φορά που τα ενδεδειγμένα μέσα εξαντλούνται, δηλαδή τα αμιγώς αστικά κόμματα που κάνουν την αρχή, καταρρέουν από το τεράστιο πολιτικό κόστος που επισείει η εφαρμογή των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, τα κάστανα από τη φωτιά καλούνται να βγάλουν κόμματα που αναφέρονται στην Αριστερά και υπερέβησαν το εκλογικό περιθώριο αντιπροσωπεύοντας τα συμφέροντα όσων επλήγησαν από την κρίση. Αυτό ακριβώς που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ με ένα πρόγραμμα το οποίο ξεχείλιζε από αντιφάσεις, λογικά κενά και υποσχόταν το τέλος της λιτότητας. Μέχρι που και αυτά τα κόμματα να αποδειχθούν αναλώσιμα από μια κοινωνία που δεν αντέχει άλλες περικοπές στις συντάξεις. Ας μη χαίρονται επομένως στο Μαξίμου για την επιτυχία τους. Γρήγορα κι ο Τσίπρας θα έχει την τύχη που είχαν κι άλλες μαριονέτες της Αριστερός…
από το «Unfollow» μέσω του «Βαθύ Κόκκινο»